Tου Κ.Ν Σταμπολή
Η γεωπολιτική αστάθεια των τελευταίων μηνών (βλέπε Ρώσο – Ουκρανική κρίση αερίου, Ιράν, Ιράκ, Νιγηρία) μαζί με την συνεχιζόμενη αύξηση της ενεργειακής ζήτησης από χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία, οι κάτοικοι των οποίων έχουν αρχίσει να αποκτούν δυτικές καταναλωτικές συνήθειες, ευθύνονται για τις υψηλές τιμές πετρελαίου και των άλλων πρώτων ενεργειακών πρώτων υλών. Είναι εμφανές ότι διανύουμε την τρίτη μεταπολεμική πετρελαϊκή κρίση αφού οι διεθνείς τιμές πετρελαίου έχουν σταθεροποιηθεί πλέον πάνω από τα 60 δολ. και με προοπτική να φθάσoυν τα 70 δολ. μέχρι το τέλος του έτους. Η Ελλάδα το 2005 επλήρωσε περίπου 9.0 δισ.€ για εισαγωγές πετρελαίου (δηλ. 5.0% του ΑΕΠ) από τις οποίες καλύπτει το 70% των πρωτογενών της ενεργειακών αναγκών. Σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ε. Ένωσης η Ελλάδα εμφανίζεται από τις πλέον εξαρτώμενες από εισαγωγές πετρελαίου αφού ο μέσος Ευρωπαϊκός όρος εξάρτησης κυμαίνεται μεταξύ 40%-50%. Η χώρα μας, ως να οδηγείτο από αυτόματο πιλότο, τα τελευταία 20 χρόνια ακολούθησε μια αδιανόητη πορεία υπέρμετρης αύξησης της κατανάλωσης πετρελαίου. Αυτή απεδείχθη μία ατυχέστατη ενεργειακή επιλογή που βασίστηκε σε λάθος εκτιμήσεις και σωρεία λαθών γιατί: · Πορευθήκαμε με γνώμονα τις ανάγκες του σήμερα και όχι του αύριο. · Δεν αξιοποιήθηκαν οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας. · Δεν περιορίστηκε η σπατάλη καυσίμων. · Δεν επιδιώχθηκε η σταδιακή αναδιάταξη του ενεργειακού ισοζυγίου. Είναι προφανές ότι εάν δεν ληφθούν μέτρα, μεταξύ των οποίων και η αύξηση της φορολογίας των καυσίμων, πολύ σύντομα η εξάρτηση μας από το πετρέλαιο θα έχει εκτιναχθεί στο 80% ή και υψηλότερα. Δηλαδή με μαθηματική ακρίβεια οδηγούμεθα σε μία πλήρη ομηρία της χώρας από εισαγωγές καυσίμων. Μία εφιαλτική από κάθε άποψη προοπτική αφού οι υψηλές τιμές πετρελαίου αργά ή γρήγορα μεταφέρονται στην εσωτερική αγορά με ολέθριες επιπτώσεις για το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών, τον πληθωρισμό και κατά συνέπεια την οικονομική ανάπτυξη. Απόλυτα συνυφασμένη με την ενεργειακή πολιτική είναι η οικονομική πολιτική καθ’ ότι η ενέργεια αποτελεί βασικό παράγοντα στην διαμόρφωση καταναλωτικών τάσεων, συνθηκών αλλά και ανάπτυξης ολόκληρων κλάδων της οικονομίας. Η ύπαρξη άφθονης και ανταγωνιστικής σε τιμές ενέργειας αποτελεί προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη. Εάν εξαιρέσουμε την εισαγωγή του φυσικού αερίου, που ως πολιτική απόφαση ελήφθη το 1987, και αργότερα υλοποιήθηκε με την κατασκευή της απαραίτητης υποδομής, με αποτέλεσμα σήμερα η χώρα να τροφοδοτείται κανονικά, από τότε ουδεμία άλλη σοβαρή πρωτοβουλία ελήφθη. Εκτός βέβαια της ασθμαίνουσας διαδικασίας απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και η συμπαραγωγή καρκινοβατούν μέσα σ’ ένα αδιανόητο γραφειοκρατικό τοπίο παρά το γεγονός ότι τη δεκαετία του ΄80 ιδρύθηκε το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ) και αργότερα βάσει του ν. 2294/94 δόθηκε ώθηση στην ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας. Από τότε καμία συστηματική προσπάθεια δεν έγινε για την εισαγωγή νέων μορφών ενέργειας, σε μετρήσιμα μεγέθη, στο ενεργειακό ισοζύγιο. Ως εκ τούτου θεωρείται αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε η πλήρης αναθεώρηση της σήμερα ακολουθούμενης ατελέσφορης ενεργειακής πολιτικής που κάθε άλλο παρά συγκροτημένη και εστιασμένη μπορεί να θεωρηθεί. Βασικός άξονας μιας νέας ενεργειακής πολιτικής θα πρέπει να είναι η μείωση των εισαγωγών πετρελαίου, σε επίπεδα που θα πλησιάζουν τουλάχιστον τον μέσο όρο της Ε. Ένωσης, με την παράλληλη ανάπτυξη των πλούσιων εγχώριων πηγών ενέργειας, συμβατικών και μη, που διαθέτει η χώρα. Τους τελευταίους τέσσερις μήνες η κυβέρνηση επέρασε από τη Βουλή μία σειρά από σημαντικά ενεργειακά νομοσχέδια (απελευθέρωση αγορών ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου και βιοκαυσίμων) τα οποία εγγυώνται την ομαλή λειτουργία της αγοράς, ενώ ένα άλλο σημαντικό νομοθέτημα για τις ΑΠΕ καθυστερεί απαράδεκτα, χωρίς σοβαρή δικαιολογία, εδώ κι ένα χρόνο. Όμως παρά τους προς το αντίθετο ισχυρισμούς η ψήφιση αυτών και άλλων παρεμφερών νομοσχεδίων καθώς και η προώθηση των διεθνών ενεργειακών διασυνδέσεων (Αγωγοί φυσικού αερίου και πετρελαίου Ελλάδας – Τουρκίας, Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη κλπ) δεν συνιστούν ενεργειακή πολιτική. Στην ουσία η κυβέρνηση μέσω αυτών των δράσεων εκάλυψε τα διαχειριστικά κενά που άφησε η προηγούμενη. Αντίθετα η χάραξη μιας αποτελεσματικής ενεργειακής στρατηγικής θα πρέπει να βασισθεί στην ύπαρξη ενός μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού ώστε να εξυπηρετούνται τρεις βασικοί στόχοι: (α) Η διασφάλιση της προσφοράς ενέργειας (β) Η προστασία του περιβάλλοντος και (γ) Η ενίσχυση του οικονομικού ανταγωνισμού. Κανένα καύσιμο, από μόνο του, δεν πληροί τις τρεις αυτές προϋποθέσεις για την Ελλάδα. Ο λιγνίτης είναι σχετικά φθηνός και διαθέσιμος, αλλά πολύ ρυπογόνος. Το φυσικό αέριο είναι σχετικά καθαρό και (μέχρι πρόσφατα) φθηνό, αλλά προϋποθέτει αυξημένες εισαγωγές. Το πετρέλαιο είναι πολύ ακριβό, και θα γίνεται ακριβότερο, και εισάγεται καθ’ ολοκληρία. Οι ΑΠΕ είναι άφθονες, δε μολύνουν το περιβάλλον και μπορούν να καλύψουν πληθώρα αναγκών (θέρμανση, ηλεκτρισμό, μεταφορικό έργο) αλλά δεν έχουν αναπτυχθεί όλες σε εμπορικό επίπεδο. Η πυρηνική ενέργεια χρησιμοποιεί περιορισμένα καύσιμα και δεν εκπέμπει αέρια που ενισχύουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου αλλά οικονομικά δεν είναι πολύ ελκυστική και απαιτεί υψηλή τεχνολογία για να είναι ασφαλής. Έτσι ο καλύτερος τρόπος να επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι είναι η μικτή χρήση όλων των καυσίμων. Μία τέτοια ποικιλία σε καύσιμα και πηγές διασφαλίζει επαρκή προσφορά ενέργειας και ανταγωνιστικό κόστος. Σε κάθε περίπτωση οι τιμές ενέργειας στην Ελλάδα θα πρέπει να αυξηθούν σημαντικά ώστε ν’ αντανακλούν το υψηλό περιβαλλοντικό κόστος και τις αυξανόμενες διεθνείς τιμές. Η κυβέρνηση γνωρίζει την ανάγκη μιας προσεκτικά μελετημένης, μακροχρόνιας αλλά και ευέλικτης ενεργειακής πολιτικής μέσω της οποίας θα αντιμετωπισθούν όλες οι ανωτέρω προκλήσεις. Για αυτό απεφάσισε, μέσω ακόμα ενός νομοσχεδίου, την ίδρυση του Συμβουλίου Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής (ΣΕΕΣ). Όμως η χάραξη και εφαρμογή μιας επιτυχημένης ενεργειακής πολιτικής δεν εξαντλείται με νομοθετήματα αλλά προϋποθέτει μία γενικότερη κοινωνική αποδοχή, την στήριξη όλων των πολιτικών δυνάμεων και την πλήρη εναρμόνιση με την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική με την προώθηση μικρών και μεγάλων ενεργειακά αποδοτικών επενδύσεων. Κυρίως προϋποθέτει την ριζική επανεξέταση και επαναστόχευση του ακολουθούμενου σημερινού αδιέξοδου μοντέλου.