Τα Συν και τα Πλην Από την Πτώση των Τιμών του Πετρελαίου

Από τον Ιούνιο εφέτος όπου η ποικιλία Brent, που είναι το διεθνές benchmark, διαπραγματεύετο στο επίπεδο των $115 το βαρέλι και μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου, όπου η τιμή είχε κατρακυλήσει στα $68-$70 το βαρέλι, οι διεθνείς τιμές πετρελαίου έχουν υποστεί μία εντυπωσιακή καθίζηση έχοντας απολέσει σχεδόν το 40% της αξίας των. Οι δε προοπτικές είναι για περαιτέρω μείωση κατά τους αμέσως επόμενους μήνες με ορισμένους αναλυτές να ομιλούν ακόμα και για $50 το βαρέλι, το επίπεδο δηλαδή που είχαν φθάσει οι τιμές το 2005. Είναι σαφές ότι έχουμε εισέλθει σε ένα νέο αστερισμό τιμών για το αργό με αυτές να κινούνται πλέον σε ένα πολύ κατώτερο επίπεδο από αυτό που είχαμε συνηθίσει τα τελευταία τρία χρόνια (2011-2013) όπου ο μέσος ετήσιος όρος είχε διαμορφωθεί στα $110 το βαρέλι
energia.gr
Παρ, 5 Δεκεμβρίου 2014 - 17:31

Από τον Ιούνιο εφέτος όπου η ποικιλία Brent, που είναι το διεθνές benchmark, διαπραγματεύετο στο επίπεδο των $115 το βαρέλι και μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου, όπου η τιμή είχε κατρακυλήσει στα $68-$70 το βαρέλι, οι διεθνείς τιμές πετρελαίου έχουν υποστεί μία εντυπωσιακή καθίζηση έχοντας απολέσει σχεδόν το 40% της αξίας των. Οι δε προοπτικές είναι για περαιτέρω μείωση κατά τους αμέσως επόμενους μήνες με ορισμένους αναλυτές να ομιλούν ακόμα και για $50 το βαρέλι, το επίπεδο δηλαδή που είχαν φθάσει οι τιμές το 2005. Είναι σαφές ότι έχουμε εισέλθει σε ένα νέο αστερισμό τιμών για το αργό με αυτές να κινούνται πλέον σε ένα πολύ κατώτερο επίπεδο από αυτό που είχαμε συνηθίσει τα τελευταία τρία χρόνια (2011-2013) όπου ο μέσος ετήσιος όρος είχε διαμορφωθεί στα $110 το βαρέλι.

Όπως είναι φυσικό, το νέο τοπίο στις διεθνείς τιμές έχει κερδισμένους και χαμένους. Για τους μεν παραγωγούς, δηλαδή τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο upstream, οι απώλειες εσόδων είναι σημαντικές και είναι ευθέως ανάλογες με την μείωση των διεθνών τιμών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την μείωση των κερδών τους, την αναγκαστική συμπίεση των εξόδων τους τόσο για την λειτουργία υφιστάμενων παραγωγικών εγκαταστάσεων όσο και στον τομέα των ερευνών. Το πλήγμα εδώ είναι ιδιαίτερα σκληρό αφού οι έρευνες κάθε μορφής, από σεισμικά μέχρι γεωτρήσεις, έχουν υψηλό κόστος και αποτελούν επένδυση για τις εταιρείες οι οποίες και αποσβένονται σε βάθος χρόνου. Χωρίς όμως επενδύσεις οι εταιρείες του upstream αδυνατούν να ανακαλύψουν νέα κοιτάσματα και άρα υποχρεωτικά περιορίζουν τις δραστηριότητές τους στα υπάρχοντα τα οποία και βαίνουν διαρκώς εξαντλούμενα. Ως γνωστό δε η μη αναπλήρωση κοιτασμάτων αποτελεί κατάρα για την πετρελαϊκή βιομηχανία αφού αφαιρεί αυτόματα μέρος ή και αρκετές φορές ολόκληρη την προοπτική ανάπτυξης των εταιρειών.

Έτσι το μεγαλύτερο πλήγμα για τις πετρελαϊκές εταιρείες είναι καταρχάς ο περιορισμός της ερευνητικής τους δραστηριότητας και δευτερευόντως η μείωση των κερδών τους. Όμως η ύπαρξη ικανοποιητικών κερδών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη των εταιρειών, την αύξηση της παραγωγής και την αναπλήρωση των κοιτασμάτων με την εξεύρεση και επιβεβαίωση νέων. Οι ανωτέρω όλως αρνητικές εξελίξεις έχουν άμεση αντανάκλαση στην αξία των μετοχών των εταιρειών οι οποίες ακολουθούν και αυτές καθοδική πορεία τους τελευταίους μήνες.

Η πτώση των τιμών του αργού έχει όμως ακόμη μία αρνητική επίδραση στις ίδιες τις οικονομίες των πετρελαιοπαραγωγικών κρατών αφού αυτό σημαίνει αυτόματα μικρότερα κρατικά έσοδα από φόρους αλλά και την συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Για δε χώρες όπως η Ρωσία, η Νιγηρία, το Ιράν και η Βενεζουέλα όπου το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών εσόδων βασίζεται στις εξαγωγές πετρελαίου, και οι περισσότερες χρειάζονται τιμές άνω των $100 για να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς τους, οι επιπτώσεις είναι καταστροφικές, αφού βλέπουν τα εθνικά τους νομίσματα να χάνουν την αξία τους, έναντι των σκληρών νομισμάτων όπως το Ευρώ και το δολάριο, με άμεσο αποτέλεσμα την άνοδο του πληθωρισμού, την διεύρυνση της παραοικονομίας και την ενίσχυση των φόβων για κοινωνική αναταραχή.

Στους αντίποδες των οικονομικών απωλειών των εταιρειών και των πετρελαιοπαραγωγικών κρατών ευρίσκονται τα οφέλη για τα πετρελαιοεισαγωγικά κράτη, όπως λ.χ. η Ελλάδα και οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε., αφού αίφνης μειώνονται τα κονδύλια που πρέπει να διατεθούν για τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου – η τιμή του οποίου συνήθως αντιστοιχεί στο 65-70% της αξίας του πετρελαίου- ενώ και οι καταναλωτές απολαμβάνουν και αυτοί ορισμένα οφέλη λόγω της μείωσης των τιμών υγρών καυσίμων στην αντλία. Στην περίπτωση των πετρελαιοεισαγωγικών χωρών τα οφέλη εστιάζονται κυρίως στην βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών κάθε χώρας, αφού διαχέονται στην ευρύτερη οικονομία, με τους καταναλωτές όμως να απολαμβάνουν πολύ μικρότερο οικονομικό όφελος. Και ο λόγος δεν είναι άλλος από την υπέρογκη φορολογία που επιβάλλεται (κυρίως στις χώρες της ΕΕ) και συνήθως αντιστοιχεί στο 70% της αξίας του κάθε λίτρου. Άρα η όποια μείωση από τις διεθνείς τιμές μεταφέρεται, μέσω των διυλιστηρίων, που είναι και οι προμηθευτές της κάθε εσωτερικής αγοράς, μόνο στο 30% της αξίας του λίτρου, πράγμα που σημαίνει ότι τα οφέλη για τους καταναλωτές είναι πολύ περιορισμένα. Σε αντίθεση το κράτος εμφανίζεται με πολύ μειωμένες απώλειες από την μείωση των εσόδων του από τη φορολογία καυσίμων, ενώ συγχρόνως απολαμβάνει τεράστιο κέρδος από την μείωση του ελλειμματικού, στις περισσότερες περιπτώσεις, εμπορικού ισοζυγίου. Με τον λογαριασμό πετρελαιοειδών, στην περίπτωση της Ελλάδας,- να έχει φθάσει ως ποσοστό του εμπορικού ισοζυγίου ακόμα και στο 52% το 2012. Τώρα με τις μειωμένες διεθνείς τιμές, και με την προϋπόθεση ότι θα κυμανθούν στα $55-$65 το βαρέλι για όλο το 2015, η Ελλάδα θα ωφεληθεί σχεδόν κατά 2.5 δισεκατομμύρια ευρώ, (πληρώνοντας 5.0 δισεκατομμύρια ευρώ για εισαγωγές αργού από τα 7.6 δισεκατομμύρια ευρώ που κατέβαλε το 2013) με την συμμετοχή του πετρελαϊκού λογαριασμού στο εμπορικό ισοζύγιο να μειώνεται περίπου στο 30%.

Σε παγκόσμιο επίπεδο σε πρώτη φάση τα οφέλη από τις χαμηλές τιμές πετρελαίου θα είναι περιορισμένα γιατί η μείωση τους έγινε σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα δημιουργώντας έτσι σοβαρές αναταράξεις και κλυδωνισμούς στον χρηματιστηριακό τομέα. Μεγάλος χαμένος οι τράπεζες αφού αίφνης οι χρηματοροές από την διακίνηση αργού και προϊόντων περιορίζονται αισθητά, αποδυναμώνοντας τις θέσεις τους και άρα τον ρόλο τους στην χρηματοδότηση νέων επενδύσεων κ.ο.κ. . Σε μία δεύτερη φάση και αφού σταθεροποιηθεί και εξοικειωθεί το παγκόσμιο σύστημα στις χαμηλότερες τιμές αργού, τότε εκτιμούν ενεργειακοί οικονομολόγοι, θα αρχίσουν να είναι πλέον εμφανή τα οφέλη για τις πετρελαιοεισαγωγικές χώρες αφού οι προϋπολογισμοί πολλών κρατών θα αρχίσουν να γίνονται όλο και περισσότερο πλεονασματικοί.