Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Τα Εξάρχεια ήταν κάποτε μία ήσυχη και πολιτισμένη περιοχή. Σήμερα, όμως, κάποιοι θέλουν να την μετατρέψουν σε κάτι άλλο. Εδώ και τριάντα χρόνια, στην χαβούζα των Εξαρχείων βρίσκουν καταφύγιο όλα τα κοινωνικά και πολιτικά απόβλητα της ελληνικής ζωής. Πρόκειται για τα «καημένα τα παιδιά», θύματα του «ανάλγητου» ελληνικού καπιταλισμού, της αμερικανικής κουλτούρας και δεν συμμαζεύεται. Αυτά τα «καημένα τα παιδιά» έχουν επιλέξει την ταμπέλα του αναρχικού –παρά το ότι δεν έχουν αναγνώσει ούτε μία αράδα από την πλούσια αναρχική βιβλιογραφία– του αντιεξουσιαστή και του αυτόνομου, για να μπορούν, χωρίς ενόχληση, να δέρνουν, να ληστεύουν, να πυρπολούν, να βιάζουν και, γιατί όχι, να δολοφονούν όταν αυτό επιβάλλεται από την «άτιμη κοινωνία». Παραλλήλως, τα «καημένα τα παιδιά» ασκούν ένα εξόχως βιοποριστικό επάγγελμα, το εμπόριο ναρκωτικών. Τώρα επιδίδονται και σε ληστείες. Είναι δε βέβαιον ότι σε λίγο θα μπαίνουν ανενόχλητα στα σπίτια μας, προκειμένου να ξεδώσουν και να πιουν και κανένα ουΐσκι τριάντα ετών. Επίσης, τα «καημένα τα παιδιά» είχαν και πρωτοφανή προβολή από τα ελληνικά μέσα «επικοινωνίας». Κάθε φορά που, παρεπιπτόντως, συνέβαινε να συλληφθεί κάποιο «παιδί», οι λογχοφόροι της «προόδου» κατακεραύνωναν διωκτικές αρχές, δικαστές και ευηπόληπτους πολίτες. Έτσι, οι άνθρωποι της χαβούζας είχαν πλήρη ιδεολογική και πολιτική ασυλία και μπορούσαν ακινδύνως να συνεχίζουν το «προοδευτικό» τους έργο, προς γνώσιν και συμμόρφωσιν της ανάλγητης κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, υπό την πλήρη και προκλητική ανοχή πολιτικών, δημοσιογράφων, καθηγητών και άλλων, τα τελευταία 25 χρόνια τα κοινωνικά αυτά ιζήματα πυρπόλησαν μεγάλα καταστήματα στο κέντρο των Αθηνών (Δραγώνας, Μινιόν κ.α.), λεηλάτησαν και έκαψαν κατ΄ επανάληψιν το Πολυτεχνείο, διέλυσαν εκατοντάδες καταστήματα και τράπεζες, βιαιοπράγησαν κατά δημοσιογράφων, δικαστικών, καθηγητών και απλών πολιτών, εμπόδισαν αναρίθμητες φορές την κυκλοφορία και, κατά κανόνα, ασέλγησαν επί της δημοκρατίας. Τώρα, τα ιζήματα επιδίδονται σε ληστείες, ώστε να αποκομίζουν και συμπληρωματικά εισοδήματα πέραν της εμπορίας ναρκωτικών. Και, γιατί όχι, είναι πολύ πιθανόν να πραγματοποιήσουν μια μέρα και απόβαση στο Κοινοβούλιο. Εξάλλου, είναι σαφές ότι τον τελευταίο καιρό δοκιμάζουν τις ανοχές της εν αφασία τελούσης ελληνικής κοινωνίας, η οποία επιδεικνύει πρωτοφανή ανοχή απέναντι στους ανθρώπους που την εξευτελίζουν και την χλευάζουν. Και πώς να μην την επιδεικνύει, όταν η κοινωνία αυτή έχει ευνουχισθεί πνευματικώς από την ραδιοτηλεοπτική αποπληροφόρηση και την οργανωμένη ισοπέδωση κάθε αξίας. Όπως θα έλεγε και ο μεγάλος φιλόσοφος της ανοικτής κοινωνίας, ο Καρλ Πόππερ, σήμερα η ελληνική κοινωνία είναι έγκλειστη. Χωρίς δε να το συνειδητοποιεί, βιώνει έναν ύπουλο ολοκληρωτισμό, ο οποίος καταστρέφει με μοναδική τέχνη κάθε ίχνος αντιστάσεως στην πνευματική εξαθλίωση, στην λεκτική βία και στην μεθοδική πλύση εγκεφάλου. Ταυτοχρόνως, η κοινωνία αυτή εθίζεται στην αποπληροφόρηση, χάνει τις επαφές με τον εκτός Ελλάδος κόσμο και, κυρίως, βρίσκεται σε οδυνηρή απομόνωση με τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Αγνοεί, έτσι, εξελίξεις και πραγματικότητες και κρίνει μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς που τής προσφέρουν οι νέοι «μεγάλοι αδελφοί». Όσο για κάποιες λαμπρές εξαιρέσεις οι οποίες υπάρχουν στο περιβάλλον αυτό, απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Όσο για τα «καημένα τα παιδιά», περιμένουμε να δούμε ποιους θα δείρουν και τί θα πυρπολήσουν στην συνέχεια. Γιατί, τελικώς, αυτές είναι και οι φρουτώδεις ειδήσεις που ενδιαφέρουν το φιλοθεάμον κοινό. (Από την Εστία, 6/2/2006)