Του Νικολάου Λ.Γ. Λιναρδάτου *
Η παρακολούθηση των δελτίων ειδήσεων των ιδιωτικών καναλιών, ιδίως των βραδινών, είναι ανθυγιεινή άσκηση. Προκαλεί στον θεατή-ακροατή δυσφορία, οργή, αγανάκτηση, αηδία. Συνήθως δεν τα παρακολουθώ τα δελτία αυτά, γιατί, πέραν όλων αυτών, δεν πληροφορούν, δεν ενημερώνουν. Επιχειρούν να εξυπηρετήσουν ιδιωτικά συμφέροντα (όχι κυρίως άμεσα οικονομικά, γιατί τα κέρδη, και όταν υπάρχουν, δεν είναι αξιόλογα) των ιδιοκτητών τους ή κάποιων άλλων που αυτοί γνωρίζουν. Αυτές τις δύο μέρες της κακοκαιρίας είπα, από περιέργεια, να δω κάποια από τα κανάλια, γιατί πολλά ακούονταν, όπως και ύστερα από τον πρόσφατο ισχυρό σεισμό, για τον τρόπο μεταδόσεως των συμβαινόντων. Η εικόνα είναι γνωστή. Η οθόνη τεμαχισμένη συνήθως στα τέσσερα. Ο ή η αυτάρεσκος/η και φιλομειδής newscaster καταλαμβάνει το ένα τμήμα. Στα άλλα καλοπληρωμένοι για τους ρόλους τους συνεργάτες του σταθμού, οι ίδιοι κάθε βράδυ, γνώστες των πάντων, από τα αίτια κάθε φυσικού φαινομένου ως τις θεωρίες του Αϊνστάιν, από τη φιλοσοφία του Πλάτωνος ως τα συγγράμματα του Μαρξ και του Κέινς, από τα απόκρυφα των μυστικών υπηρεσιών ως τα προσωπικά μυστικά του κάθε πολίτη, που βγαίνει στην επικαιρότητα, άσσοι στην ανάλυση παντός θέματος, εμπαθείς και αποκρουστικοί αμφισβητίες κάθε άλλης γνώμης, εκχέουν δηλητήριο και χολή. Γιατί τους παρακολουθεί ο κόσμος; Να ένα αντικείμενο έρευνας κοινωνικής παθολογίας (Durkheim) και κοινωνικής ψυχολογίας. Αυτό που αποκομίζει κανείς για την ελληνική κοινωνία από τις εκπομπές και τα προγράμματα της ιδιωτικής τηλεοράσεως είναι μία εικόνα κακομοιριάς, κακογουστιάς, προστυχιάς, αθλιότητας. Μέσα σε μια τέτοια κοινωνία υποτίθεται ότι ζούμε. Χωρίς προφανώς να το έχουμε αντιληφθεί. Όλοι μας ξέρουμε βεβαίως πως ως χώρα έχουμε του κόσμου τα προβλήματα, οικονομικά και άλλα, και γκρινιάζουμε. Πιστεύει όμως κανείς, πως ζούμε τόσο άσχημα; Όχι δα. Αν αφήσουμε στην άκρη τις στατιστικές θα δούμε (τα στοιχεία που ακολουθούν είναι από το Pocket World Figures, 2006 Edition, του έγκυρου περιοδικού The Economist) ότι κατά το 2003 μεταξύ 182 κρατών είμαστε με κριτήριο τον δείκτη ανθρώπινης αναπτύξεως (human development index) του ΟΗΕ στην 24η θέση με βαθμολογία 90,2 στα εκατό· το πρώτο παίρνει 95,6 βαθμούς. Κατέχουμε την 22η θέση με 7,16 βαθμούς στους δέκα (8,33 το πρώτο) ως προς την ποιότητα ζωής (κριτήρια: ΑΕΠ, προσδοκώμενος χρόνος ζωής, πολιτική σταθερότητα, οικογενειακή ζωή, εργασιακή σιγουριά, κλίμα και γεωγραφία, πολιτικές ελευθερίες, ζωή μέσα στην κοινότητα). Προς τί λοιπόν τόσο μίσος; Αυτό πάντως που φαίνεται παράξενο και παράδοξο είναι ότι το πρώτο θύμα της εξαλλοσύνης, η Κυβέρνηση, νομιμοποιεί αυτήν την κατάσταση με το να επιτρέπει στα μέλη και τους βουλευτές της να συμμετέχουν σε τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά προγράμματα, όπου συνήθως γίνονται αποδέκτες απρεπούς (κατά τον επιεικέστερο χαρακτηρισμό) συμπεριφοράς. Αυτό που επιβάλλεται να κάμει ο Πρωθυπουργός (και απορεί κανείς γιατί δεν το έχει κάμει ως τώρα) είναι να απαγορεύσει στους υπουργούς του και στους βουλευτές του να βγαίνουν στα παράθυρα και άλλα προγράμματα των ιδιωτικών καναλιών (πολιτικές, υποτίθεται, συζητήσεις(!) βραδινά ανατολίτικα τσιμπούσια και τσιφτετέλια κ.ο.κ.). Οι υπουργοί να ορίσουν εκπροσώπους τύπου (spokesperson) από την ιεραρχία του υπουργείου τους για να απαντούν στα ερωτήματα των δημοσιογράφων. Και αν αυτό δεν αρέσει στους καναλάρχες, ας μην καλούν κανένα. Αμφίβολο αν θα το κάμουν. Και η Κυβέρνηση θα έχει ανακτήσει ένα σημαντικό ποσοστό σοβαρότητος. Επ’ ευκαιρία θα ήθελα να καταλήξω με μερικές παρατηρήσεις του κατ’ εξοχήν φιλελεύθερου φιλοσόφου Καρλ Πόππερ. Γράφει σε ένα δοκίμιό του με τον τίτλο «Ένας νόμος για την τηλεόραση»: «Όμως η τηλεόραση έχει γίνει σήμερα κολοσσιαία εξουσία· μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι είναι δυνητικά η πιο σημαντική από όλες τις εξουσίες (...). Και θα συνεχίσει να είναι για όσον καιρό θα ανεχόμαστε τις καταχρήσεις της. Η τηλεόραση απέκτησε ευρεία εξουσία στους κόλπους της δημοκρατίας. Καμία δημοκρατία δεν μπορεί να επιβιώσει, αν δεν δώσουμε ένα τέλος σε αυτήν την παντοδυναμία». Και σε άλλο σημείο: «Δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία, αν δεν υποβάλουμε σε κάποιον έλεγχο ή, πιο συγκεκριμένα, η δημοκρατία δεν θα μπορεί να υπάρχει, αν η εξουσία της τηλεόρασης δεν τεθεί ολοκληρωτικά στο φως της ημέρας». Τέλος, σε μια συνέντευξή του, που δημοσιεύθηκε στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» της 8ης Σεπτεμβρίου 1996, ο μεγάλος φιλόσοφος και διάπυρος υποστηρικτής της ανοιχτής κοινωνίας, καταλήγει: «Υπάρχει μια κλιμάκωση στον τρόπο που κάνουν τηλεόραση. Τα πράγματα πρέπει να παρουσιάζονται όλο πιο έντονα, όλο και πιο ρεαλιστικά και τρομερά. Αυτή η κλιμάκωση άρχισε πριν από μερικά χρόνια. Και από τότε, τα πράγματα χειροτερεύουν διαρκώς. Είναι επομένως εξαιρετικώς επείγουσα η ανάγκη παρέμβασης (...). Κατά τη γνώμη μου υπάρχει μία μόνο έγκυρη μέθοδος, η μέθοδος της αυτορύθμισης, της αυτολογοκρισίας, όχι της λογοκρισίας...». Επειδή αυτό είναι αδιανόητο στην Ελλάδα, το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 15) και η νομοθεσία προβλέπουν άλλον τρόπο ρυθμίσεως: «Η Ραδιοφωνία και η Τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. Ο άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων, που επιβάλλει η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας». Δυστυχώς οι συγκεκριμένες αυτές αρχές λησμονήθηκαν από τους έχοντες την ευθύνη και ουδέποτε εφαρμόσθηκαν. * Ο κ. Ν. Λιναρδάτος, πρώην Υφυπουργός Τύπου και Πληροφοριών, ήταν εκ των εισηγητών του Νόμου περί Ιδιωτικής Τηλεοράσεως. (Από την Εστία)