Του Σεραφείμ Κωνσταντινίδη
Η δημοσιονομική εξυγίανση είναι προφανώς σοβαρό θέμα. Σοβαρότερη όμως είναι η κρίση στην πραγματική οικονομία, η οποία, όσο κι αν δεν είναι ορατή τώρα, υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν βρίσκεται μακριά. Βέβαια, είναι μια επιλεκτική κρίση. Δεν αφορά το σύνολο της οικονομίας· δεν βυθίζει απότομα την κατανάλωση, δεν αυξάνει αιφνιδίως τον αριθμό των ανέργων, γι’ αυτό δεν είναι ορατή. Το γενικό επίπεδο κατανάλωσης και ευημερίας φαίνεται ισχυρό επειδή στηρίζεται στην τραπεζική χρηματοδότηση. Συνυπάρχουν θύλακοι γρήγορης ανάπτυξης με νησίδες βαθιάς παρακμής. Μεταξύ των δύο αυτών πόλων κινείται η ελληνική οικονομία. Υπάρχουν επιχειρήσεις με εξαιρετικές επιδόσεις, υψηλή κερδοφορία και εξαγωγές και παράλληλα επιχειρήσεις που δεν μπορούν να καλύψουν στοιχειώδεις υποχρεώσεις. Η οικονομία δύο ταχυτήτων, ενδεχομένως, εκφράζει τη δύσκολη προσαρμογή στις σημερινές ανάγκες, δείχνει όμως και το ουσιαστικό πρόβλημα. Οι «καλές» επιχειρήσεις δεν είναι βέβαιον ότι μπορούν να σηκώσουν τα βάρη που προκαλούν οι «κακές». Ίσως μάλιστα επιβαρύνεται η θέση τους. Στο πλαίσιο αυτό, οι δημοσιονομικές δυσκολίες έχουν διαφορετική ανάγνωση. Η υπέρβασή τους είναι ευκολότερη όταν υπάρχει ανάπτυξη, παρά σε συνθήκες επιβράδυνσης της οικονομίας. Η λεγόμενη φθινοπωρινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ελληνική οικονομία προβλέπει ότι το έλλειμμα του Δημοσίου δεν θα μειωθεί την προσεχή διετία, χωρίς να εκφράζει αισιοδοξία αν και πότε θα μειωθεί κάτω από το όριο του 3%. Άλλωστε, έχει, τελικά, μικρή σημασία αν το έλλειμμα του Δημοσίου είναι 3% ή 5% του ΑΕΠ. Το ουσιαστικό είναι ότι δεν προβλέπει ουσιαστικά δυναμική ανάπτυξης, διατυπώνοντας μιαν αδιόρατη υποψία στασιμότητας. Βεβαίως, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται με ρυθμό υψηλότερο από τον μέσο όρο της Eυρωζώνης, αλλά πίσω από την καθησυχαστική αυτή διαβεβαίωση κρύβεται η απειλητική εκτίμηση πως «η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα θα εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την εσωτερική ζήτηση». Η Επιτροπή σημειώνει ακόμη ότι αναμένεται επιβράδυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης ως αποτέλεσμα της συγκρατημένης αύξησης των μισθών και της απασχόλησης αλλά και των αυξημένων τιμών του πετρελαίου. Ωστόσο, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής, αναμένεται τα επόμενα χρόνια ανάκαμψη των επενδύσεων, η οποία θα στηρίξει την εσωτερική ζήτηση. Η ανάκαμψη αυτή, εκτιμά η Επιτροπή, αναμένεται να προέλθει από τις δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες προβλέπεται να κυμανθούν σε ρυθμούς ανάλογους με αυτούς της αύξησης του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων θεωρείται ο μοναδικός τρόπος για τη συγκράτηση της ανάπτυξης, ενώ ταυτόχρονα, το 2006 αναμένεται αύξηση των εισαγωγών σε επίπεδα ανάλογα με αυτά των προηγούμενων ετών με ρυθμούς αύξησης άνω του 4%. Οι εξαγωγές αναμένεται να αυξάνονται με ρυθμούς άνω του 6% χάρη στην «ευελιξία» που χαρακτηρίζει τον ελληνικό τουρισμό και τη συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων. Πάντως, για το σύνολο της οικονομίας, σύμφωνα με την Επιτροπή, οι μισθοί θα συνεχίσουν να αυξάνονται με ρυθμούς υψηλότερους από την αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά σαφώς μειωμένοι σε σχέση με το 2004. Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι ο συνδυασμός της υψηλής αύξησης των ονομαστικών μισθών, η ισχυρή εσωτερική ζήτηση και η αύξηση των τιμών του πετρελαίου θα οδηγήσουν σε αύξηση του πληθωρισμού φέτος στο 3,5%, για να μειωθεί στο 3% το 2007. Στην κρίσιμη καμπή, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τον πειρασμό να σώσει τον τομέα της οικονομίας που έχει αρνητική πορεία. Αν επιλέξει αυτόν τον δρόμο, το πιθανότερο είναι ότι τα προβλήματα θα μεταδοθούν και στην υγιή και αναπτυσσόμενη οικονομία. Αν ακολουθήσει τον δύσκολο δρόμο να διευκολύνει τις αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις, χρειάζεται ένα άλμα που θα αλλάξει την ατμόσφαιρα. Μια σειρά από τομές και πραγματικές μεταρρυθμίσεις, που συνήθως εξαγγέλλονται αλλά μένουν στη ρητορική. Και η επιλογή αυτή αποτελεί ένα παιχνίδι με τον χρόνο. Η όποια μεταρρύθμιση απαιτεί μερικά χρόνια ώστε να αποδώσει και να δικαιώσει τους εμπνευστές της, και συνήθως η αίσθηση χρόνου των πολιτικών δεν συμπίπτει με τον χρόνο που απαιτεί η οικονομία. (Καθημερινή, 20/11/05)