Ο Αριστοτέλης ή
Τέλης Μυστακίδης είναι ο δεύτερος πλουσιότερος Έλληνας στη φετινή λίστα Forbes,
ωστόσο είναι ελάχιστα γνωστός στην Ελλάδα σε σύγκριση με τον πρώτο, τον εφοπλιστή
Σπύρο Λάτση, και τον τρίτο, τον Φίλιππο Νιάρχο, επίσης εφοπλιστή.
Ο Τέλης
Μυστακίδης είναι ένας από τους διευθυντές του παγκόσμιου κολοσσού διακίνησης
µεταλλευµάτων και άλλων πρώτων υλών, Glencore, η οποία έχει την έδρα της στο
χωριό Μπάαρ κοντά στη Λουκέρνη της Ελβετίας και διατηρεί παρουσία σε 40 χώρες
και προσωπικό που συνολικά ξεπερνά τα 53.000 παγκοσμίως. Ο ίδιος κατέχει
το 3% της εταιρείας και εκτιμάται ότι είναι ο πέμπτος μεγαλύτερος μέτοχός της.
Η μετοχή της εταιρείας, από το 2011 που ξεκίνησε να διαπραγματεύεται στο
χρηματιστήριο του Λονδίνου, έχει υποχωρήσει μέχρι σήμερα περίπου 45%, εξέλιξη
που αποδίδεται κυρίως στην υποχώρηση της τιμής των βασικών αγαθών που παράγει
ή/και εμπορεύεται η Glencore (μέταλλα, καύσιμα, αγροτικά προϊόντα κ.ά.).
Ο Μυστακίδης είναι
γεννημένος στη Ρώμη όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως επιστημονικός σύμβουλος του
Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, στο πρόγραμμα για την καταπολέμηση του υποσιτισμού
(FAO), και στη συνέχεια μετακόμισε με την οικογένειά του στη Βρετανία και
σπούδασε στο London School ofEconomics.
Εργάστηκε στο
τμήμα επενδύσεων της εταιρείας αγοράς παραγώγων Cargill, όπου τον εντόπισε ο Μαρκ
Ριτς, και του πρόσφερε τη θέση του επικεφαλής του τμήματος επενδύσεων σε
μέταλλα το 1993 στην εταιρεία τουMarc Rich & Co., όπως αναφέρει
το reporter.gr
Ο ίδιος, 53
χρονών σήμερα, διατηρεί χαμηλούς τόνους στην προσωπική του ζωή και το μοναδικό
γνωστό γι' αυτόν είναι ότι λατρεύει τα γρήγορα πολυτελή σπορ αυτοκίνητα. Είναι παντρεμένος,
έχει ένα παιδί και ο χρόνος του μοιράζεται ανάμεσα στην κατοικία του στο Μπάαρ
της Ελβετίας, όπου βρίσκονται και τα κεντρικά γραφεία της Glencore, και στο
προσωπικό του γραφείο στην Place de la Madeleine στο Παρίσι.
Στον φετινό
κατάλογο του περιοδικού Forbes, στον οποίο περιλαμβάνονται 1.826
δισεκατομμυριούχοι απ' όλο τον κόσμο, ο Μυστακίδης βρίσκεται στη θέση 527, με
περιουσία 2,7 δισ. δολάρια, ενώ στη θέση 412 βρίσκεται το όνομα του εφοπλιστή Σπύρου
Λάτση, ο οποίος πέρυσι βρισκόταν στη θέση 464, καθώς αύξησε την περιουσία του
στα 3,3 δισ. δολάρια. Τρίτος πλουσιότερος Έλληνας είναι, ο Φίλιππος Νιάρχος,
στη θέση 554 (και περιουσία 2,6 δισ. δολάρια).
Ο Τέλης Μυστακίδης, παρόλο που έχει βρετανική υπηκοότητα,
αισθάνεται και δηλώνει Έλληνας. Περνάει αρκετό χρόνο στην Ελλάδα και είναι
τακτικός θαμώνας της Μυκόνου τα καλοκαίρια. Επίσης, σύμφωνα με την εφημερίδα «Καθημερινή»,
διατηρεί τουλάχιστον τρεις οικίες στην Ελλάδα, εκ των οποίων δύο στη
Θεσσαλονίκη και μία εξοχική στο Πευκοχώρι Χαλκιδικής. Μόνον η εξοχική του
κατοικία, που βρίσκεται σε ιδιόκτητη έκταση 35 στρεμμάτων, φημολογείται ότι
κόστισε περίπου 18 εκατ. ευρώ. Τα δύο διαμερίσματα στη Θεσσαλονίκη τα διατηρεί
λόγω της μητέρας του Ζωίτσας, που ζει στη συμπρωτεύουσα.
Ο ίδιος ωστόσο υπογράμμισε την ελληνική του καταγωγή,
μπαίνοντας στην τελευταία αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου στην Εθνική Τράπεζα.
Παρόλο που φίλοι και γνωστοί του τον είχαν προειδοποιήσει για το ρίσκο της
επένδυσης, ο Τέλης Μυστακίδης, κατόπιν και της παρότρυνσής του από τον τέως
πρωθυπουργό Αντ. Σαμαρά, μπήκε στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου αποκτώντας
μετοχές ΕΤΕ αξίας 50 εκατ. ευρώ.
Πιο πίσω στον χρόνο, ο κ. Μυστακίδης είχε ενδιαφερθεί και
για μπίζνες της Glencore στην Ελλάδα. Στόχος τους αποτέλεσε η ΛΑΡΚΟ για την
οποία η Glencore ήταν και παραμένει ο μεγαλύτερος πελάτης της ελληνικής
εταιρείας. Οι όροι ωστόσο που είχε θέσει τότε η Glencore δεν ικανοποιήθηκαν και
γι’ αυτό το σχέδιο εγκαταλείφθηκε.
Ποια είναι η Glencore
Η ιστορία της εταιρείας ξεκινά το 1974, όταν ο εβραϊκής
καταγωγής επιχειρηµατίας, Μαρκ Ριτς, ίδρυσε την τότε Marc Rich & Co., µέσω
της οποίας έκανε αγοραπωλησίες πρώτων υλών. Η ευφυΐα του και οι διευρυµένες
σχέσεις του µε τα καθεστώτα της Μέσης Ανατολής τον κατέστησαν προνοµιακό παίκτη
στην αγορά του «µαύρου χρυσού» στα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Το 1983 οι αµερικανικές
Αρχές τον κατηγόρησαν ότι είχε σπάσει το εµπάργκο πώλησης του ιρανικού πετρελαίου
και του απηύθυναν κατηγορίες για φοροδιαφυγή. Ο Ριτς υποχρεώθηκε να
εγκαταλείψει τις Ηνωµένες Πολιτείες και να "εξοριστεί" στην Ελβετία,
παρότι πάντα υποστήριζε ότι είναι αθώος.
Έμεινε στην Ελβετία για 17 χρόνια, μέχρι οι πιέσεις του
εβραϊκού λόµπι και μια γενναία δωρεά της αµερικανίδας συζύγου του στο Ιδρυµα
Κλίντον να ωθήσουν τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, να τον απαλλάξει από
τις κατηγορίες.
Ωστόσο, στη συνέχεια, μια σειρά από ατυχείς επιλογές
υποχρέωσαν τον Ριτς να πουλήσει την εταιρεία του στα στελέχη του, δηλάδή στον
ελληνικής καταγωγής γεννημένο στη Ρώμη Τέλη Μυστακίδη, τον Νοτιοαφρικανό Ιβάν
Γκλάσενμπερκ, τον Βρετανό Σάιμον Μάρεϊ, τον Αμερικανό Τορ Πίτερσον και τον
Ισπανό Ντανιέλ Ματέ Μπαδένες. Αυτοί έγιναν οι νέοι μέτοχοι της εταιρείας, την
οποία μετονόμασαν σε Glencore.
Στη συνέχεια, μοιράστηκαν ρόλους και ευθύνες στο
αντικείμενο της εμπορίας πρώτων υλών, με τον Μυστακίδη να αναλαμβάνει
επικεφαλής του τομέα των βιομηχανικών μετάλλων (χαλκός, ψευδάργυρος κ.λπ.).
Η εταιρεία ελέγχει σήμερα ένα αναλογικά τεράστιο τμήμα
των διεθνών συναλλαγών επί ενεργειακών προϊόντων παράλληλα με ένα τεράστιο
δίκτυο εταιρειών που παράγουν τις σχετικές πρώτες ύλες. Εχει παρουσία στην
πρωτογενή αγορά (μέταλλα, ορυχεία, ενέργεια, δημητριακά, ακόμα και στην αγορά
ηλεκτρισμού και υδάτων) σε Ασία, Αυστραλία, Αμερική, Μέση Ανατολή και Ευρώπη.
Η ομάδα κατόρθωσε να ελέγχει το 3% των καθημερινών
παγκόσμιων συναλλαγών σε συμβόλαια πετρελαίου, φυσικού αερίου και άλλων πρώτων
υλών.
Η εισαγωγή της στα χρηματιστήρια του Λονδίνου και του
Χονγκ Κονγκ το 2010 έφερε στο προσκήνιο και την ίδια όσο και τους διευθυντές
της, οι οποίοι έγιναν πολυεκατομμυριούχοι.
Παρότι η Glencore είναι μεγαλύτερη από άλλους ελβετικούς
κολοσσούς όπως η UBS, η Nestlé και η Novartis, το όνομά της παραμένει σχετικά
άγνωστο, όχι όχι µόνο λόγω του αντικειµένου των εργασιών της αλλά και λόγω του
τρόπου λειτουργίας της.
Η εταιρεία αποτελεί στην ουσία ιδιωτική κοινοπραξία των
500 µεγαλοστελεχών της, τα οποία µοιράζονται τα κέρδη µε βάση ένα πρόγραµµα
κινήτρων που στηρίζεται στις αποδόσεις τους. Η εταιρεία διαθέτει ένα δίκτυο από
περίπου 2.000 πολύ καλά εκπαιδευµένους µάνατζερ που γυρίζουν τον κόσµο για να
κλείσουν συµφωνίες και να αγοράσουν πρώτες ύλες (πηγή: reporter.gr).