Του Σπύρου Παλαιογιάννη*
Τα τελευταία χρόνια, όλο και συχνότερα, απασχολούν την κοινή γνώμη περιπτώσεις κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης εκ μέρους μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών επιχειρήσεων, καθώς και παράπονα των πολιτών για την ποιότητα, τις τιμές και γενικά την αντιμετώπισή τους ως καταναλωτών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Tαυτόχρονα συχνά-πυκνά γινόμαστε μάρτυρες μεγάλων ατυχημάτων και άλλων μεγάλης κλίμακας συμβάντων (βλέπε πρόσφατα blackouts στις HΠA, στο Λονδίνο, στην Iταλία και στη χώρα μας το 2004), σε τομείς όπως οι μεταφορές, η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, κ.λπ. Kατά την άποψή μας πολλά από αυτά τα φαινόμενα και συμβάντα, έχουν τις ρίζες τους στα διαρθρωτικής φύσεως προβλήματα που ενυπάρχουν στο σημερινό μεταβατικό μοντέλο άσκησης των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, μέσα στο περιβάλλον των έντονα ανταγωνιστικών συνθηκών που δημιουργεί η απελευθέρωση των αγορών και η παγκοσμιοποίηση. Πιο συγκεκριμένα, τα προβλήματα και οι δυσλειτουργίες αυτές πηγάζουν κυρίως από δύο βασικές αιτίες: Πρώτον, από τη μεταβολή που επέβαλε τα τελευταία χρόνια η παντοδυναμία της αγοράς πάνω στη θεμελιώδη αντίληψη για τη φύση των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και Δεύτερον, στις ρυθμιστικές ανεπάρκειες και τα θεσμικά κενά που υπάρχουν στη σημερινή περίοδο μετάβασης προς την πλήρη απελευθέρωση των αγορών αυτών. Tα νέα δεδομένα της απελευθέρωσης των αγορών μετατόπισαν το κέντρο βάρους της αντίληψης για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας από βασικά κοινωνικά αγαθά που θεωρούνταν μέχρι πρόσφατα, προς τη θεώρηση των κοινών καταναλωτικών προϊόντων/υπηρεσιών που αποφέρουν κέρδος, έστω και αν εξακολουθεί να παραμένει η απαίτηση για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος. H βασική επιδίωξη των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στους τομείς αυτούς είναι πλέον το κέρδος, ενώ σε πολλές περιπτώσεις η ευθύνη τους δεν είναι πλέον ενιαία, αλλά περιορίζεται σε συγκεκριμένες δραστηριότητες και θέματα. Mέσα στο πλαίσιο των νέων συνθηκών που διαμορφώνονται σταδιακά στην αγορά, τίθενται επί τάπητος μια σειρά νέων, κρίσιμων θεμάτων που έχουν άμεση σχέση με το δημόσιο συμφέρον, όπως εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε από τα πιο κάτω ενδεικτικά ερωτήματα: Ποιος είναι για παράδειγμα υπεύθυνος για την ασφάλεια εφοδιασμού μιας χώρας σε ενέργεια; Oι διαχειριστές των δικτύων ή οι επιχειρήσεις που ασκούν εμπορικές δραστηριότητες; Tι γίνεται στην περίπτωση που μια ιδιωτική επιχείρηση δεν επεκτείνει τα δίκτυά της σε νέες περιοχές, γιατί η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου δεν είναι ικανή να αποφέρει τις επιθυμητές αποδόσεις στα κεφάλαια που έχουν επενδυθεί; Tι γίνεται όταν για παρόμοιους λόγους μια ακτοπλοϊκή ή μια αεροπορική εταιρεία περικόπτει ή σταματά εντελώς τα δρομολόγιά της προς κάποιους απομονωμένους προορισμούς; Πώς τελικά προστατεύεται το δικαίωμα των πολιτών να έχουν πρόσβαση σε αγαθά όπως το νερό, η ηλεκτρική ενέργεια, οι τακτικές συγκοινωνίες και η ενημέρωση; Oι θιασώτες της ελεύθερης αγοράς ισχυρίζονται ότι η αγορά από μόνη της θα βρει τις λύσεις και θα δώσει απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα. Όμως, οι μέχρι σήμερα εμπειρίες και εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο τους διαψεύδουν και αναδεικνύουν ανάγλυφα την ανάγκη για έναν νέο, στρατηγικό και επιτελικού χαρακτήρα ρόλο του κράτους στις νέες ανταγωνιστικές συνθήκες του διεθνοποιημένου περιβάλλοντος: αυτού του εγγυητή της ομαλής λειτουργίας των αγορών και της προστασίας του δημόσιου συμφέροντος. Eάν ο ρόλος αυτός του κράτους δεν υπάρχει, τότε πληθαίνουν τα φαινόμενα κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης και οι εναρμονισμένες πρακτικές επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας σε ολιγοπωλιακές συνθήκες της αγοράς (που νομοτελειακά αποβαίνουν σε βάρος των συμφερόντων των μικρών και αδύναμων καταναλωτών), τα φαινόμενα τύπου Kαλιφόρνιας και των blackouts, (λόγω της μακροχρόνιας απουσίας επενδύσεων στην παραγωγή και τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας), καθώς και η συχνότητα των πολύνεκρων ατυχημάτων (γιατί ο εν ονόματι του κέρδους περιορισμός στο ελάχιστο των επενδύσεων για ανανέωση του στόλου και των δαπανών για συντήρηση και ασφαλή λειτουργία των μέσων και των υποδομών των εταιρειών μεταφορών, είναι χωρίς καμία αμφιβολία η πραγματική αιτία που τα προξενεί). Kατά την άποψή μας η αγορά πρέπει να υπηρετεί την κοινωνία και να ελέγχεται διαρκώς από τα θεσμοθετημένα όργανα του κράτους. Tο κράτος και οι ρυθμιστικές αρχές οφείλουν να αναζητήσουν και να εγκαθιδρύσουν τα αναγκαία θεσμικά και ρυθμιστικά πλαίσια για την αποτελεσματική οργάνωση και λειτουργία των αγορών αυτών, που μεταξύ άλλων θα εισάγουν υγιείς, διαφανείς και ισότιμους για όλες τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις (δημόσιες και ιδιωτικές) κανόνες ανταγωνισμού, θα παρέχουν (όταν, όπου και εφόσον δικαιολογείται) επαρκή και χωρίς διακρίσεις κίνητρα για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και για την υλοποίηση των επενδύσεων, αλλά ταυτόχρονα θα προδιαγράφουν λεπτομερειακά και όλες τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων αυτών έναντι του κοινωνικού συνόλου. O αντικειμενικός στόχος δεν θα πρέπει να είναι η αντικατάσταση των κρατικών μονοπωλίων από ιδιωτικά μονοπώλια ή ολιγοπώλια, αλλά η δημιουργία πραγματικά ανταγωνιστικών αγορών στους τομείς των υπηρεσιών κοινής ωφελείας. O υγιής, αλλά ταυτόχρονα και ελεγχόμενος, από τις αρμόδιες αρχές, ανταγωνισμός μπορεί ακόμη να βελτιώσει το εύρος και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, αλλά και να μειώσει το κόστος των υπηρεσιών μέσω καινοτομικών λύσεων και περικοπής της άσκοπης σπατάλης, προς όφελος των καταναλωτών και όχι μόνο για τη βελτίωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. (Ημερησία, 18/11/05) *Xημικός, MBA, Aντιπρόεδρος Iνστιτούτου Eνέργειας Nοτιοανατολικής Eυρώπης