Tης Mανίνας Nτάνου
Την ώρα που ολόκληρος ο πλανήτης αναζητεί τρόπους να κάμψει τις επιπτώσεις του φαινομένου του θερμοκηπίου μειώνοντας τις εκπομπές αερίων και βρίσκοντας εναλλακτικές μορφές παραγωγής ενέργειας, η Ελλάδα γι’ άλλη μια φορά παρουσιάζεται χρόνια πίσω όσον αφορά την πολιτική της για το θέμα. Οι πρωτοποριακές προτάσεις που παρουσίασε το υπουργείο Ανάπτυξης τον περασμένο Απρίλιο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) που καταδείκνυαν τη βούληση της κυβέρνησης να πάει ένα βήμα μπροστά, είχαν άδοξο τέλος... Το νέο νομοσχέδιο για τις ΑΠΕ που δόθηκε την περασμένη εβδομάδα σε δημόσια διαβούλευση όχι μόνο δεν δίνει κίνητρα για την «επιθετική προώθησή τους», όπως υποσχόταν η κυβέρνηση προεκλογικά και προδιέγραφε το αρχικό σχέδιο νόμου του Απριλίου, αλλά φτάνει στο σημείο να ζητάει ακόμα κι από τους ιδιώτες να ενημερώνουν τον ίδιο τον υπουργό Ανάπτυξης αν θελήσουν να εγκαταστήσουν ένα μόνο πάνελ φωτοβολταϊκών για ιδία χρήση στο σπίτι τους! Τι κι αν το ίδιο το υπουργείο Ανάπτυξης διατυμπάνιζε τις καινοτομίες του αρχικού σχεδίου νόμου; Τι κι αν ο υπουργός ανακοίνωνε πριν από μερικούς μήνες πανηγυρικά ότι σύντομα το κτίριο της Βουλής, το Μέγαρο Μαξίμου και η προεδρική κατοικία θα καταναλώνουν ηλιακή ενέργεια παραγόμενη από φωτοβολταϊκά; Φαίνεται πως μόνο διαφημιστικούς σκοπούς είχαν αυτές οι κινήσεις, αφού στην πραγματικότητα, το σύστημα παραμένει εγκλωβισμένο στο υπάρχον ενεργειακό κατεστημένο. Το σχέδιο νόμου για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που από τη Δευτέρα έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση αποτελεί μια συντηρητική και άνευρη εκδοχή του αρχικού σχεδίου που το ίδιο το υπουργείο επεξεργάστηκε πριν από μερικούς μήνες, από την οποία λείπουν όλες οι ευεργετικές για τις ΑΠΕ ρυθμίσεις που υπήρχαν πριν. «Εκπτώσεις» Δεδομένου δε ότι η Ελλάδα δεν έχει κάνει τίποτα επί της ουσίας για να αντιμετωπίσει τις κλιματικές αλλαγές και θα κληθεί σύντομα να αρχίσει να πληρώνει για τους ρύπους της, το αρχικό αυτό σχέδιο ήταν το μοναδικό σοβαρό, εθνικό, νομικό εργαλείο που θα πρόσφερε πραγματικές λύσεις. Δυστυχώς, σχεδόν καμία από αυτές δεν έχουν παραμείνει στο τελικό νομοσχέδιο. Μεγαλύτερο «θύμα» του νομοσχεδίου αποδεικνύεται η ηλιακή ενέργεια. Σε αντίθεση με όσα προέβλεπε αρχικά, η τελική μορφή δεν προβλέπει τιμές πώλησης της ηλιακής κιλοβατώρας, ενώ οι διαδικασίες αδειοδότησης που με το αρχικό σχέδιο απλοποιούνταν, τώρα παραμένουν γραφειοκρατικές με αποτέλεσμα να καθυστερούν οι επενδύσεις τουλάχιστον ένα εξάμηνο! Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως στο αρχικό νομοσχέδιο, φωτοβολταϊκά συστήματα ισχύος έως 500 κιλοβάτ που θα ενταχθούν στο ηπειρωτικό δίκτυο της χώρας δεν απαιτούσαν άδειες παραγωγής και εγκατάστασης αφού σύμφωνα και με το νόμο πρόκειται για μονάδες «μηδενικής όχλησης». Με τη νέα πρόταση του υπουργείου, το όριο απαλλαγής από τις σχετικές άδειες πέφτει στα 50 κιλοβάτ! Το αποτέλεσμα είναι η πλειοψηφία των επενδυτών να καλείται να εμπλακεί σε μία τουλάχιστον εξάμηνη γραφειοκρατική ταλαιπωρία η οποία επί της ουσίας δεν βοηθάει κανέναν, αφού τα συστήματα έτσι κι αλλιώς δηλώνονται στον ΔΕΣΜΗΕ (Διαχειριστής Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας) και τη ΔΕΗ προκειμένου να δικαιούνται ενισχύσεις της ηλιακής κιλοβατώρας. Οπότε, προς τι η τόση γραφειοκρατία που το μόνο που κάνει είναι να διώχνει επενδυτές; Το γελοίον του πράγματος κορυφώνεται, όπως επισημαίνει και ο Στέλιος Ψωμάς, σύμβουλος του Συνδέσμου Εταιρειών Φωτοβολταϊκών και πρώην διευθυντής του ελληνικού γραφείου της Greenpeace, στο άρθρο 4, παράγραφος 4 του σχεδίου όπου προβλέπεται πως ακόμη κι αν θες να βάλεις ένα μόνο πάνελ φωτοβολταϊκών στο σπίτι σου, για να μην είσαι παράνομος, πρέπει να στείλεις εγκαίρως επιστολή ενημέρωσης στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας αλλά και στον ίδιο τον υπουργό Ανάπτυξης! Σαν να έπρεπε δηλαδή κάθε φορά που αγοράζεις ένα σακί πατάτες να ενημερώνεις τον υπουργό Γεωργίας... Πέρα από τα αστεία, πάντως, η υπαναχώρηση του υπουργείου Ανάπτυξης συνεπάγεται δυσμενείς επιπτώσεις. Από τη στιγμή που ανακοινώθηκαν οι αρχικές προτάσεις του υπουργείου είχε εκδηλωθεί μεγάλο ενδιαφέρον από επενδυτές του εξωτερικού. Μέσα σε τέσσερις μήνες συγκεντρώθηκαν αιτήσεις επενδύσεων για συνολικά 27 μεγαβάτ ηλιακής ενέργειας. Τώρα οι επενδυτές θα απομακρυνθούν αφού τα μπρος-πίσω του υπουργείου δίνουν σημάδια αναξιοπιστίας. Άλλωστε, γιατί να μην επιλέξουν την Ισπανία ή την Ιταλία που έχουν καλύτερο και ξεκάθαρο θεσμικό πλαίσιο; Αυτό που τους έχει σοκάρει επίσης, εκτός της γραφειοκρατικής διαδικασίας, είναι και το γεγονός ότι από το νομοσχέδιο απουσιάζουν οι προτάσεις για τιμολόγηση της παραγόμενης ηλιακής κιλοβατώρας, ενώ δίνονται τιμές για άλλες τεχνολογίες. Το υπουργείο δικαιολογείται λέγοντας πως θέλει να συζητήσει περαιτέρω το τελικό επίπεδο ενίσχυσης για τα φωτοβολταϊκά, όμως επί τη βάσει ποιας πρότασης θα γίνει αυτό; Στο αρχικό σχέδιο, το ΥΠΑΝ πρότεινε τιμές για την ηλιακή κιλοβατώρα οι οποίες μάλιστα έγιναν αποδεκτές από την αγορά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, μιας και ήταν στα ίδια επίπεδα με τις τιμές που ισχύουν σε άλλες χώρες, π.χ. Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία. Λόγω εκείνων των αρχικών προτάσεων, άλλωστε, είχαμε και αυτό το ενδιαφέρον από εκατοντάδες μικροεπενδυτές, αλλά και σοβαρότερους παίκτες στο χώρο της ηλιακής ενέργειας διεθνώς. Ο Σύνδεσμος Εταιρειών Φωτοβολταϊκών εκφράζει βαθιά απογοήτευση και σκοπεύει να καταθέσει γι’ άλλη μια φορά λεπτομερείς και τεκμηριωμένες προτάσεις στο ΥΠΑΝ. Η Greenpeace Την ίδια ώρα, η Greenpeace διαμαρτύρεται έντονα, αφού τον Απρίλιο είχε στηρίξει τις προτάσεις του υπουργείου. «Το νέο νομοσχέδιο είναι σχεδόν ανούσιο για τις ΑΠΕ και εχθρικό για την ηλιακή ενέργεια», δήλωσε ο Δημήτρης Ιμπραήμ, υπεύθυνος της εκστρατείας της Greenpeace για τις κλιματικές αλλαγές και την ενέργεια. «Αντί να διευκολύνει, πλήττει τις ΑΠΕ και δίνει εξουσίες Μεγάλου Αδερφού στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, ένα φορέα που συστηματικά προωθεί το φυσικό αέριο και τα άλλα ορυκτά καύσιμα σε βάρος των καθαρών πηγών ενέργειας». Τέλος, υπάρχει κάτι ακόμα στο νομοσχέδιο που προκαλεί ανησυχία. Στην τελική του μορφή έχουν απαλειφθεί οι υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ κατά 20,1% μέχρι το 2010 και κατά 29% μέχρι το 2020. Φαίνεται πως είναι τέτοια η εξάρτηση του συστήματος από το υπάρχον κατεστημένο, που ούτε οι απαιτήσεις της Ε.Ε. δεν μας αναγκάζουν να κινητοποιηθούμε πια... (Καθημερινή, 23/1/06)