Του Θ. Σκυλακάκη
Η υπόθεση των αυξήσεων των τιμών του ΟΤΕ για τη σύνδεση στο διαδίκτυο οδήγησε όπως ήταν φυσικό σε αντιδράσεις από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Στην περίπτωση αυτή όμως εκτός από τους «συνήθεις υπόπτους», εκείνους δηλαδή που αντιδρούν σε κάθε αύξηση τιμών δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη, για να ικανοποιήσουν το εκάστοτε «λαϊκό αίσθημα», υπήρξαν αντιδράσεις με μια σοβαρή οικονομική επιχειρηματολογία. Αντιδράσεις που στηρίχθηκαν σε δύο διαπιστώσεις: -Στο γεγονός ότι η Ελλάδα έχει τη χαμηλότερη διείσδυση του διαδικτύου σε σχέση με το επίπεδο ανάπτυξής της από τις χώρες τις ΕΕ. -Στην οικονομική σημασία του διαδικτύου σε μια σύγχρονη χώρα, η οποία δυστυχώς δεν έχει γίνει ακόμα επαρκώς κατανοητή στην Ελλάδα. Μια αναπτυγμένη χώρα που θέλει να διατηρήσει το επίπεδο ζωής της γνωρίζει ότι δεν μπορεί να ανταγωνιστεί πλέον τον Τρίτο Κόσμο παράγοντας φθηνότερα μαζικά γεωργικά ή βιομηχανικά προϊόντα. Από την ώρα που εισάγουμε προϊόντα από χώρες όπως η Κίνα, στις οποίες ο μισθός στις ανεπτυγμένες βιομηχανικές ζώνες που χρησιμοποιούν δυτική τεχνογνωσία είναι μόλις 70-90 Ευρώ το μήνα, η μαζική βιομηχανική παραγωγή σε χώρες όπως η Ελλάδα είναι καταδικασμένη. Οι μόνες μας δυνατότητες για να διατηρήσουμε την ευημερία μας είναι να στραφούμε στην ποιότητα και την καινοτομία και να αυξήσουμε δραστικά την ανταγωνιστικότητά μας στις υπηρεσίες και τα προϊόντα που θα συνεχίσουμε να παράγουμε. Στην προσπάθεια αυτή η σημασία της διείσδυσης του διαδικτύου είναι καταλυτική, αφού η ευχέρεια στη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, η άμεση πρόσβαση στη γνώση και την πληροφορία και η διευκόλυνση της επικοινωνίας, αποτελούν καίριους συντελεστές για την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Ο χρήστης του διαδικτύου, έχει από τη φύση του επαναστατικού αυτού μέσου, συνεχή έμπρακτη εκπαίδευση στη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Έχει επίσης πρόσβαση (ιδίως αν γνωρίζει αγγλικά), σε ένα τεράστιο όγκο πληροφοριών και τεχνογνωσίας, που καλύπτει κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας. Έχει ακόμα στη διάθεσή του ένα ισχυρότατο μέσο προσωπικής επικοινωνίας (ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τηλεφωνία μέσω διαδικτύου, βιντεο-τηλεφωνία μέσω διαδικτύου), με σχεδόν μηδενικό οριακό κόστος. Τέλος, με την καθιέρωση της ηλεκτρονικής υπογραφής έχει ένα πανίσχυρο και ασφαλές μέσο συναλλαγών, τόσο με τον ιδιωτικό τομέα όσο και με το κράτος και τις υπηρεσίες του. Η πραγματικά πολλαπλασιαστική επίδραση στο σύνολο της οικονομίας, δεν επιτυγχάνεται όμως από τους συνήθεις χρήστες του διαδικτύου (νέοι, δυναμικά στρώματα, μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις). Η επαναστατική οικονομική επίπτωση έρχεται όταν το διαδίκτυο σπάζει το φράγμα αυτό και αρχίζει να διεισδύει σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Ακόμα και στους ηλικιωμένους και στις αγροτικές περιοχές. Όταν δηλαδή από το 25%-30%, στο οποίο βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα, γίνεται το άλμα στο 60% (ποσοστό που υπάρχει π.χ. στις Βαλτικές χώρες που βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης από μας). Τότε η ηλεκτρονική εποχή διατρέχει ολόκληρη την κοινωνία και το διαδίκτυο γίνεται πλέον κυρίαρχο μέσο πληροφόρησης και επικοινωνίας. Για να πραγματοποιηθεί το άλμα αυτό, το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό (αν και το κόστος είναι μια σημαντική παράμετρος). Μεγαλύτερη είναι η σημασία της αλλαγής νοοτροπίας και της καθοδήγησης δια του παραδείγματος. Και από αυτή την άποψη οι τοποθετήσεις του ΟΤΕ, λειτούργησαν αρνητικά. Γιατί στέλνουν το μήνυμα στην ελληνική κοινωνία ότι το διαδίκτυο είναι υπόθεση, που αφορά μια μειοψηφία. Ενώ αποτελεί για όλους μας όρο οικονομικής επιβίωσης στο νέο ανταγωνιστικό κόσμο στον οποίο ζούμε. (Εστία, 22/11/05)