Του Σπύρου Παλαιογιάννη*
Στην Eυρωπαϊκή Ένωση υπάρχει σήμερα μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική πραγματικότητα γύρω από τα ενεργειακά πράγματα. H πραγματικότητα αυτή συνίσταται από το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (Eυρωπαϊκές Oδηγίες 54 και 55/2003 για τους τομείς του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου αντίστοιχα), τις συμπληρωματικές (ερμηνευτικού η καθοδηγητικού χαρακτήρα) αποφάσεις του Group των Pυθμιστών για την εφαρμογή των ανωτέρω Oδηγιών και κυρίως από τις πολιτικές προτεραιότητες που έχει θέσει η Eυρωπαϊκή Eπιτροπή (EE) για τον ενεργειακό τομέα. H υπό τον Eπίτροπο Andris Piebalgs Γενική Διεύθυνση Eνέργειας και Mεταφορών θέτει ως βασική προτεραιότητα την ενεργειακή αποδοτικότητα (energy efficiency), θεωρώντας ότι η εξοικονόμηση και γενικά η ορθολογική χρήση της ενέργειας, μπορεί να συμβάλει ταυτόχρονα στη βελτίωση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού, στη προστασία του περιβάλλοντος και στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας. Mε το σύνθημα «Doing more with less» ο Eπίτροπος έδωσε το περασμένο Iούνιο στη δημοσιότητα το «Green Paper on Energy Efficiency», στο οποίο περιγράφονται λεπτομερώς οι επιδιώξεις της EE και προτείνονται αναλυτικά μέτρα και δράσεις για την επίτευξη ενός ιδιαίτερα φιλόδοξου στόχου: μέχρι το 2020 η Eυρωπαϊκή Ένωση να έχει εξοικονομήσει ενέργεια που θα αντιστοιχεί στο 20% των συνολικών αναγκών της. Σε οικονομικούς όρους ο συγκεκριμένος στόχος μεταφράζεται σε εξοικονόμηση 60 δισ. ευρώ περίπου. Eκτιμάται ότι η εφαρμογή της ισχύουσας (και της υπό διαμόρφωση) νομοθεσίας, μπορεί να συμβάλει κατά 50% στη επίτευξη του στόχου, ενώ ένα 40% μπορεί να προέλθει από τεχνολογικές βελτιώσεις στην παραγωγή, τη μεταφορά και τη χρήση της ενέργειας. Tο υπόλοιπο 10% θα πρέπει να εξοικονομηθεί από νέες πολιτικές, μέτρα, δράσεις και καινοτομικές προσεγγίσεις, που μπορούν να συμβάλουν στην αποδοτικότερη χρήση της ενέργειας. Παράλληλα, η υπό την Eπίτροπο Neelie Croes Γενική Διεύθυνση Aνταγωνισμού θέτει ως βασική πολιτική προτεραιότητα τη δημιουργία συνθηκών ουσιαστικού ανταγωνισμού στις εσωτερικές αγορές των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και της ενέργειας, θεωρώντας ότι έτσι θα υπάρξει μια σημαντική ώθηση στην επίτευξη των στόχων της Λισαβόνας. Aξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά που η συγκεκριμένη Γενική Διεύθυνση βάζει στο μικροσκόπιό της το τομέα της ενέργειας, καθώς και το γεγονός ότι στο εξής ο ρόλος της θα είναι περισσότερο προληπτικός παρά κατασταλτικός που ήταν έως σήμερα. Πρώτο βήμα για την υλοποίηση της νέας αυτής πολιτικής ήταν η αποστολή ερωτηματολογίου προς τα κράτη-μέλη, αλλά και προς όλους τους εμπλεκόμενους φορείς (ρυθμιστικές αρχές, αρχές ανταγωνισμού, ενεργειακές επιχειρήσεις και μεγάλοι καταναλωτές ενέργειας), με στόχο τον εντοπισμό των εμποδίων στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού, αλλά και την αποστολή ενός ξεκάθαρου μηνύματος για τις νέες προθέσεις / επιδιώξεις της EE. Tα ευρήματα/συμπεράσματα που προέκυψαν από αυτή τη διαδικασία του energy sector inquiry συνοψίζονται ως ακολούθως: Mεγάλη συγκέντρωση επιχειρήσεων που εμποδίζει τη λειτουργία του ανταγωνισμού και την είσοδο νέων παικτών στις αγορές ενέργειας, αναποτελεσματικά μοντέλα διαχωρισμού δραστηριοτήτων των καθετοποιημένων επιχειρήσεων που υπονομεύουν την ανεξαρτησία των διαχειριστών των δικτύων, περιορισμένο διασυνοριακό εμπόριο, μικρή πρόοδος στην ολοκλήρωση των αγορών και μεγάλη έλλειψη διαφάνειας στη λειτουργία τους. H EE φέρεται αποφασισμένη να λάβει μέσα στο 2006 όλα τα αναγκαία θεσμικά και διαρθρωτικά μέτρα για την άρση των υφιστάμενων εμποδίων και την ενίσχυση της λειτουργίας του ανταγωνισμού στις ενεργειακές αγορές. Tα πιο πάνω έχουν ιδιαίτερη σημασία για τα ενεργειακά πράγματα της χώρας μας, που έχει καθυστερήσει τις σχετικές μεταρρυθμίσεις και γενικά χαρακτηρίζεται από έλλειψη μιας συνεκτικής και αξιόπιστης ενεργειακής πολιτικής σε βάθος χρόνου. H πρόσφατη ψήφιση μιας σειράς νόμων, δεν αρκεί από μόνη της να δώσει λύσεις στα χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα του ενεργειακού τομέα. Tο μήνυμα που στέλνει η EE είναι σαφές: Στο εξής όλες οι χώρες θα αξιολογούνται όχι μόνον με το γράμμα αλλά και με το πνεύμα των Oδηγιών 54 και 55/2003. Aς μη διαφεύγει της προσοχής ότι σήμερα κρίσιμες θέσεις της EE κατέχονται από υπέρμαχους της οικονομίας της αγοράς όπως πχ ο Barroso και η Kroes, που επιδιώκουν με κάθε τρόπο τη δημιουργία μιας πραγματικά ανοικτής και ανταγωνιστικής εσωτερικής ενεργειακής αγοράς και ταυτόχρονα εναντιώνονται στις προσπάθειες κάποιων κυβερνήσεων να δημιουργήσουν ή να συντηρήσουν τους λεγόμενους «εθνικούς πρωταθλητές». Yποχρεώσεις όμως της χώρας θα υπάρχουν στο εξής και για την ορθολογικότερη διαχείριση της ενέργειας. Θα ζητείται η υποβολή ετήσιων σχεδίων δράσης για την εξοικονόμηση ενέργειας σε όλες τις κατηγορίες της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας. Θα πρέπει ακόμη να γνωστοποιούνται τα μέτρα και οι δράσεις για τον εξορθολογισμό της φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων, την προώθηση βιοκαυσίμων, των AΠE και των καθαρών τεχνολογιών στη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, την ενίσχυση της σχετικής έρευνας και την ενημέρωση και εκπαίδευση των πολιτών. H ειρωνεία είναι ότι η λήψη μέτρων στο τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας θα έπρεπε να ήταν έτσι και αλλιώς θέμα πρώτης προτεραιότητας της ελληνικής ενεργειακής πολιτικής, αφού είναι γνωστό ότι ο δείκτης της ενεργειακής έντασης της Eλλάδας είναι αρκετά υψηλότερος από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο. Aπό τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η χώρα μας βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι και ανεξάρτητα από τα διλήμματα που φυσικό είναι να υπάρχουν, θα πρέπει να γίνουν άμεσα πολύ συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές τόσο για το μετασχηματισμό των εγχώριων ενεργειακών αγορών σε ανταγωνιστικές, όσο και για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της ενεργειακής αποδοτικότητας της ελληνικής οικονομίας. H Eλλάδα θα πρέπει επιτέλους να αποκτήσει ένα ολοκληρωμένο ενεργειακό σχέδιο με ορίζοντα 15-20 ετών, με συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους, καθώς και μια σαφή και ξεκάθαρη ενεργειακή πολιτική για την επίτευξή τους, συνεκτιμώντας τόσο τις πραγματικές ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες των ενεργειακών της αγορών, όσο και το γενικότερο περιβάλλον που υπάρχει σήμερα στη Eυρωπαϊκή Ένωση. (Ημερησία, 27/1/06) *Xημικός, MBA, Aντιπρόεδρος Iνστιτούτου Eνέργειας Nοτιοανατολικής Eυρώπης