Όταν η Ρωσία διέκοψε τις εξαγωγές φυσικού αερίου μέσω Ουκρανίας, στις αρχές του έτους, η Ευρώπη «πάγωσε». Τα μακροπρόθεσμα σχέδια ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που στηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό στο ρωσικό φυσικό αέριο, αίφνης φάνηκαν αφελή. Παρότι η προσφορά σύντομα αποκαταστάθηκε, οι τιμές αυξάνονται ραγδαία εφέτος τον χειμώνα, που υπήρξε δριμύς για πολλές χώρες της περιφέρειας. Και ενόσω οι φόβοι για το φαινόμενο του θερμοκηπίου φέρνουν στο προσκήνιο την ενεργειακή πολιτική, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής επιστροφής στην πυρηνική ενέργεια, οι ευρωπαϊκές εταιρείες του κλάδου συνεχίζουν να ενοποιούνται. Κυρίως, όμως, εντός της εκάστοτε χώρας και όχι διασυνοριακά. Τελευταίο παράδειγμα οι Gas Natural και Endesa, που έλαβαν το «πράσινο φως» για συγχώνευση, μετά την οποία οι μεγαλύτερες εταιρείες φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας της Ισπανίας θα δημιουργήσουν ένα νέο εθνικό πρωταθλητή. Πίσω από τη δραστηριότητα αυτή κρύβεται η πολεμική για το μέλλον της ενέργειας και τις επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία. Αφενός υπάρχει το περίφημο σχέδιο μείωσης των τιμών που πρεσβεύει η Ε.Ε., φιλοδοξώντας να απελευθερώσει την αγορά και να δώσει τη δυνατότητα σε παραγωγούς και διανομείς να ανταγωνίζονται ελεύθερα εντός και εκτός των εθνικών συνόρων. Αφετέρου, εκείνοι που αντιτάσσονται στην περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς. Οι τελευταίοι υποστηρίζουν ότι η μακροπρόθεσμη ασφάλεια και οι σταθερές τιμές προστατεύονται καλύτερα σε ρυθμιζόμενες εθνικές αγορές, κυριαρχούμενες από ισχυρές οιονεί μονοπωλιακές εταιρείες, ανθεκτικές στις πιέσεις των παραγωγών και τις αιφνίδιες μεταβολές προσφοράς και ζήτησης. Ίσως δεν είναι σύμπτωση το γεγονός ότι πολλοί μεγάλοι ενεργειακοί όμιλοι της Ευρώπης πλην Βρετανίας στηρίζουν αυτό το επιχείρημα: άλλωστε, όσο λιγότερος ο ανταγωνισμός τόσο υψηλότερες οι τιμές. Η πολεμική αυτή επηρεάζει άμεσα τις ευρωπαϊκές εταιρείες. Σήμερα, οι επιχειρήσεις επιβαρύνονται με τιμές πολύ διαφορετικές από χώρα σε χώρα. Από την πλευρά τους, «παίζοντας» με τους φόβους περί ενεργειακής επάρκειας, οι προμηθευτές καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να δεσμεύσουν τους πελάτες τους σε συμβόλαια διαρκείας ώς και 15 ετών. Εμποδίζεται, έτσι, η ανάπτυξη διαφανών τιμών spot, και υπονομεύεται ο ανταγωνισμός. Μια πιο ελεύθερη αγορά ενέργειας κρίνεται ότι μπορεί να μειώσει τις τιμές. Η ενέργεια είναι ζωτική πρώτη ύλη για τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα της μεταποίησης, και οι αυξανόμενες τιμές ασκούν ανεπιθύμητες πιέσεις στα ήδη μικρά περιθώρια, καθώς οι εταιρείες επιχειρούν να ανταγωνιστούν τις αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας με τα φθηνά εργατικά χέρια. Είναι, άραγε, θετική η προώθηση της απελευθέρωσης των αγορών ή μια τέτοια εξέλιξη απλώς θα άνοιγε τον δρόμο για μια ενεργειακή κρίση όπως εκείνη της Καλιφόρνιας, το 2000-01; Και πόσο εξυπηρετεί, πολιτικά και εμπορικά, αυτό το επιχείρημα εκείνους που αμφισβητούν κάθε σκέψη για ενιαία αγορά και επιδιώκουν προστασία των εθνικών συμφερόντων; Η βρετανική εξαίρεση Κάποιες απαντήσεις βρίσκουμε στο κομμάτι της ευρωπαϊκής αγοράς που έχει ήδη απελευθερωθεί. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, η Βρετανία αποτελεί πρότυπο επιτυχούς απορρύθμισης. Μετά τις ιδιωτικοποιήσεις του 1990, ο ενεργειακός κλάδος της πέρασε από μια περίοδο εντατικής αναδιάρθρωσης. Σήμερα, τρεις από τις έξι μεγαλύτερες εταιρείες ελέγχονται από ξένους. Ο ανταγωνισμός απέβη θετικός για τους καταναλωτές: τα τελευταία 14 χρόνια, οι βρετανικές επιχειρήσεις πληρώνουν χαμηλότερες τιμές για φυσικό αέριο και ηλεκτρική ενέργεια από τις περισσότερες ευρωπαϊκές ανταγωνίστριές τους, ακόμα και μετά τις περυσινές δραστικές αυξήσεις. Η βρετανική αγορά προς το παρόν αντέχει την αιφνίδια ραγδαία συρρίκνωση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της Βόρειας Θάλασσας και τον δριμύ χειμώνα. Και οι αυξημένες τιμές χονδρικής έχουν πυροδοτήσει νέες επενδύσεις σε τερματικούς σταθμούς υγροποιημένου φυσικού αερίου και συμβάλλουν στις προοπτικές μιας νέας γενιάς πυρηνικών εργοστασίων. Η Βρετανία, όμως, δεν είναι κλειστή αγορά και οι εταιρείες της διαμαρτύρονται ότι οι καταναλωτές υποφέρουν λόγω της ανεπαρκούς απελευθέρωσης των ενεργειακών αγορών στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή αδυναμία απελευθέρωσης της αγοράς και η εμμονή στη σύναψη πολυετών συμβολαίων με τους προμηθευτές διατηρούν συνδεδεμένες τις τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου. Έτσι, η τιμή του φυσικού αερίου μένει αποκομμένη από την πραγματική προσφορά και ζήτηση και τελεί υπό τη χειραγώγηση των μεγάλων προμηθευτών. (Καθημερινή - The Economist, 19/2/06)