Του Γ. Κ. Στεφανάκη
Ι. Υπό τον ηχηρό τίτλο του νόμου « ... περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου της χώρας ...» ήδη την 17.8.1964 εισήχθη ρύθμιση προς καταπολέμηση της διαφθοράς στο δημόσιο. Η εισηγητική έκθεση είναι αφελώς χαριτωμένη. Διατυπούται εκεί ότι « ... εις την Ελλάδα, τόσον οι δημόσιοι άνδρες, καθώς και το Σώμα της Διοικήσεως κοσμούνται από αρετήν ...». Ακόμη κηρύσσεται η νομοθετική προσδοκία ότι πλέον θα εξοβελισθούν και «... αι σπάνιαι περιπτώσεις αθέμιτου πλουτισμού ...». Η ρύθμιση υπήρξε άρτια. Ισχύει εισέτι!! Εν τούτοις σήμερα, σαράντα χρόνια αργότερα, το ερώτημα αν έχει επιτευχθεί εξυγίανση του κρατικού μηχανισμού, προσκρούει εσωτερικώς μεν στην γενική θυμηδία, εξωτερικώς δε σε στοιχεία ότι η Ελλάς συγκαταλέγεται στις πλέον διεφθαρμένες χώρες της υδρογείου. Το ζήτημα εμφανίζεται παράδοξο. Η διαφθορά θεριεύει ενώ συνυπάρχει προς τον για την καταπολέμησή της νόμο (!!!). Του φαινομένου επιχειρείται η εξήγηση, αναφορικά προς το τεταγμένο για την προάσπιση της ευνομίας ανθρώπινο δυναμικό. ΙΙ. Είναι από ετών σαφές ότι ουδέν ιδεολόγημα εφαρμόζεται ως εδιδάχθη. Άρα η θεωρία περί πολιτικής δεν είναι και η πολιτική πράξη. Ασκούμεθα πολιτικώς δια της εμπειρίας. Αλλ’ η εμπειρία αυτή κτάται με την θητεία στο κοινωνικώς γίγνεσθαι. Δηλαδή με την άσκηση επαγγέλματος. Σήμερα - εν πολλοίς - οι νέοι πολιτικοί εισέρχονται στον αντίστοιχο στίβο προς επαγγελματική αποκατάσταση, ως επίγονοι –απλώς– παλαιοτέρων. Ετσι όμως στερούνται των εφοδίων κοινωνικής εμπειρίας προς επιτέλεση της αποστολής τους. Υπό την ενεστώσα, λοιπόν, διαμόρφωση των πραγμάτων, η κοινοβουλευτική δραστηριότητα έχει προσλάβει έντονα συντεχνικό χαρακτήρα διαρκούς επιδίωξης ωφελημάτων των βουλευτών προς αλλήλους και προς τα κόμματα. Φαινόμενο των καιρών είναι και ότι το ελληνικό κοινοβούλιο αναλογικώς αποτελεί από τα δαπανηρότερα, αν όχι και το δαπανηρότερο, στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ολοι, κατά κανόνα, οι βουλευτές μετέρχονται την ίδια ξύλινη γλώσσα. Αντιπαρέρχονται, δηλαδή, την ουσία των ζητημάτων και υπεκφεύγουν με την αοριστία της συνθηματολογίας. Δεν μάχονται για να είναι χρήσιμοι, αγωνίζονται για να επανεκλεγούν, οδηγούμενοι από τις δημοσκοπήσεις. ΙΙΙ. Την άνοδο των κομμάτων στην εξουσία ακολουθεί ο εσμός των παραγόντων. Και επιβάλλεται να διερευνηθεί τί είναι δυνατόν να επιζητεί, κατά κανόνα, ο πολίτης ο οποίος σε ηλικία παραγωγική είναι έτοιμος να ενταχθεί στο κράτος με χρονικό ορίζοντα περιορισμένο, ήτοι αντίστοιχο προς την θητεία του κόμματός του στην εξουσία. Πλην εξαιρέσεων θα στερείται σταθερής εργασίας και αντιστοίχων υποχρεώσεων. Εξ άλλου το πλήθος των ποικιλώνυμων θέσεων που τα κόμματα δημιουργούν στο δημόσιο προς τακτοποίηση των «ημετέρων» δεν προσφέρουν προοπτική ευρύτερης διάκρισης. Αρα οι ξημεροβραδιαζόμενοι στα κομματικά γραφεία προς απόκτηση τέτοιων θέσεων ένα και μόνο εξ ορισμού σκοπό δυνατόν να επιδιώκουν. Την προσωπική οικονομική αποκατάστασή τους για το σήμερα, ει δυνατόν και για το υπόλοιπο του βίου τους. Συντρέχουν επομένως, στην περίπτωση των μετακλητών αυτών λειτουργών, όλες οι εξ αντικειμένου προϋποθέσεις προς δημιουργία ενόχων δεσμών διαπλοκής. IV. Ακολουθεί η κατηγορία των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων. Η Ελλάς συνετάχθη ως κράτος κυρίως κατά το πρότυπο της Γαλλίας. Εκεί ιστορικώς το σώμα των κρατικών λειτουργών υπήρξε περιβεβλημένο με ιδιαίτερο κύρος. Κάποτε και η ελληνική δημοσιοϋπαλληλία απολάμβανε, σ’ ένα βαθμό, αντιστοίχου κύρους. Εν τούτοις σήμερα υπό συνθήκες κυριαρχίας του υλικού ευδαιμονισμού αντί θυσίας του ηθικού χρέους, το κύρος της διοίκησης έχει εκθεμελιωθεί. Και στο αποτέλεσμα αυτό καιρίως έχει συμβάλει η αδυναμία των απείρων κυβερνητών όπως ασκήσουν πολιτική επιτήρηση, αν ήθελε υποτεθεί ότι είχαν τέτοια διάθεση. Επίσης όμως –κυριώτατα– και η εκμαυλιστική διάβρωση των περιωνύμων μετακλητών παραγόντων οι οποίοι κατά την θεραπεία ενόχων στόχων τους ανέκαθεν αναζητούν συνενόχους. Όχι –βεβαίως– μάρτυρες. V. Υπό τα σκιαγραφηθέντα το συμπέρασμα αναδεικνύεται αφ’ εαυτού. Δεν είναι οι ρυθμίσεις που λείπουν για να παταχθεί η διαφθορά. Απαιτείται απλώς εφαρμογή των κειμένων νόμων. Αλλ’ αυτό θα συμβεί μόνον εάν πολίτες με αίσθημα ευθύνης κυριαρχήσουν του δημοσίου βίου. Πολίτες έτοιμοι να συγκρουσθούν προς την διαπλοκή. Έτοιμοι εάν αποτύχουν να πάνε σπίτι τους. Όχι ικέτες διατήρησης θέσεων μεγάλων ή μικρών. Εάν αυτό δεν συμβεί η διαφθορά ρηματικά θα εξορκίζεται και πράγματι θα θεριεύει; Από την Εστία 13/12/2005