Η
επίσκεψη κλιμακίου του ΣΥΡΙΖΑ στα γραφεία της ΔΕΗ την περασμένη Δευτέρα (12/1)
και η παρουσίαση των θέσεων του κόμματος
για τον ενεργειακό τομέα και την αγορά ηλεκτρισμού ειδικότερα, εν όψει
πολυπληθούς ακροατηρίου με επικεφαλής τον πρόεδρο της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ κ. Νίκο
Φωτόπουλο, δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία για το πώς θα αντιμετωπίσει το
ενεργειακό ζήτημα μία κυβέρνηση υπό τον ΣΥΡΙΖΑ. Απώτερος στόχος του ΣΥΡΙΖΑ
είναι η ουσιαστική κατάργηση του λεγόμενου 3ου Ενεργειακού Πακέτου, δηλαδή της βασικής
πολιτικής της Ε.Ε. γύρω από τον τομέα της ενέργειας.
Βασικός πυλώνας ωστόσο των θέσεων που παρουσιάστηκαν
παραμένει η ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων αλλά και η προώθηση αλλαγών στη ΔΕΗ
και την αγορά ηλεκτρισμού που καταργούν την απελευθέρωση της αγοράς και οδηγούν
σε αμφισβήτηση και παραβίαση των βασικών ενεργειακών υποχρεώσεων της χώρας
έναντι όχι απλώς του μνημονίου αλλά έτι περαιτέρω έναντι της επίσημης
κοινοτικής πολιτικής της Ε.Ε..
Σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ, οι νεοφιλελεύθερες
«μεταρρυθμίσεις» που προωθούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο στον τομέα της ενέργειας
στοχεύουν στην πλήρη εμπορευματοποίησή της και άρα το κόμμα είναι κάθετα αντίθετο
με αυτή την πολιτική, όπως και με τη δημιουργία χρηματιστηρίου ενέργειας στη
χώρα μας, καθώς και με την προωθούμενη «Νέα Οργάνωση Αγοράς Ηλεκτρισμού (ΝΟΜΕ)».
Ακόμη, ο ΣΥΡΙΖΑ αποβλέπει στην «εγκαθίδρυση του
δικαιώματος καθολικής πρόσβασης στο κοινωνικό αγαθό της ενέργειας ώστε να
υπάρξει ανακούφιση των ολοένα διευρυνόμενων κοινωνικών στρωμάτων που πλήττονται
από την ενεργειακή φτώχεια». Δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύεται στην παροχή εντελώς
«δωρεάν» ηλεκτρικής ενέργειας για ένα πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού,
αδιαφορώντας από πού θα προέλθουν τα έσοδα για την λειτουργία της ΔΕΗ και του
ηλεκτρικού συστήματος γενικότερα. Προς αυτή την κατεύθυνση οι ιθύνοντες του
κόμματος υπόσχονται ότι μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ
θα μειώσει το κόστος άρα και την τιμή
της ηλεκτρικής ενέργειας μέσω κυρίως της παραγωγής ενέργειας από την Δημόσια
ΔΕΗ και χρησιμοποιώντας τους εγχώριους πόρους και παρεμβαίνοντας στο μέρος
εκείνο του κόστους (70%) που δεν σχετίζεται με την παραγωγή ενέργειας και δεν
ελέγχεται από τη ΔΕΗ (επιδοτήσεις σε ιδιώτες, υπερβολικοί φόροι κτλ. .
Αλλά και στον κλάδο της Έρευνας και Εκμετάλλευσης
υδρογονανθράκων, βάση των θέσεων που είχε παρουσιάσει ο τομεάρχης ενέργειας του
ΣΥΡΙΖΑ βουλευτής Αθ. Πετράκος στο πρόσφατο συνέδριο του ΙΕΝΕ(11/11/2014), επιδιώκεται
η πλήρης ανατροπή του ακολουθούμενου σήμερα μοντέλου αξιοποίησης κοιτασμάτων.
Σύμφωνα με τον κ. Πετράκο οι συμβάσεις με τις εταιρείες που υπογράφησαν τον
περασμένο Μάιο για την παραχώρηση εκτάσεων προς έρευνα στη Δυτική Ελλάδα- και
οι οποίες εν συνεχεία επικυρώθηκαν από την Βουλή τον Σεπτέμβριο του 2014- όσο
και ο υπό εξέλιξη διεθνής διαγωνισμός (2
nd
International Round) αποβλέπουν σε υπερκέρδη πολυεθνικών και άρα θα πρέπει να
ακυρωθούν. Μία περίεργη θέση με δεδομένο ότι, στις εν λόγω παραχωρήσεις δεν
συμμετέχουν πολυεθνικές και δεύτερον, ενώ ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι
πρέπει οπωσδήποτε η χώρα να αναπτύξει και να αξιοποιήσει τα κοιτάσματα που
διαθέτει. Κάτι τέτοιο ασφαλώς και δεν μπορεί να επιτευχθεί με την δια νόμου
κατάργηση υπογραφεισών συμβάσεων με Ευρωπαϊκή ισχύ και τον αρνητικό αντίκτυπο
που θα έχει αυτό στην διεθνή αγορά.
Όπως τελείως αρνητικές, αν όχι καταστροφικές για
την οικονομία θα είναι οι επιπτώσεις από την
ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων και την
σταδιακή ανάκτηση της
δημόσιας ιδιοκτησίας που επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ
των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων –
πυλώνων του κλάδου της ενέργειας [ΔΕΗ (ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ), ΕΛΠΕ, ΔΕΠΑ, ΔΕΣΦΑ, ΕΠΑ]-που σύμφωνα με το
μανιφέστο του κόμματος
αποτελεί αναγκαία συνθήκη και βασικό στοιχείο του προγραμματισμού του
για την παραγωγική
ανάταξη.
Πέρα από την απλοϊκότητα και πλήρη ανωριμότητα της
προσέγγισης του ΣΥΡΙΖΑ στα σύνθετα ενεργειακά θέματα της εποχής μας, οι θέσεις
του καταδεικνύουν μία πλήρη άγνοια και περιφρόνηση για την λειτουργία της
Ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς ενέργειας η οποία όμως αποτελεί βασικό πυλώνα της
οικονομικής και εμπορικής λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Η επιδιωκόμενη από
τον ΣΥΡΙΖΑ συνειδητή μη συμμόρφωση της Ελλάδας με τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες, τόσο
στην αγορά ηλεκτρισμού όσο και φυσικού αερίου, ισοδυναμούν με καταγγελία της
πράξης προσχώρησης του 1981 της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και των διάφορων
συνθηκών και συμβάσεων που ακολούθησαν (Μάαστριχτ 1991 και Λισαβόνα 2007).
Και όλα αυτά από ένα κόμμα που υποστηρίζει μετά
παρρησίας ότι θέλει η χώρα να παραμείνει στο Ευρώ και άρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όμως η ακολουθούμενη πολιτική και οι συνεχείς δηλώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ περί
επαναδιαπραγμάτευσης των όρων δανεισμού της Ελλάδας- κάτι που όμως είναι
πρακτικώς αδύνατο εκτός του ισχύοντος σήμερα πλαισίου του Μνημονίου, το οποίο
όμως δεν αποδέχονται οι ινστρούκτορες της Κουμουνδούρου- και τώρα η εξειδίκευση
των προθέσεων τους περί μη σεβασμού των Ευρωπαϊκών Συνθηκών, στον πολίτη που
μπορεί να διαβάζει και όχι να ονειροπολεί, σημαίνουν ένα και μόνο πράγμα. Την
ειλημμένη απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ περί αποχώρησης της Ελλάδας όχι μόνο από το Ευρώ
αλλά και από την Ευρωπαϊκή Ένωση.