Του Κ.Ν. Σταμπολή
Ενώ ο Δυτικός Τύπος δεν έπαψε ούτε μια μέρα να κατηγορεί τον πρόεδρο Πούτιν για τις εκβιαστικές μεθόδους που χρησιμοποιεί, με όπλο το φυσικό αέριο, για να ποδηγετήσει την ανεξάρτητη και φιλοδυτική κυβέρνηση του Ουκρανού προέδρου Βίκτορ Γιουσένκο, η Ρωσική κυβέρνηση αντιμετωπίζει την όλη κατάσταση με ψυχραιμία χωρίς να διατυμπανίζει την αναμφισβήτητη νίκη της στην διένεξη με τον νότιο γείτονά της. Την αποφασιστικότητα της ρωσικής εταιρείας Gazprom, προμηθευτή του 25% του αερίου που καταναλώνει η Ευρώπη, να ωθήσει την κατάσταση στα άκρα (με την πλήρη υποστήριξη του Κρεμλίνου) και να κλείσει μια εκκρεμότητα ετών στις εμπορικές σχέσεις της με ένα μεγάλο πελάτη που είναι η Ουκρανική εταιρεία αερίου, Naftogaz, επικρότησαν οι διεθνείς αγορές, ανεβάζοντας την μετοχή της Gazpom σε νέα ύψη. Ως γνωστόν την 1η Ιανουαρίου η Gazprom διέκοψε την παροχή αερίου προς την Ουκρανία, λόγω άρνησης της Naftogaz να διαπραγματευτεί νέους «όρους» με παράλληλη αύξηση της τιμής που πρότεινε πρώτη. Η Gazprom τα τελευταία δύο-τρία χρόνια προσπαθεί να εκσυγχρονίσει την εμπορική της σχέση με την Ουκρανία, η οποία ως κατάλοιπο μιας ξεπερασμένης Σοβιετικής πρακτικής επλήρωνε για τις ποσότητες αερίου που εισήγαγε σε είδος. Δηλαδή αντί η Naftogazνα εισπράττει κόμιστρα για τις τεράστιες ποσότητες αερίου που διέρχονται μέσα από το σύστημα αγωγών της Ουκρανίας και τροφοδοτούν την Ευρώπη – το 80% των Ρωσικών εξαγωγών φυσικού αερίου διέρχεται μέσω του συστήματος αγωγών της Ουκρανίας – επληρώνετο σε ποσότητες αερίου για ιδιοκατανάλωση. Μόνο που αυτό το σύστημα διακανονισμού απέβη λίαν ζημιογόνο για την Gazprom αφού οι Ουκρανοί στην κυριολεξία απορροφούσαν λαθραία σημαντικές επιπλέον ποσότητες για κάλυψη των αναγκών τους έτσι που στην ουσία να μην καταβάλλουν ούτε ένα cent στη Ρωσία. Για την Gazprom αυτός ο ανώφελος διακανονισμός έπρεπε κάποτε να σταματήσει. Κυρίως για αυτό το λόγο οι τεχνικοί της Gazprom έκλεισαν τις στρόφιγγες το πρωί της 1ης Ιανουαρίου, στέλνοντας ένα ηχηρό μήνυμα στην πολιτική ηγεσία της Ουκρανίας αλλά και προς άλλες κατευθύνσεις. Βάσει της νέας και αρκετά σύνθετης εμπορικής συμφωνίας που επετεύχθη, όπου και οι δύο πλευρές μπορούν να ισχυρίζονται ότι πέτυχαν τους στόχους τους, η Naftogaz θα πληρώνει τώρα 95 δολάρια ανά 1,000 κυβικά μέτρα έναντι 45 που επλήρωνε θεωρητικά. Η τιμή αυτή προκύπτει για ένα μίγμα Ρωσικού, Τουρκμενικού και Καζάκικου αερίου το οποίο θα μεταπωλεί η κοινή εταιρεία RosUkEnergo στην Naftogaz, όπου οι Τουρκμένικοι και οι Καζάκοι θα εισπράτουν 46.40 δολ./ χιλ.κ.μ. για πωλήσεις 43 BCM’s το χρόνο και η Gazprom θα εισπράττει 230 δολάρια ανά χ.κ.μ. για ποσότητες 17 BCM κατ’ έτος. Τιμή που πλησιάζει τις Ευρωπαϊκές ταρίφες. Το «Ολίσθημα» Πούτιν Πολλοί αναλυτές και σχολιαστές έσπευσαν να ομιλήσουν περί ολισθήματος Πούτιν στην διένεξη με την Ουκρανία (αλλά και με την Μολδαβία όπου οι παραδόσεις φυσικού αερίου έχουν ουσιαστικά σταματήσει από την 1/1 και δεν έχουν αποκατασταθεί ακόμη) αφού με την διακοπή της παροχής αερίου διακινδύνευσε παραδόσεις αερίου προς πελάτες της Gazprom στην κεντρική και δυτική Ευρώπη. Σύμφωνα με τους ανωτέρω αναλυτές η μείωση των όγκων φυσικού αερίου προς χώρες όπως η Ουγγαρία, Αυστρία, Σλοβενία και Γερμανία κ.α. την πρώτη εβδομάδα του έτους, «έπληξε αποφασιστικά το κύρος της Gazprom και εκλόνισε ανεπανόρθωτα την εικόνα της Ρωσίας ως ενός αξιόπιστου προμηθευτή». Πράγματι, η ανησυχία που επικράτησε στις Ευρωπαϊκές χώρες-πελάτες της Gazprom, μηδέν της Ελλάδας εξαιρουμένης (η οποία σημειωτέον δεν επλήγει στο ελάχιστο!) ήτο μεγάλη, όπως επίσης και η κινητοποίηση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά το γεγονός ότι η ροή του αερίου απεκαταστάθηκε πολύ γρήγορα και δεν δημιούργησε σημαντικά προβλήματα στην τροφοδοσία, αφού οι περισσότερες χώρες, όπως και η Ελλάδα, διαθέτουν και εναλλακτικές πηγές τροφοδοσίας στο σύστημά τους (κυρίως μέσω υγροποιημένου αερίου, LNG) λειτούργησαν τα αντανακλαστικά για το ευαίσθητο θέμα της ασφάλειας ενεργειακών προμηθειών. Η Ευρώπη συνειδητοποίησε για μία εισέτι φορά πόσο ευάλωτη και εξαρτημένη είναι από τις εισαγωγές φυσικού αερίου όσο και πετρελαίου από την Ρωσία και την Μέση Ανατολή. Πράγματι η ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ των 25 λόγω εισαγωγών από τρίτες χώρες υπερβαίνει σήμερα το 50% ενώ παρατηρείται αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας 1.5 - 2.0% κατ’ έτος. Παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ως πελάτης στην διεθνή ενεργειακή αγορά έχει μεγάλο ειδικό βάρος, αφού πληρώνει περισσότερα από 600 δις το χρόνο για εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, η εξάρτησή της από εισαγωγές ολοένα και μεγαλώνει.Οι σημερινοί προμηθευτές της Ένωσης δεν είναι πάρα πολλοί. Σε χονδρικές γραμμές, εξαρτόμαστε από την Μέση Ανατολή για το πετρέλαιο και από τη Ρωσία και από την Βόρεια Αφρική για το φυσικό αέριο. Να επισημάνουμε επίσης τους φυσικούς και πολιτικούς κινδύνους που συνδέονται με τη διαμετακόμιση των ενεργειακών προϊόντων στην Ευρώπη, που είναι πολύ πιο σημαντικοί για το φυσικό αέριο απ’ ότι για το πετρέλαιο. Τα γεωπολιτικά θέματα επικαλύπτουν τα οικονομικά θέματα στο πεδίο αυτό παρατηρεί ανώτατο στέλεχος της Ε. Επιτροπής «Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, ελέγχουμε όλο και λιγότερο την ευάλωτη κατάστασή μας. Με άλλα λόγια, έχουμε μεγάλη έλλειψη μέσων διαπραγμάτευσης και άσκησης πίεσης. Τα περιθώρια χειρισμών είναι περιορισμένα και σε περίπτωση έντονης κρίσης αλλά και μακροπρόθεσμα.» Τι κρύβεται πίσω από την Πρόσφατη Κρίση Οι περισσότεροι αρθρογράφοι χαρακτήρισαν την κίνηση της Μόσχας ως μια πράξη εκδίκησης έναντι του Κιέβου για την πορτοκαλί επανάσταση του περασμένου χειμώνα και την καθαρά φιλοδυτική στάση που έχει υιοθετήσει ο Ουκρανός πρόεδρος. Μπορεί πράγματι το κίνητρο για την επίσπευση της κρίσης, με σκοπό το κλείσιμο μιάς νέας επικερδούς συμφωνίας, να το έδωσε η φιλοδυτική στροφή της Ουκρανίας. Όμως οι λόγοι που ώθησαν το Κρεμλίνο να διαβεί τον Ρουβικώνα, διακινδυνεύοντας ουσιαστικά την αξιοπιστία του ως προμηθευτού, ήσαν κατά πολύ ευρύτεροι και έχουν να κάνουν περισσότερο με οικονομικές και γεωπολιτικές παραμέτρους παρά διμερείς πολιτικές εξελίξεις. Ο πρώτος λόγος έχει άμεση σχέση με την ανάγκη αύξησης των εσόδων της Gazprom από τις πωλήσεις αερίου με την παράλληλη εισαγωγή μιάς πιο διαφανούς διαδικασίας, σύμφωνα με την διεθνή πρακτική αφού η εταιρεία όντας εισηγμένη σε διεθνή χρηματιστήρια έχει υποχρεώσεις έναντι των μετόχων της. Η Gazprom, όπως κάθε άλλη εταιρεία του μεγέθους της, χρηματοδοτεί επενδύσεις σε διαρκή βάση και για αυτό επιθυμεί ν’ αυξήσει περαιτέρω την ρευστότητά της. (σε 2 δις δολάρια το χρόνο εκτιμάται το ακαθάριστο κέρδος που θα προκύψει από τη νέα συμφωνία με το Κίεβο). Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η Ρωσική κυβέρνηση, ο κύριος μέτοχος της Gazprom, θέλησε να δώσει ένα δυνατό μήνυμα προς όλες τις πρώην Σοβιετικές «δημοκρατίες» (π.χ. Λευκορωσία, Αρμενία, Μολδαβία, Γεωργία) οι οποίες μέχρι τώρα επρομηθεύοντο αέριο με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους, ότι η εποχή αυτή παρήλθε οριστικά και τα συμβόλαιά τους πρέπει να αναπροσαρμοστούν σε μια ρεαλιστική βάση. Ο τρίτος λόγος ήτο η ανάγκη για ένα μήνυμα προς όλες τις χώρες πέραν της Κασπίας οι οποίες είναι εξαγωγείς φυσικού αερίου και πετρελαίου (Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Καζακστάν, κλπ.) ότι το Κρεμλίνο δεν θα διστάσει να λάβει σκληρά μέτρα, π.χ. παρεμπόδιση των εξαγωγών τους, σε περίπτωση που θελήσουν να αποστασιοποιηθούν από την προστατευτική ομπρέλα της Μόσχας η οποία επιθυμεί να κρατήσει τον πλήρη πολιτικό έλεγχο. Ο τέταρτος λόγος έχει να κάνει με τους Ευρωπαίους πελάτες της Gazprom και την εξάρτηση τους από το Ρωσικό φυσικό αέριο. Εδώ η Μόσχα ήθελε να προειδοποιήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη ότι απ’ εδώ και μπρος το θέμα μεταφοράς αερίου προς την Ευρώπη δεν θα είναι πάντοτε άνευ προβλημάτων αφού η Ρωσία δεν ελέγχει απόλυτα ακόμη όλες τις διαδρομές. Επίσης, αυτό που προέχει για την Gazprom, είναι η τήρηση των εμπορικών όρων και η συνεχής αναπροσαρμογή τους ώστε η τιμή του αερίου να συμβαδίζει με την άνοδο της τιμής του αργού, με την οποία είναι άμεσα εξαρτημένη η τιμή του αερίου. Με άλλα λόγια η Μόσχα επιβεβαιώνει έμπρακτα την απόφασή της για αυξήσεις τιμών και μάλιστα σε επίπεδα που αυτή ορίζει. Αυτό ίσως ήτο και το πλέον δυνατό μήνυμα που επιθυμούσε να στείλει η Ρωσική ηγεσία για αυτό και δεν εδίστασε να προβεί σε μία πρόβα τζενεράλε του τι σημαίνει κλείσιμο της στρόφιγγας. Τα οικονομικά οφέλη που θα αποκομίσει η Gazprom, και κατ’ επέκταση το Ρωσικό κράτος, από την αναπροσαρμογή των τιμών μέσα στα επόμενα 5-10 χρόνια υπερκαλύπτουν κατά πολύ τις όποιες αρνητικές πρόσκαιρες επιπτώσεις από την πρόσφατη δυναμική παρέμβαση στην Ουκρανία. Ο πέμπτος λόγος, και ίσως πλέον σημαντικός για τις μακροπρόθεσμες επιδιώξεις του Κρεμλίνου, είναι ότι με την επίδειξη δυνάμεως στην Ουκρανία, η Μόσχα θέλησε να επαναπροσδιορίσει τις γεωπολιτικές και της προτεραιότητες επιδιώκοντας ταυτόχρονα την νομότυπη αναγνώριση των προθέσεών της από την Δύση, ιδιαίτερα τώρα που αναλαμβάνει την ηγεσία της ομάδας του G8 δηλ. των 8 μεγαλυτέρων οικονομιών του κόσμου, για το τρέχον έτος. Το Σχέδιο Πούτιν Ασχέτως το πώς επιθυμεί κάποιος να χαρακτηρίσει τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν ή να τον κατηγορήσει για μύρια όσα, δεν μπορεί να του προσάψει έλλειψη διορατικότητας και οράματος. Αν και γραφειοκράτης κατά βάθος, κάτι που τον υποχρεώνει να υπολογίζει την κάθε του κίνηση και να προσμετρά εξονυχιστικά τα θετικά και τα αρνητικά κάθε κατάστασης, δεν είναι κάποιος ο οποίος χάριν βραχυπρόθεσμων ωφελειών παραβλέπει τους μακροπρόθεσμους στόχους. Και στην προκειμένη περίπτωση αυτοί οι στόχοι δεν είναι άλλοι από την αξιοποίηση του τεράστιου ενεργειακού πλούτου της Ρωσίας προς ίδιον στρατηγικό όφελος και ενδυνάμωση της γεωπολιτικής θέσης της αχανούς αυτής χώρας. Η σχετική μείωση της στρατιωτικής ισχύος, μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (μία από τις μεγαλύτερες γεωπολιτικές καταστροφές της εποχής μας, όπως την χαρακτήρισε πρόσφατα ο Πούτιν) δεν μπορεί παρά να αντισταθμιστεί από την άνοδο της ενεργειακής της ισχύος. Αφού αφιέρωσε τα δύο τελευταία χρόνια προσπαθώντας να θέσει υπό έλεγχο την πετρελαϊκή βιομηχανία της χώρας (βλέπε εκπαραθύρωση Χουτοκόρφσκι της Yukos και ανακατατάξεις στην μετοχική σύνθεση των μεγάλων εταιρειών πετρελαίου) και να καταστήσει πάλι το Κρεμλίνο κυρίαρχο των εξελίξεων, απομακρύνοντας από το προσκήνιο τους κλεπταποδόχους ολιγάρχες, τώρα έφθασε η στιγμή του επαναπροσδιορισμού της γεωπολιτικής θέσης της χώρας. Αυτός θα επιτευχθεί μέσα από μία εύστροφη πολιτική ραγδαίας ανάπτυξης και σώφρονος διαχείρισης της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ήδη η Ρωσία παράγει 9.5 εκ. βαρέλια αργού την ημέρα, ένα μεγάλο μέρος των οποίων εξάγει, ενώ μετά την ανάπτυξη των νέων υπό ανάπτυξη πεδίων στην Σιβηρία και τη νήσο Σαχαλίνη, στην Άπω Ανατολή, η παραγωγή αναμένεται να ξεπεράσει σύντομα τα 11.0 εκ. βαρέλια πλησιάζοντας αυτή της Σαουδικής Αραβίας και με προοπτική για περαιτέρω αύξηση. Αν και δεν διαθέτει τόσο μεγάλα αποθέματα πετρελαίου όσο οι χώρες της Μέσης Ανατολής, λόγω μεγέθους η Ρωσία δεν έχει ακόμα εξερευνηθεί πλήρως. Στο φυσικό αέριο όμως διαθέτει αναλογικά τα μεγαλύτερα αποθέματα του κόσμου (26.7%) που ανέρχονται περίπου στα 1,700 τρις κυβικά μέτρα (το Ιράν διαθέτει 970 τ.κ., το Κατάρ 910 τ.κ.μ. και η Σ. Αραβία 240 τ.κ.μ.). Βασικό στοιχείο του σχεδίου Πούτιν είναι η παράλληλη ανάπτυξη σε διαφορετικά σημεία της χώρας διαδρόμων μεταφοράς αερίου και πετρελαίου και η κατασκευή εξαγωγικών terminals με στόχο την απ’ ευθείας πρόσβαση στις διεθνείς αγορές. Ήδη σχεδιάζεται ο νέος αγωγός φυσικού αερίου της Βαλτικής που θα εξασφαλίσει απ’ευθείας εξαγωγές στην Δυτική Ευρώπη, παρακάμπτοντας την Ουκρανία και την Πολωνία, σχεδιάζεται αγωγός 4.000 χλμ. που θα μεταφέρει Ρωσικό πετρέλαιο σε Κίνα και Ιαπωνία ενώ λειτουργεί ήδη ο υποθαλάσσιος αγωγός Blue Stream στη Μαύρη Θάλασσα που μεταφέρει φυσικό αέριο απ’ευθείας στην Τουρκία (και σύντομα στην Ελλάδα και αργότερα στην Ευρώπη) ενώ παράλληλα κατασκευάζονται σταθμοί LNG στην Σαχαλίνη και στην Θάλασσα Barents όπου σύντομα θα εξάγεται υγροποιημένο φυσικό αέριο προς τις αγορές των ΗΠΑ και Ιαπωνίας. Έτσι μέχρι το 2010 η Ρωσία θα είναι σε θέση να εξάγει πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τουλάχιστον 10 διαφορετικά και ανεξάρτητα μεταξύ τους γεωγραφικά σημεία καθιστώντας την έτσι ένα πραγματικό ρυθμιστή του διεθνούς ενεργειακού εμπορίου. Η κίνηση τακτικής του Κρεμλίνου ανήμερα πρωτοχρονιά φαίνεται ότι ήτο η αρχή εξελίξεων που θα ακολουθήσουν και που στόχο έχουν την ανάδειξη της Ρωσίας ως κυρίαρχου βασικού παίκτη στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα.