Του Ηλία Ευθυμιόπουλου*
Χωρίς πυρηνικά και πετρέλαιο φιλοδοξεί να πορευθεί στο άμεσο μέλλον η Σουηδία, δίνοντας έτσι το παράδειγμα μιας απεξάρτησης πολύ ωφέλιμης για την υγεία, την κοινωνία και το περιβάλλον. Με το 2020 ως ορίζοντα της κατάκτησης του φιλόδοξου αυτού στόχου, η Σουηδία ίσως να γίνει η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα η οποία θα διαβεί το κατώφλι της οικολογικής και αειφόρου οικονομίας, πολύ πριν δηλαδή υποχρεωθεί από τις αναπόδραστες πιέσεις της αγοράς και των διεθνών συμφωνιών για τις κλιματικές αλλαγές. Σε αυτό βοήθησαν σημαντικά η κληρονομιά μιας πραγματικά προοδευτικής σοσιαλδημοκρατίας, τα κινήματα των πολιτών και οι επενδύσεις στην έρευνα για τις νέες τεχνολογίες. Ήδη, μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον χώρο της ενέργειας, αλλά και η εγχώρια αυτοκινητοβιομηχανία, κινούνται στον ρυθμό του υδρογόνου (κατά πολλούς το καύσιμο του μέλλοντος) και στην παραγωγή φυτικών υδρογονανθράκων και αλκοόλης που μπορούν να υποκαταστήσουν σε σημαντικό βαθμό το πετρέλαιο και τη βενζίνη στις μεταφορές. Να σημειώσουμε ότι σε έναν παρόμοιο δρόμο κινείται και η Ισλανδία, βασιζόμενη όμως στα πολύ πλούσια κοιτάσματα της γεωθερμίας. H Σουηδία δεν είναι βέβαια το μοναδικό παράδειγμα. Σχεδόν παράλληλα με αυτήν, η Δανία αποφάσισε να επενδύσει σοβαρά στην τεχνολογία των αιολικών μηχανών, με αποτέλεσμα να είναι σήμερα η ηγέτιδα δύναμη στον κόσμο, ξεπερνώντας πολύ γρήγορα και τις ΗΠΑ, που ξεκίνησαν πολύ επιθετικά τη δεκαετία του '80 με το «θαύμα της Καλιφόρνιας». Σε ανάλογη τροχιά η Γερμανία, χωρίς βέβαια τον ήλιο της Ελλάδας, ειδικεύτηκε στα φωτοβολταϊκά, κερδίζοντας έτσι όχι μόνο ένα μεγάλο μερίδιο της αγοράς, αλλά και τη διεθνή αναγνώριση για την προσπάθεια ανατροπής του προηγούμενου ενεργειακού καθεστώτος. Ας μην ξεχνάμε ότι και η Γερμανία και η Σουηδία δεν είχαν να σκεφθούν μόνο πάνω στα σενάρια και τις πολιτικές τις μετάβασης, αλλά και στη δυνατότητα της απαλλαγής από μια σοβαρή επιλογή του παρελθόντος, χωρίς κλυδωνισμούς και συνέπειες για την οικονομία τους. H απόφαση της αποπυρηνικοποίησης δεν ήταν καθόλου εύκολη, ακόμη και αν νομιμοποιούνταν από δημοψηφίσματα ή ανέξοδες οικολογικές ρητορείες. Αν όμως οι χώρες που προαναφέρθηκαν ανέλαβαν το κόστος αυτής της ανατροπής, τι γίνεται με τις υπόλοιπες, και ιδίως τις νεοεισερχόμενες, οι οποίες βιώνουν ακόμη τον ίλιγγο του έρωτά τους με τον σκληρό και αγοραίο καπιταλισμό; Παράδειγμα αποτελούν η γειτονική μας Ρουμανία και η μακρινή Φινλανδία, οι οποίες, αν και ετοιμάζονται να γίνουν δεκτές στην πολύ ανεκτική πλέον και ευρεία ευρωπαϊκή οικογένεια περί το 2008, κατασκευάζουν νέους πυρηνικούς αντιδραστήρες. Μια τέτοια στάση δημιουργεί ευλόγως πολλά ερωτηματικά, όχι μόνο σ' εκείνους που αναλαμβάνουν μονομερώς το κόστος της απαλλαγής από τον εφιάλτη του πρόσφατου παρελθόντος (ας μην ξεχνάμε το Τσερνόμπιλ) αλλά και σε όσους συνεχίζουν να πιστεύουν στην προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Με άλλα λόγια, η ολοκλήρωση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την κοινή πολιτική στα θέματα της ενέργειας, δεδομένης τής σχεδόν αναπόφευκτης υπαγωγής των κρατών-μελών στην υπερτοπική δικαιοδοσία των δικτύων. H πυρηνικής προέλευσης κιλοβατώρα από την Τσεχία ή τη Βουλγαρία, για παράδειγμα, δεν έχει καμιά διαφορά από αυτήν που παράγουν οι ανεμογεννήτριες στην Κρήτη, από τη στιγμή που και οι δυο καταλήγουν στην ίδια ενεργειακή δεξαμενή. Όσο για τα δικά μας, καλά κάνουν οι φορείς που τα βάζουν με τον κ. Σιούφα, ο οποίος πήρε πίσω τις αρχικές του προτάσεις στο νομοσχέδιο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αν και φοβάμαι ότι ο μαξιμαλισμός των αιτημάτων και η πληθώρα των προσεγγίσεων ακυρώνουν στην πράξη τη δυνατότητα να υπάρξει μια πραγματικά τολμηρή προσέγγιση και όχι μια σούπα συμβιβασμών. Μήπως θα ήταν καλύτερα να εστιάσουν όλοι τα πυρά τους σε μια σχετικά απλή (στη σύλληψή της και τη διατύπωση) ρύθμιση, όπως είναι για παράδειγμα η επιδότηση των φωτοβολταϊκών στις κτιριακές κατασκευές; Κάτι δηλαδή απλό, το οποίο καταλαβαίνουν οι πολίτες, το θέλουν οι πολιτικοί, το έχει ανάγκη η αγορά και που και μόνο η εμπειρία των όσων έχουν προηγηθεί (βλ. Ισπανία, Ιταλία κ.τλ.) φθάνει για να κάμψει την αντίσταση της οικονομικής (ή συντεχνιακής) λογοκρισίας; (Τα Νέα, 24/2/06) Ο Ηλίας Ευθυμιόπουλος είναι πρώην υφυπουργός.