Του Κ. Ν. Σταμπολή
Η Συνθήκη για την ίδρυση της Ενεργειακής Κοινότητας των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης η οποία υπεγράφη στην Αθήνα την περασμένη Τρίτη, αποτελεί μείζονα πολιτική πράξη τόσο σε Κοινοτικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Υπό μία έννοια η συνθήκη αυτή και οι δεσμεύσεις που επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη, αποτελούν προάγγελο της επέκτασης του οικονομικού χώρου αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης, της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης (παρά το γεγονός ότι αν και συμβαλλόμενη δεν υπέγραψε το κείμενο της Συνθήκης). Η ίδρυση της Ενεργειακής Κοινότητας αφορά την δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, μεταξύ των χωρών της περιοχής των Βαλκανίων και της ευρύτερης περιοχής της Νοτιανατολικής Ευρώπης, με απώτερο στόχο την ενσωμάτωσή της στην εσωτερική αγορά ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκτιμάται ότι η εφαρμογή της Συνθήκης θα συμβάλει αποφασιστικά στη στενή συνεργασία μεταξύ των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ε.Ε., σε έναν από τους βασικότερους τομείς της οικονομίας, όπως εκείνος της ενέργειας. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, για πρώτη φορά, υπογράφεται Συνθήκη από την Ε.Ε., με την οποία επεκτείνεται το Ευρωπαϊκό κεκτημένο σε χώρες εκτός Ε.Ε. Όπως υπογράμμισε ο Υπουργός Ανάπτυξης κ. Δημήτρης Σιούφας κατά την τελετή υπογραφής στο Σαρόγλειο Μέγαρο «Η υπογραφή της Συνθήκης για την ίδρυση της Ενεργειακής Κοινότητας μπορεί εύκολα να συγκριθεί με την ιστορική Συνθήκη των Παρισίων του 1951 για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα που έδωσε το έναυσμα για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας». Τα Οφέλη για τις Νέες Χώρες Οι συμβαλλόμενες νέες χώρες που περιλαμβάνουν την Αλβανία, την Βουλγαρία, την Ρουμανία, την Σερβία, το Μαυροβούνιο, την Βοσνία – Ερζεγοβίνη, την Κροατία, την ΠΓΔΜ, την Τουρκία, και το υπό ανεξαρτητοποιηση Κόσσοβο, προσδοκούν να αποκομίσουν σοβαρά οικονομικά οφέλη από την Συνθήκη αφού η δημιουργία μιας νέας ενιαίας αγοράς 100 εκατομμυρίων κατοίκων αναπόφευκτα θα προσελκύσει σημαντικές επενδύσεις. Σύμφωνα με μελέτες της Ε.Ε, της World Bank και της EBRD το σύνολο των επενδύσεων στις ανωτέρω χώρες για την επόμενη δεκαπενταετία αναμένεται να ξεπεράσει τα 21 δισεκ. ευρώ (12,5 δισεκ. για μονάδες παραγωγής ενέργειας και 8,5 δισεκ. για υποδομές μεταφοράς) σύμφωνα με συντηρητικούς υπολογισμούς. Ανεξάρτητες πηγές εκτιμούν ότι οι πιθανές νέες επενδύσεις στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης (εξαιρουμένης της Ιταλίας και Αυστρίας) αναμένεται ότι θα φθάσουν τα 50 δισεκ. ευρώ μέχρι το 2020 εάν μέσα στα επόμενα 5 – 10 χρόνια μπορέσει να λειτουργήσει η περιοχή ως μία ενιαία, απελευθερωμένη και ανταγωνιστική αγορά και ξεπεραστούν τα όποια προβλήματα, τα οποία δεν είναι αμελητέα. Σημαντικά οφέλη αναμένεται ότι θα έχουν και οι χώρες της ομάδας υποστήριξης, οι οποίες συνορεύουν με τις νέες χώρες, και που περιλαμβάνουν την Ελλάδα, την Αυστρία, την Ουγγαρία, την Σλοβενία και την Ιταλία, οι οποίες και είχαν θεσμικά αναλάβει ενεργό ρόλο για την προώθηση της Συνθήκης. Ήδη αυτές οι χώρες έχουν δραστηριοποιηθεί μέσω εταιρειών συμβούλων στην οργάνωση των υπό διαμόρφωση νέων αγορών και στην μεταφορά τεχνογνωσίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Γραμματεία και το Γραφείο Συντονιστή της νέας αγοράς θα εδρεύει στην Βιέννη ενώ το φόρουμ της ηλεκτρικής ενέργειας θα συνεδριάζει στην Αθήνα. Επίσης η Αθήνα ορίστηκε ως έδρα του Ρυθμιστικού Συμβουλίου Ενέργειας της ενεργειακής κοινότητας, αλλά και ως έδρα των υπουργικών συνόδων για θέματα ηλεκτρισμού. Ο Πρωταγωνιστικός Ρόλος της Ελλάδος Η πρωτοβουλία για την ίδρυση της Ενεργειακής Κοινότητας ΝΑ Ευρώπης οφείλεται στην χώρα μας η οποία από το 1996, μέσω του Υπουργείου Ανάπτυξης, προωθεί σταθερά και συστηματικά την όλη ιδέα μέσα από τα κατάλληλα κοινοτικά όργανα. (λχ. Balkan Energy Interconnection Force, Διυπουργική Ε.Ε – Χωρών Μαύρης Θάλασσας κ.α). Τον Νοέμβριο του 2002 εγράφη το πρώτο Μνημόνιο Κατανόησης, στο πλαίσιο της 1ης Συνάντησης των Αθηνών, μεταξύ των υπουργών των συμμετεχόντων κρατών. Με το Μνημόνιο αυτό τέθηκαν οι κανόνες, βάσει των οποίων τα εμπλεκόμενα κράτη οφείλουν να οργανώσουν την εσωτερική τους αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, όπως η υποχρέωση σύστασης Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς και Δικτύου Διανομής, με σκοπό την εναρμόνιση της νομοθεσίας των κρατών αυτών προς το Κοινοτικό Δίκαιο που διέπει την εσωτερική αγοράς ενέργειας της Ε.Ε. Επιπλέον, συστήνονται το Υπουργικό Συμβούλιο, η μόνιμη Ομάδα Υψηλού Επιπέδου και το Φόρουμ Αθηνών για τον Ηλεκτρισμό, της Ενεργειακής Κοινότητας. Στα πλαίσια λειτουργίας της προωθούμενης ενιαίας ενεργειακής αγοράς η Ελλάδα προσδοκά σε συγκεκριμένα οφέλη αφού ο υπό διαμόρφωση μακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασμός της προβλέπει ενίσχυση των βορείων ηλεκτρικών της διασυνδέσεων και την δημιουργία νέων συνδέσεων στην περίπτωση του φυσικού αερίου (πχ Ελλάς – Τουρκία, Ελλάς – Ιταλία, Ελλάς – Αλβανία). Το διασυνδεδεμένο ηλεκτρικό σύστημα Μεταφοράς είναι συνδεδεμένο με τα συστήματα Μεταφοράς της Αλβανίας, της Βουλγαρίας, της ΠΓΔΜ και της Ιταλίας. Οι εισαγωγές έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν για την υποστήριξη του ελληνικού συστήματος μεταφοράς σε περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης, όπως για παράδειγμα για την υποκατάσταση του ρεύματος που παράγεται από υδροηλεκτρικούς σταθμούς σε περιόδους ξηρασίας. Η διασύνδεση με τη Βουλγαρία αποτελείται από μία γραμμή των 400 kV. Οι διασυνδέσεις με την Αλβανία και την ΠΓΔΜ αποτελούνται η καθεμία από γραμμές των 150 kV και των 400 kV πριν από το τέλος του 2006. Η συνολική ονομαστική δυναμικότητα αυτών των διασυνδέσεων είναι περίπου 4.000 MW, παρά το γεγονός ότι περιορίζεται από τον Διαχειριστή του Συστήματος (ΔΕΣΜΗΕ) για λόγους ασφαλείας του συστήματος, στα 600 MW (ή 700 MW λαμβάνοντας υπ’ όψη εφεδρεία αξιοπιστίας του συστήματος της τάξεως των 100 MW). Υπάρχει και η διασύνδεση με την Ιταλία η οποία αποτελείται από μία απευθείας γραμμή μεταφοράς συνεχούς ρεύματος δυναμικότητας 500 MW. Οι διασυνδέσεις αυτές (1,100 MW) χρησιμοποιούνται επίσης και για εμπορικές εισαγωγές αλλά και για εξαγωγές ηλεκτρικού ρεύματος όχι μόνο από τη ΔΕΗ αλλά και από ανεξάρτητους παραγωγούς και εμπόρους. Με την επέκταση και πλήρη χρήση των διασυνδέσεων αυτών αναμένεται ότι θα αυξηθεί σημαντικά και η εμπορική δραστηριότητα. Επίσης, στα πλαίσια της νέας Συνθήκης αλλά και του προγραμματισμού των Διαχειριστών Ηλεκτρικών Συστημάτων Ελλάδας και Τουρκίας προβλέπεται η διασύνδεση των ηλεκτρικών συστημάτων των δύο χωρών μέχρι τα τέλη του 2007 με μία γραμμή 400 kV δυναμικότητος περίπου 1.000 MW. Η Θέση της Τουρκίας Η Τουρκία λόγω μεγέθους και γεωπολιτικής θέσης αποτελεί από μόνη της το μεγαλύτερο αυτοτελές τμήμα της υπό διαμόρφωση Ενεργειακής Κοινότητας. Με περισσότερα από 30.000 MW εγκατεστημένης ηλεκτρικής ισχύος κι ένα πλέγμα αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου που ξεπερνούν τα 8.000 χλμ η Τουρκία παρουσιάζεται ως ο μεγάλος συμβαλλόμενος και λόγω γεωγραφίας ως ο κατ’ εξοχήν ενεργειακός κόμβος της περιοχής. Έχοντας μάλιστα πολύ πρόσφατα ξεκινήσει την ενταξιακή διαδικασία, για να γίνει πλήρες μέλος της Ε. Ένωσης, έχει κάθε λόγω να διαφοροποιεί την στάση της από τις άλλες «μικρές» χώρες εκτιμώντας ότι η αποφυγή οποιασδήποτε σπουδής για συμμετοχή σε ένα νεόκοπο σχήμα μόνο οφέλη μπορεί να αποφέρει σε μακροπρόθεσμη βάση. Επειδή το κεφάλαιο «Ενέργεια – Μεταφορές» είναι υπό διαπραγμάτευση έτσι κι αλλιώς, η απόφαση της Τουρκίας να μην υπογράψει την Συνθήκη σε αυτήν την πρώιμη φάση είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αποβεί προς όφελός της. Βέβαια η μη συμμετοχή της γείτονος στη Συνθήκη αποδυναμώνει το επενδυτικό σκέλος της αφού η νέα αγορά θα πρέπει να οργανωθεί με πολύ λιγότερους παίκτες και απείρως μικρότερες καταναλώσεις. Ο Κορσές των Κοινοτικών Δεσμεύσεων Την στιγμή κατά την οποία οι περισσότερες χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση αδυνατούν να συμμορφωθούν προς τις Κοινοτικές Οδηγίες για την απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, δημιουργούνται σοβαρά ερωτηματικά ως προς την ικανότητα των νέων χωρών (υπό ένταξη ή μη) που συμμετέχουν στην Συνθήκη να εισάγουν και να εφαρμόσουν τις Κοινοτικές Οδηγίες. Σύμφωνα με το Παράρτημα I, παράγραφο 2 της Συνθήκης «Κάθε συμβαλλόμενο μέρος πρέπει να εξασφαλίσει ότι οι επιλέξιμοι πελάτες υπό την έννοια των οδηγιών 2003/54/ΕΚ και 2003/55/ΕΚ είναι: (i) από την 1η Ιανουαρίου 2008, όλοι οι μη οικιακοί πελάτες και (ii) από την 1η Ιανουαρίου 2015, όλοι οι πελάτες. Επίσης το Παράρτημα II, το οποίο αναφέρεται στην εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στον τομέα του περιβάλλοντος, αναφέρει ότι «το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2011, κάθε συμβαλλόμενο μέρος εφαρμόζει την οδηγία 1999/32/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο και για την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ». Όπως επίσης «το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2017, κάθε συμβαλλόμενο μέρος εφαρμόζει την οδηγία 2001/80/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2001, για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων». Σύμφωνα με τις τελευταίες δύο εκθέσεις της Δ/σης Ενέργειας – Μεταφορών της Ε. Ένωσης μόνο ένας μικρός αριθμός κρατών μελών όπως λχ. η Αυστρία, η Δανία, η Φιλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σουηδία, η Ισπανία και η Νορβηγία έχουν καταφέρει να απελευθερώσουν πλήρως την αγορά ηλεκτρισμού τους με αποτέλεσμα να υπάρχει σχετικός ανταγωνισμός και ο καταναλωτής, εταιρεία ή νοικοκυριό, να μπορεί να έχει τη δυνατότητα επιλογής του προμηθευτού του. Όλες οι άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδος, αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα λόγω ελλιπούς νομοθεσίας και κυρίως λόγω της δεσπόζουσας θέσης μεγάλων κρατικών εταιρειών παραγωγής και διανομής ηλεκτρισμού (πχ EDF στη Γαλλία, ΔΕΗ στην Ελλάδα). Σύμφωνα με ανεξάρτητους παρατηρητές η εμμονή στην εισαγωγή και εφαρμογή των αρκετά σύνθετων και περιοριστικών Κοινοτικών Οδηγιών στις αναδυόμενες αγορές της ΝΑ Ευρώπης ενδέχεται να δημιουργήσει περισσότερα διοικητικά προβλήματα παρά να συμβάλλει στην τόνωση των επενδύσεων και της ανάπτυξης των αγορών. Ίσως, τονίζουν οι άνω παρατηρητές, θα έπρεπε να προβλεφθεί μία πιο ελαστική μορφή συνεργασίας και δικλείδες ασφαλείας στην εφαρμογή της δύσκαμπτης κοινοτικής νομοθεσίας. Τα Προσδοκώμενα Οφέλη για την Ελλάδα Εάν οι πολιτικές ηγεσίες, ανεξαρτήτως κομματικής προελεύσεως, μπορέσουν να ξεφύγουν κάποτε από την παράδοξη ιδεοληψία περί αναδείξης της Ελλάδος ως του κατ’ εξοχήν ενεργειακού κόμβου της περιοχής, (κάτι που ασφαλώς δεν ισχύει στην πράξη, λόγω της συγκεκριμένης γεωγραφικής θέσης της χώρας) τότε θα μπορέσουμε να δούμε με ορθάνοικτα μάτια που ευρίσκονται τα πραγματικά συμφέροντα της χώρας στα πλαίσια του νέου ενεργειακού χώρου που σύντομα θα δημιουργηθεί. Αυτά τα συμφέροντα δεν μπορεί να είναι άλλα από την αξιοποίηση του συγκριτικού πλεονεκτήματος που έχει η χώρα μας (και θα έχει για λίγα μόνο χρόνια ακόμα) ως η μοναδική χώρα μέλος στην Ε.Ε, η υψηλή πιστοληπτική ικανότητα (σε επίπεδο κυβέρνησης και εταιρειών) η ανεπτυγμένη, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες, κεφαλαιαγορά, η τεχνολογικά προηγμένη τηλεπικοινωνιακή και συγκοινωνιακή υποδομή και το έμπειρο και υψηλού επιπέδου επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό. Η Ελλάδα θα μπορέσει να ωφεληθεί πραγματικά από την νέα ενεργειακή αγορά εάν καταφέρει να διεισδύσει επιχειρηματικά στις άλλες χώρες μέσω επενδύσεων αλλά και της πώλησης εξειδικευμένων υπηρεσιών (λχ. εκπαίδευση, τεχνική υποστήριξη, συντήρηση, χρηματοδότηση κλπ).