Η
πρόσφατη απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού της Κομισιόν να παρατείνει την
προθεσμία για την έκδοση της απόφασης της για την εξαγορά του ΔΕΣΦΑ από την SOCAR μέχρι
τις 22 Απριλίου 2015 (βλέπε
σχετικό ρεπορτάζ του
energia.gr στις 19/12) είναι ενδεικτική των δυσκολιών που
αντιμετωπίζει η συγκεκριμένη «ιδιωτικοποίηση» που κάθε άλλο παρά ιδιωτικοποίηση
είναι αφού ουσιαστικά έχουμε την μεταφορά μιας ελληνικής κρατικής εταιρείας σε
κρατική εταιρεία άλλου κράτους, του Αζερμπαϊτζάν, στην SOCAR που τυγχάνει να είναι παράλληλα
και βασικός προμηθευτής αερίου της χώρας.
Επιπλέον η Κομισιόν, μέσω της
DG Energy, έχει εκφράσει την βαθύτατη
ανησυχία της – βλέπε μη συμφωνία της- μήπως η μεταβίβαση αυτή επηρεάσει την
λειτουργία της χονδρεμπορικής αγοράς φυσικού αερίου, ενισχύοντας, έτσι
μονοπωλιακές συμπεριφορές πράγμα που είναι και το πλέον πιθανό .
Τόσο η νέα αργοπορία μετά την απόφαση της
DG COMP και οι ήδη διατυπωθέντες ενδοιασμοί της
DG ENERGY κάθε άλλο παρά αίσιο
τέλος προδικάζουν για την ολοκλήρωση της πώλησης του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών του
ΔΕΣΦΑ στην Αζέρικη
SOCAR.
Και όλος αυτός ο θόρυβος και οι πολύμηνες διαπραγματεύσεις(η όλη διαδικασία
ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2013) και πολυδάπανες νομικές υπηρεσίες, που μέχρι τώρα υπολογίζεται να έχουν
στοιχίσει τουλάχιστον 20.0 εκατομμύρια ευρώ συνολικά και στα δύο κράτη, για την
πώληση έναντι 400 εκατομμυρίων ευρώ του 66% του Διαχειριστή του Ελληνικού
Συστήματος Φυσικού Αερίου. Βάσει του συμφωνηθέντος ποσού πώλησης η συνολική
αξία του ΔΕΣΦΑ ανέρχεται μόλις στα 615 εκ. ευρώ. Με δεδομένο το μέγεθος, τις
εκτενείς εγκαταστάσεις, το πελατολόγιο και την άριστη οικονομική κατάσταση της
εταιρείας πρόκειται περί σωστού ξεπουλήματος σε τιμή κοψοχρονιάς!
Από την περίοδο που αποφασίστηκε η πώληση
του ΔΕΣΦΑ στο πλαίσιο του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων της παρούσας
κυβέρνησης, το
energia.gr είχε
εκφράσει τον έντονο προβληματισμό του και είχε τοποθετηθεί αρνητικά σε αυτή την
προοπτική για τρεις βασικούς λόγους που έχουν να κάνουν με την δυνατότητα της
πολιτείας να ασκεί πολιτική στην αγορά της ενέργειας. Ο πρώτος λόγος αφορά την εσωτερική αγορά
φυσικού αερίου όπου ένα οργανωμένο κράτος πρέπει να είναι σε θέση να καθορίζει
αυτό τους κανόνες λειτουργίας της και να τους εφαρμόζει, ιδίως τώρα που επιχειρείται το άνοιγμα της εις εφαρμογή της
γνωστής κοινοτικής οδηγίας
(EC/2008/79).
Ο δεύτερος λόγος αφορά τις ίδιες τις υποδομές και την περαιτέρω ανάπτυξη των
δικτύων, όπου σε αντίθεση με αυτά του ηλεκτρισμού που έχουν ολοκληρωθεί στο
μεγαλύτερο μέρος τους εδώ και μία δεκαετία, το δίκτυο του φυσικού αερίου
ευρίσκεται σε φάση έντονης ανάπτυξης. Αλλά και βασικές υποδομές όπως η επέκταση
του τερματικού
LNG
της Ρεβυθούσας,
σταθμοί συμπίεσης και η δημιουργία υπόγειας αποθήκης (βλέπε Νότιος Καβάλα) είναι σε φάση
κατασκευής και σχεδίασης. Ο τρίτος λόγος έχει σχέση με τις διεθνείς
διασυνδέσεις της χώρας και τους διασυνδετήριους αγωγούς (
interconnectors) όπου εν όψει των πλέον
πρόσφατων εξελίξεων (βλέπε ματαίωση
South Stream, ανάδειξη αγωγού
East Med ως εναλλακτική λύση στη μεταφορά αερίου από Ισραήλ-
Κύπρο προς την Ευρωπαϊκή αγορά κλπ.) ενισχύεται ο γεωπολιτικός ρόλος της
Ελλάδας αφού καλείται πλέον να φιλοξενήσει νέους αγωγούς αερίου ( πέρα του
TAP) στο πλαίσιο υλοποίησης
του Νότιου Διαδρόμου.
Εν όψει των ανωτέρω πολύ σημαντικών
εξελίξεων ο ρόλος του ΔΕΣΦΑ, ως του
διαχειριστή του ελληνικού συστήματος , αναδεικνύεται πλέον ως κομβικός τόσο
στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς όσο και στην άσκηση μίας περιφερειακής
ενεργειακής πολιτικής. Αυτό και μόνο αποτελεί ουσιαστικό λόγο που δεν συνηγορεί
στην πώληση του Διαχειριστή. Αλλά και εάν ακόμη η κυβέρνηση, η σημερινή ή η
επόμενη, υποχρεούτο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή – η οποία απ’ όσο γνωρίζουμε
ουδέποτε έθεσε τέτοιο θέμα αλλά τουναντίον από την πρώτη στιγμή είχε εκφράσει
της επιφυλάξεις της- να πωλήσει τον ΔΕΣΦΑ στο συμφωνηθέν τίμημα βάσει της
τελευταίας αποτίμησης, αυτό κρίνεται όχι μόνο ανεπαρκές αλλά δίδει λαβή για την
διατύπωση κατηγορίας «δόλου κατά του δημοσίου». Αφού σύμφωνα με παράγοντες της
αγοράς, μία πλέον ολοκληρωμένη αποτίμηση του ΔΕΣΦΑ δεν μπορεί να κινηθεί σε
επίπεδα χαμηλότερα του 1.5 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Για
όλους τους ανωτέρω λόγους η κυβέρνηση θα πρέπει να αναθεωρήσει την απόφασή της
περί πώλησης του ΔΕΣΦΑ επικαλούμενη την μεγάλη καθυστέρηση από πλευράς
Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και την αβεβαιότητα που αυτή έχει δημιουργήσει στον
επίδοξο αγοραστή αλλά και στον πωλητή. Η δε διοίκηση του ΔΕΣΦΑ θα πρέπει,
ανενόχλητη από πολιτικές παρεμβάσεις, να επικεντρωθεί στο έργο της, δηλαδή την ανάπτυξη της
εταιρείας και στην αξιοποίηση των διάφορων σημαντικών επιχειρηματικών ευκαιριών
που τώρα δημιουργούνται τόσο εντός της Ελλάδος όσο και στην περιφέρεια. Εάν δε
η σημερινή ή η αυριανή κυβέρνηση πιστεύει ότι ο ΔΕΣΦΑ θα πρέπει να υποστηριχθεί
με επιπλέον κεφάλαια για την υλοποίηση του προγράμματος του δεν έχει παρά να
εισάγει την εταιρεία στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ενισχύοντας έτσι τον
χρηματιστηριακό θεσμό και τονώνοντας την αγορά. Εν όψει της σχετικά
«προστατευμένης» αγοράς εντός της οποίας λειτουργεί ο ΔΕΣΦΑ με εξασφαλισμένα
έσοδα και χωρίς σοβαρές επισφάλειες είμεθα βέβαιοι ότι η εισαγωγή θα στεφθεί με
επιτυχία προσελκύοντας και πολλούς ξένους επενδυτές, με αυτό να αποτελεί σαφώς
μία απείρως καλύτερη προοπτική από το «άβολο δέσιμο» με ένα συγκεκριμένο
προμηθευτή. Έτσι οι ενδοιασμοί των Βρυξελλών και οι παρατεινόμενες
διαβουλεύσεις με την Κομισιόν ίσως τελικά δουλέψουν προς όφελος του εθνικού
συμφέροντος με την ματαίωση του όλου εγχειρήματος. «Κάθε εμπόδιο για καλό» που
λέει και ο λαός μας.