Του Ευθ. Π. Πέτρου
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που κάποιοι αναλυτές διετύπωναν την πρόβλεψη, ότι «ο επόμενος πόλεμος θα γίνη για το νερό». Ότι δηλαδή, η έλλειψις αυτού του βασικού αγαθού θα εξωθούσε σε καταστάσεις ρήξεως που θα μπορούσαν να εξελιχθούν ακόμη και σε πολεμικές αναμετρήσεις. Η θεωρία αυτή, διεψεύσθη, ως ανεμένετο, αφού προβλήματα λειψυδρίας, αντιμετωπίζονται με τεχνολογικά μέσα. Και εάν κάποια χώρα δεν έχει τα μέσα να αντιμετωπίση τέτοια προβλήματα, πολύ περισσότερο δεν έχει τα μέσα να αναλάβη το βάρος πολεμικών επιχειρήσεων. Εναντίον τίνος άλλωστε; Η πραγματικότης είναι, ότι στην εποχή μας οι πόλεμοι γίνονται «για την ενέργεια». Προκειμένου δηλαδή να εξασφαλισθή αδιατάρακτος πρόσβασις σε πηγές ενεργειακού πλούτου. Για όσο τουλάχιστον, αυτός θα είναι διαθέσιμος… Στην σημερινή εποχή που το βιομηχανικό οικοδόμημα του ανεπτυγμένου κόσμου βασίζεται στο πετρέλαιο, η ανισορροπία η οποία ευκόλως οδηγεί σε τριβές και συγκρούσεις είναι προφανής. Η βόρειος Αμερική, η Ευρώπη και οι βιομηχανικές χώρες της Άπω Ανατολής (στις οποίες προστίθεται πλέον και η Κίνα) έχουν ανάγκη συνεχούς ροής πετρελαίου, το οποίο σε πολύ μεγάλο ποσοστό ελέγχεται από τις κάθε άλλο παρά ανεπτυγμένες χώρες της Μέσης Ανατολής και του συμπλέγματος Ινδονησίας - Ινδοκίνας. Στην γεωπολιτική σκακιέρα βεβαίως, σημαντική θέση κατέχει η Ρωσία με τα τεράστια (αν και δαπανηρά στην εκμετάλλευσή τους) αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, η οποία όμως είναι βιομηχανική χώρα, δηλαδή ταυτόχρονα παραγωγός και καταναλωτής. Τα αμερικανικά αποθέματα πετρελαίου, εξ άλλου, δεν αποτελούν μέχρι στιγμής παράγοντα επιρροής, μια και δεν «πέφτουν» στο παιχνίδι της διεθνούς πολιτικής, αλλά διατηρούνται για το μέλλον. Για την ώρα οι ΗΠΑ παραμένουν καταναλωτής που απορροφά μεγάλο μέρος των αραβικών πετρελαίων. Προτιμούν μάλιστα να πληρώνουν δεκάδες δολλαρίων ανά βαρέλι, παρά να αυξήσουν την παραγωγή του δικού τους πετρελαίου (μειώνοντας έτσι αυτό που θεωρούν «στρατηγικό απόθεμα»). Αυτό βεβαίως σημαίνει ότι έχουν κάνει την εκτίμηση πως μια μέρα η αξία αυτών των αποθεμάτων θα πολλαπλασιασθή. Και λέγοντας η αξία δεν εννοούμε «τιμή πωλήσεως», αφού όταν έλθη η ημέρα της εξαντλήσεως των αποθεμάτων των παραδοσιακών πηγών, η κατοχή πηγών πετρελαίου θα είναι ανεκτίμητος πόρος για ιδία βιομηχανική και άλλη χρήση. Ένας πόλεμος για τον έλεγχο τέτοιων αποθεμάτων, θα είναι ασφαλώς πολύ μεγαλυτέρας εντάσεως από πολέμους σαν αυτούς στο Κουβέιτ και στο Ιράκ, τους οποίους είδαμε μέχρι σήμερα ως «πολέμους του πετρελαίου». Και μπορεί οι πόλεμοι αυτοί να προκαλούν την αντίδραση κύκλων των δυτικών κοινωνιών, όμως υπό κάποιαν έννοια ουδόλως διαφέρουν από πολέμους για την υπεράσπιση εθνικών συνόρων. Είναι πόλεμοι για την υπεράσπιση εθνικών συμφερόντων. Και συγκεκριμένα των συμφερόντων των βιομηχανικών χωρών για πρόσβαση στιν απαραίτητες για την ευημερία τους πηγές ενεργείας. Έχει δε και η δική μας χώρα συμφέροντα που διακυβεύονται στην διαμάχη αυτή. Διότι η τεράστια ναυτιλία μας είναι από τους βασικούς μεταφορείς του πετρελαίου. Είναι λοιπόν βασικό ζήτημα και για την εθνική μας οικονομία η διατήρησις της ομαλής ροής πετρελαίου προς τις βιομηχανικές δυτικές χώρες. Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω, αποκτά διαφορετικές διαστάσεις και η προσέγγισις ζητημάτων, όπως αυτό του Ιράν. Το οποίο αναπτύσσει πυρηνικό πρόγραμμα, παρά την υπερεπάρκεια πετρελαίου που έχει σήμερα. Αν λοιπόν δεν υπήρχε η δυσπιστία προς το ακραίο ισλαμιστικό καθεστώς της χώρας αυτής, η προσέγγισις του θέματος του πυρηνικού της προγράμματος και από την Δύση θα ήταν τελείως διαφορετική. Υπάρχουν λοιπόν πολλά ζητήματα, που ίσως να φαίνονται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, αν τα δούμε επιφανειακά, αλλά τα οποία στο βάθος τους συνθέτουν το πολύπλοκο πρόβλημα των ενεργειακών πηγών και αναγκών μας. Κι όλα αυτά, χωρίς να αναφερθούμε κατά το ελάχιστο στο αύριο και στην πραγματικότητα ότι μια μέρα θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το μέλλον μας χωρίς την σημερινή επάρκεια πετρελαίου, έστω και ακριβού. Χρειάζονται εκατομμύρια χρόνια για να δημιουργηθή πετρέλαιο στο υπέδαφος και φαίνεται ότι ένας περίπου αιώνας θα είναι αρκετός για να εξαντλήσουμε τις εκμεταλλεύσιμες ποσότητές του. (Εστία 12/1/2006)