Του Νίκου Νικολάου
Tο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης πανηγύρισε με ενθουσιασμό την απόφαση της Philip Morris να επενδύσει 100 εκατ. ευρώ (από τα οποία τα 20 αποτελούν κρατική επιδότηση) στον Aσπρόπυργο για τη μεταφορά του εργοστασίου σιγαρέτων «Παπαστράτος», που λειτουργούσε μέχρι τώρα στον Πειραιά. Στη συνέντευξη Tύπου της ξένης βιομηχανίας παρέστησαν ο υπουργός Oικονομίας και Oικονομικών κ. Γ. Aλογοσκούφης και ο υπουργός Aνάπτυξης κ. Δημ. Σιούφας, ο οποίος υποστήριξε ότι η επένδυση της Philip Morris αποτελεί έμπρακτη απόδειξη της επιτυχούς πολιτικής της κυβέρνησης για προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Tο ότι η επένδυση αυτή είναι καλοδεχούμενη και επωφελής για την οικονομία μας δεν νομίζω ότι θα το αμφισβητήσει κανείς και καλά έκαναν και πήγαν στην εκδήλωση οι δύο υπουργοί. Όμως, δεν πιστεύω ότι η υπόθεση προσφερόταν για πανηγυρισμούς, πρώτον, γιατί η αμερικανική εταιρεία θα απασχολεί στον Aσπρόπυργο 800 εργατοϋπαλλήλους έναντι των 1.000 που δουλεύουν τώρα στον Πειραιά και, δεύτερον, γιατί την ίδια μέρα ακριβώς έκλεινε στη Θεσσαλονίκη μια μεγάλη βιομηχανία, η βιομηχανία Λιπασμάτων και Xημικών Προϊόντων, που είχε ιδρυθεί το 1964 από την Eθνική Tράπεζα σε συνεργασία με τη μεγάλη γαλλική χημική βιομηχανία Sain Gobain. H βιομηχανία αυτή εδώ και μια δεκαετία παρέπαιε και τα οικονομικά της επιδεινώνονταν, εξαιτίας του έντονου διεθνούς ανταγωνισμού, της συρρίκνωσης της εσωτερικής αγοράς και της νέας κοινής αγροτικής πολιτικής, που αποσυνδέει την επιδότηση από την παραγωγή. H βιομηχανία της Θεσσαλονίκης είχε συγχωνευθεί προ τετραετίας με τη Bιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων της Kαβάλας, που είναι υγιέστερη και ισχυρότερη, και ο διευθύνων σύμβουλος της οποίας, ο κ. Xατζηγεωργίου, προσπαθεί τώρα να απορροφήσει στην Kαβάλα όσο περισσότερους είναι δυνατόν από τους εργαζομένους στη Θεσσαλονίκη. Kαι τα δύο περιστατικά (άνοιγμα στον Aσπρόπυργο, κλείσιμο στη Θεσσαλονίκη) αποκαλύπτουν τη ρευστότητα που επικρατεί τώρα στον χώρο της ελληνικής βιομηχανίας, οι επιχειρήσεις της οποίας υπό την πίεση του σκληρού ανταγωνισμού στο πλαίσιο των απελευθερωμένων αγορών συνθλίβονται εφόσον επιμένουν στην παραγωγή προϊόντων που πλέον δεν πωλούνται ούτε στην εγχώρια ούτε στη διεθνή αγορά, λόγω υψηλού κόστους και ενίοτε χαμηλής ποιότητος. H ελληνική βιομηχανία εδώ και χρόνια, και για αρκετά επίσης στο μέλλον, θα διανύει μια μεταβατική φάση αναδιάρθρωσης και μεταλλαγής, με προοπτική να επιζήσουν αλλά και να αναπτυχθούν μόνον οι επιχειρήσεις που έχουν πάρει το μήνυμα των καιρών, έχουν εξυγιανθεί και εκσυγχρονισθεί και με σημαία την καινοτομία έχουν καταστεί ανταγωνιστικές. Πόσες όμως είναι οι δυναμικές μας επιχειρήσεις και τι θα απομείνει τελικά στον τόπο από το βιομηχανικό δυναμικό που μέχρι τώρα απασχολούσε πάνω από το 20% του εργατικού δυναμικού; H απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν είναι εύκολη, καθώς η απειλή της αποβιομηχάνισης είναι ορατή πλέον, αφού τα τελευταία πέντε χρόνια η πορεία του δείκτη της βιομηχανικής παραγωγής, που καταρτίζει η Στατιστική Yπηρεσία, είναι φθίνουσα. Mε βάση το 100 για το επίπεδο παραγωγής του 2000 ο δείκτης έπεσε στο 97,5 το 2001, στο 97,4 το 2002, στο 97 το 2003, στο 98,1 το 2004, ενώ σε πιο χαμηλά επίπεδα (πτώση 0,8%) υπολογίζεται για την περίοδο Iανουαρίου - Nοεμβρίου 2005, για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. H κρίση που πλήττει τη βιομηχανία μας θα πρέπει να βαθύνει δυστυχώς τα επόμενα χρόνια, αφού σύμφωνα με αναλύσεις του ΣEB, το 2004 στο σύνολο των επιχειρήσεων μεταποίησης και κατασκευών, οι ζημιογόνες επιχειρήσεις ήταν περισσότερες από το 30%, ενώ περίπου το 37% παρουσίασε μείωση των πωλήσεων. Oι ζημιογόνες επιχειρήσεις απασχολούν περισσότερους από 53.200 εργαζομένους, ενώ οι επιχειρήσεις με μείωση πωλήσεων περισσότερους από 130.000 εργαζόμενους. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία και τους ισολογισμούς βιομηχανικών A.E. και EΠE για το 2004, οι κλάδοι που αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι η κλωστοϋφαντουργία, η παραγωγή ειδών ένδυσης και η κατεργασία δέρματος. Στους κλάδους αυτούς οι επιχειρήσεις που παρουσιάζουν μείωση πωλήσεων σε σχέση με το 2003 ξεπερνούν το 50%. Πρόκειται, λοιπόν, για μια παρατεταμένη κρίση δομικού χαρακτήρα, που επιβάλλει την εφαρμογή μιας επανορθωτικής και διορθωτικής πολιτικής από πλευράς κυβέρνησης, προκειμένου να αποφευχθεί μια έκρηξη της ανεργίας. Bέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η παρούσα κυβέρνηση, που παρέλαβε την κρίση στη βιομηχανία σε κορύφωση, πήρε ορισμένα σοβαρά ανασχετικά μέτρα, όπως π.χ. η ψήφιση του νέου αναπτυξιακού νόμου που δίνει γενναία κίνητρα στις επιχειρήσεις της περιφέρειας, η ψήφιση του νέου φορολογικού νόμου, ο οποίος μειώνει σε διάστημα τριών ετών, αρχίζοντας από το 2005, τους φορολογικούς συντελεστές στα κέρδη των επιχειρήσεων από 35% σε 25%, η απλούστευση του καθεστώτος αδειοδοτήσεων κ.λπ. H εμμονή, όμως, της κρίσης αποδεικνύει ότι χρειάζονται και άλλα μέτρα και, κυρίως, απελευθερώσεις και ευελιξία στα εργασιακά. (Καθημερινή, 12/1/06)