Κραδασμούς από τη Μόσχα μέχρι το Καράκας και από το Οσλο μέχρι την Τεχεράνη προκαλεί η πτώση της τιμής του πετρελαίου, εγκυμονώντας κινδύνους ανάλογους με εκείνους που πριν από τρεις δεκαετίες οδήγησαν στην οικονομική κρίση στο Μεξικό και στην αρχή του τέλους για τη Σοβιετική Ένωση

Κραδασμούς από τη Μόσχα μέχρι το Καράκας και από το Οσλο μέχρι την Τεχεράνη προκαλεί η πτώση της τιμής του πετρελαίου, εγκυμονώντας κινδύνους ανάλογους με εκείνους που πριν από τρεις δεκαετίες οδήγησαν στην οικονομική κρίση στο Μεξικό και στην αρχή του τέλους για τη Σοβιετική Ένωση.

Παρά την ανάκαμψη που σημείωσαν χθες, οι τιμές του μαύρου χρυσού έχουν υποχωρήσει κατά 38% από την αρχή του έτους και 12,7% την περασμένη εβδομάδα μετά την απόφαση του ΟΠΕΚ να διατηρήσει αμετάβλητη την παραγωγή του στα 30 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Επιφέρουν, έτσι, ραγδαία μείωση στα έσοδα των πετρελαιοπαραγωγών χωρών. Κι ενώ ορισμένες εξ αυτών, Ρωσία, Βενεζουέλα και Νιγηρία, αντλούν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους από τις ενεργειακές τους εξαγωγές, επωφελούνται άλλες χώρες που καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των ενεργειακών τους αναγκών από τις εισαγωγές με προεξάρχουσα την ενεργοβόρο Κίνα και την Τουρκία που καλύπτει με εισαγωγές το 90% των ενεργειακών της αναγκών.


Η Ρωσία έχει χάσει στη διάρκεια του έτους 90 δισ. δολάρια από τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα, ποσό αντίστοιχο του 4,5% της οικονομίας της και έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια να ανακόψει την ελεύθερη πτώση του ρουβλίου που από τον Ιούνιο έχει υποτιμηθεί κατά 35% έναντι του δολαρίου. Οι μεγάλοι χαμένοι της συνόδου του ΟΠΕΚ, Ιράν και Βενεζουέλα, βρίσκονταν ήδη σε δεινή θέση: οι κυρώσεις που υφίσταται το Ιράν όσο εκκρεμεί το ζήτημα του πυρηνικού του προγράμματος έχουν μειώσει τις εξαγωγές του στο ήμισυ από τις αρχές του 2012 στο ένα εκατ. βαρέλια την ημέρα, ενώ η παραγωγή του βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 20 ετών. Σε ό,τι αφορά τη Βενεζουέλα προσβλέπει στα έσοδα από το πετρέλαιο που αντιπροσωπεύει το 95% των εξαγωγών του για να καλύψει ένα δημοσιονομικό έλλειμμα ύψους 16%.

Στον αντίποδα η Κίνα στη διάρκεια των πρώτων εννέα μηνών του έτους αύξησε τις εισαγωγές της κατά 8,3% στα 460.000 βαρέλια την ημέρα. Στόχος, μια αύξηση των αποθεμάτων της από τα υφιστάμενα επίπεδα των 30 ημερών στο επίπεδο των 100 ημερών το 2020. Σε ό,τι αφορά την Τουρκία, της οποίας οι δαπάνες για εισαγωγές ενέργειας έφθασαν πέρυσι στα 50 δισ. δολάρια, όσο και το δημοσιονομικό της έλλειμμα, οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν πως η πτώση του πετρελαίου θα μειώσει το έλλειμμά της από το υφιστάμενο 6% στο 4%.

Έμμεσες, αλλά μεγάλες απώλειες

Το πλήγμα από την πτώση του πετρελαίου είναι καίριο για τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες της Αφρικής όπως η Νιγηρία, καθώς το πετρέλαιο αντιπροσωπεύει το 75% των εσόδων της και βλέπει το νόμισμά της να έχει κάνει βουτιά πάνω από 8%. Πλήττονται όμως και χώρες όπως η Νορβηγία, το νόμισμα της οποίας υποχώρησε χθες σε χαμηλά πενταετίας, αλλά και όσες έχουν νομίσματα συνδεδεμένα με το πετρέλαιο και τα εμπορεύματα. Ενδεικτική η περίπτωση της Αυστραλίας, το δολάριο της οποίας υποχώρησε στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Ιούλιο του 2010 έναντι του δολαρίου ΗΠΑ.

Παρά το πλήγμα που δέχονται πολλές οικονομίες σε διαφορετικές γεωγραφικές ζώνες, ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι εκτός από τους καταναλωτές του δυτικού κόσμου ενδέχεται να ωφεληθεί στο σύνολό της η παγκόσμια οικονομία: πτώση 20 δολαρίων στην τιμή του μαύρου χρυσού ενισχύει τον ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας κατά 0,4% σε διάστημα δύο ετών. Οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν, άλλωστε, ότι οδηγώντας σε περαιτέρω μείωση του πληθωρισμού, το φθηνό πετρέλαιο μπορεί να πείσει τις κεντρικές τράπεζες να διατηρήσουν αναπτυξιακή πολιτική.

(από την Εφημερίδα: "Η Καθημερινή", 02/2/2014)