Tου Κωστή Η. Φαφούτη
Νέο σκηνικό, που προβληματίζει έντονα την Αθήνα και τη Λευκωσία, δημιουργεί γύρω από το Κυπριακό η «νέα» πρωτοβουλία που ανέλαβε η τουρκική πλευρά. Σημασία, δυστυχώς, δεν έχει αυτήν τη στιγμή κατά πόσον η πρόταση δέκα σημείων, που παρουσίασε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αμπντουλάχ Γκιουλ, είναι ειλικρινής ή συμβατή με το διεθνές δίκαιο. Ουδείς, για παράδειγμα, αμφιβάλλει ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά επανάληψη, με διαφορετικό τρόπο, των πάγιων απόψεων της τουρκικής πλευράς με στόχο την αποδυνάμωση της θέσης της ελληνοκυπριακής, καθώς και ότι στην ουσία δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά έναν προφανή ελιγμό. Όπως επίσης και ότι η Άγκυρα αποσκοπεί στο να κερδίσει χρόνο για να παρακάμψει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να επιδείξει προθυμία για την τάχιστη δυνατή επίλυση του πολιτικού προβλήματος της νήσου. Επιπλέον, ότι επιχειρεί να θέσει το Κυπριακό εκτός του ευρωπαϊκού πλαισίου, στο οποίο τοποθετήθηκε μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σημασία έχει η υποδοχή που επιφύλαξε ο διεθνής παράγοντας στην πρόταση: Ουάσιγκτον, Λονδίνο, Βρυξέλλες και Ηνωμένα Έθνη την καλωσόρισαν, αποδίδοντας περίπου εύσημα στην κυβέρνηση Ερντογάν. Ενδεικτική ως προς αυτό ήταν η επίσκεψη του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Τζακ Στρο στο τρίγωνο Αθήνα - Λευκωσία - Άγκυρα. Στη Λευκωσία, ο επικεφαλής της βρετανικής διπλωματίας αγνόησε επιδεικτικά τις ευαισθησίες της ελληνοκυπριακής πλευράς, εμμένοντας στην επιλογή του να συναντηθεί με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μεχμέτ Αλί Ταλάτ στο «προεδρικό μέγαρο» στα Kατεχόμενα. Στην Άγκυρα δήλωσε ότι μετά την παρουσίαση της πρότασης Γκιουλ, το κλίμα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αλλάξει προς το καλύτερο για την Τουρκία. Και στην Αθήνα χαρακτήρισε θετική την πρωτοβουλία της Άγκυρας, που επιχειρεί να παρακάμψει την υποχρέωσή της να ανοίξει τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά της σε κυπριακά πλοία και αεροπλάνα, επιζητώντας ως αντάλλαγμα την άρση των περιορισμών, που επιβλήθηκαν στο ψευδοκράτος λόγω της τουρκικής εισβολής το 1974. Επομένως, ο πρώτιστος στόχος της τουρκικής πλευράς, να επιδείξει δηλαδή εαυτήν ως διαλλακτική, επετεύχθη. Ο κ. Στρο έπαιξε άλλωστε απροκάλυπτα το «επικοινωνιακό» χαρτί της Άγκυρας, μεγεθύνοντας τα προβλήματα που προκαλούνται από την «απομόνωση» των Τουρκοκυπρίων λόγω της εύλογης άρνησης της Λευκωσίας να εγκρίνει τους –βρετανικής έμπνευσης– κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη χρηματοδότησή τους. Η ελληνοκυπριακή πλευρά απάντησε με διπλό τρόπο: Αφ’ ενός ο υπουργός Εξωτερικών κ. Γιώργος Ιακώβου έθεσε στον Βρετανό ομόλογό του θέμα προσφυγής στο Δικαστήριο της Χάγης για το καθεστώς των εγγυητριών δυνάμεων, που έρχεται σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές αρχές και αντιλήψεις. Δεν αποκλείεται δε, σε ένα επόμενο στάδιο με δεδομένες τις ψυχρές πλέον σχέσεις της Λευκωσίας με το Λονδίνο, να θέσει και θέμα βρετανικών βάσεων. Αφ’ ετέρου προέβη σε εντονότατο διάβημα προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκφράζοντας την απογοήτευσή της για τη σπουδή του επιτρόπου διεύρυνσης κ. Ολι Ρεν «να υιοθετήσει την απαράδεκτη λογική υποψήφιας χώρας, που επιχειρεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της εις βάρος της αξιοπρέπειας και εθνικής κυριαρχίας ενός κράτους-μέλους». Η Αθήνα αρκέστηκε στην απόρριψη της τουρκικής πρότασης, αν και ορισμένες πληροφορίες την θέλουν να έχει συναινέσει στη λογική να δοθεί περισσότερος χρόνος στην Άγκυρα για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε μετά την ανάδειξή της ως υποψήφιας προς ένταξη στην Ε.Ε. χώρας. Το νέο σκηνικό, ωστόσο, δεν μπορεί να ανατρέψει τις σταθερές που έχουν διαμορφωθεί και οφείλει να υποστηρίξει η ελληνοκυπριακή πλευρά. Αυτές είναι: Πρώτον, ότι η Τουρκία δεν είναι δυνατόν να έρθει κοντά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν προηγουμένως δεν αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία. Δεύτερον, ότι οφείλει να συμμορφωθεί με τις προβλέψεις του Πρωτοκόλλου και να επεκτείνει την τελωνειακή ένωση και με την Κύπρο, η οποία έχει κάθε δικαίωμα ανά πάσα στιγμή να μπλοκάρει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Προς αυτήν την κατεύθυνση οφείλουν να κινηθούν τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία, καθιστώντας σαφές προς κάθε κατεύθυνση ότι μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν αλλάξει. Η Ευρώπη αποτελεί το κατ’ εξοχήν προσφορότερο έδαφος για μία πραγματικά σταθερή λύση του Κυπριακού σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, στο οποίο άλλωστε φιλοδοξεί να εισέλθει και η Τουρκία. Και η λύση φυσικά δεν θα σημάνει επιβολή της θέλησης κάποιας από τις δύο πλευρές, αλλά κάποιον συμβιβασμό, ο οποίος θα είναι επώδυνος για όλους. (Καθημερινή, 29/1/06)