Αγνοώντας πρὸς τὸ παρὸν ὅτι ὁ Θεὸς πέθανε καὶ οὔτε κἂν ὑπῆρξε, ἡ ‘ἐπιστήμη’ κατόρθωσε νὰ ἀποδείξει ὅτι “ἡ Αὐτοκρατορία τοῦ Παραδείσου… βρίσκεται σὲ ἀπόσταση 1.799.955.500 μιλίων ἀπὸ ἐμᾶς”, ἐνῶ “ἡ Κόλαση βρίσκεται σὲ ἀπόσταση 3.758 ¼ μιλίων ἀπὸ ἐμᾶς” καὶ “ἔχει εὖρος 2.505 ½ μιλίων”![85] Ὁ ἴδιος ὁ Νεύτων, ἀπὸ τοὺς κύριους θεμελιωτὲς τῆς νεώτερης ‘ἐπιστημονικῆς’ μεθόδου, “δὲν ἔγραψε μόνο τὰ Principia ἀλλὰ καὶ μιὰ πραγματεία περὶ τῆς τοπογραφίας τῆς Κολάσεως”.[86]
Αγνοώντας πρὸς τὸ παρὸν ὅτι ὁ Θεὸς πέθανε καὶ οὔτε κἂν ὑπῆρξε, ἡ ‘ἐπιστήμη’ κατόρθωσε νὰ ἀποδείξει ὅτι “ἡ Αὐτοκρατορία τοῦ Παραδείσου… βρίσκεται σὲ ἀπόσταση 1.799.955.500 μιλίων ἀπὸ ἐμᾶς”, ἐνῶ “ἡ Κόλαση βρίσκεται σὲ ἀπόσταση 3.758 ¼ μιλίων ἀπὸ ἐμᾶς” καὶ “ἔχει εὖρος 2.505 ½ μιλίων”![85] Ὁ ἴδιος ὁ Νεύτων, ἀπὸ τοὺς κύριους θεμελιωτὲς τῆς νεώτερης ‘ἐπιστημονικῆς’ μεθόδου, “δὲν ἔγραψε μόνο τὰ Principia ἀλλὰ καὶ μιὰ πραγματεία περὶ τῆς τοπογραφίας τῆς Κολάσεως”.[86]

Ἡ περίοδος αὐτή, “ὅταν ἡ γνώση τῆς φύσης καὶ ἡ μεταφυσικὴ πίστεψαν πὼς ηὗραν ἕνα κοινὸ θεμέλιο”,[87] ἦταν ἐπίσης ἡ περίοδος ὅπου ἄρχιζαν νὰ σταθεροποιοῦνται τὰ ‘ἀντικειμενικὰ’ κριτήρια τῆς ‘ἐπιστημονικῆς’ γνώσης, ἡ αὐθεντία τῶν ὁποίων ἐπρόκειτο νὰ ἀντικαταστήσει τὶς ἐπιστημοθρησκευτικὲς κακοτεχνίες, ὅπως ἐκεῖνες τῆς τοπογράφησης τῆς κολάσεως, καὶ ἀκόμη νὰ ἀντικαταστήσει κάποιες αὐθεντίες ποὺ εἶχαν προηγουμένως δημιουργηθεῖ (ὡς αὐθεντίες) καὶ ἀπομείνει ἀπὸ τὸ παρελθόν, τὴν παράδοση ἐκείνη τοῦ δυτικοῦ Μεσαίωνα, ἡ ὁποία “μετέτρεψε τὶς ἀριστοτελικὲς θεωρίες σὲ ἕνα αὐταρχικὸ καὶ ὁριστικό, ἀνεπίδεκτο ἀμφισβήτησης δόγμα, ποὺ σὺν τῷ χρόνῳ εἶχε περιβληθεῖ τὸ κύρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, εἶχε γίνει μία οἱονεὶ κιβωτὸς τῆς ἀποκεκαλυμμένης γνώσεως”,[88] ὥστε οἱ ἴδιοι οἱ ‘ἐπιστήμονες’ δὲν τολμοῦσαν νὰ ἀμφισβητήσουν τὸν Ἀριστοτέλη, προτοῦ δώσει τὴν ἄδεια ὁ πάπας καταδικάζοντάς τον. Ἡ λογοκρισία τοῦ ‘φιλοσόφου’ ὑπῆρξε σύντομη, ὁ παπισμὸς συνέχισε νὰ οἰκοδομεῖται στὸν ἴδιο ἀριστοτελισμὸ ποὺ κάποια στιγμὴ φοβήθηκε, ἀλλὰ τὸ σύνθημα γιὰ ἀπεξάρτηση τῆς ‘ἐπιστήμης’ εἶχε δοθεῖ, καὶ ὅλα ὁδηγοῦσαν στὴν ἐπανάσταση τοῦ 17ου αἰῶνα.
 
“Σὲ πολλὰ κείμενα τοῦ 17ου αἰῶνα συναντᾶ κανεὶς τὴ διαπίστωση ὅτι ἀφοῦ οἱ ἀρχαῖοι δὲν γνώριζαν τὸν κόσμο στὸν ὁποῖο ζοῦσαν, δὲν μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἡ πηγὴ κάθε γνώσης.[[89]] Ἡ τυφλὴ καὶ ἀπόλυτη πίστη στὰ δόγματα τῆς ἀρχαιότητας [=ἡ ἀντίληψη τῆς φιλοσοφίας ὡς παραγωγῆς δογμάτων] ποὺ ἐπεκράτησε στὴ διάρκεια τοῦ [δυτικοῦ] Μεσαίωνα ἔμπαινε πλέον σὲ μιὰ περίοδο κρίσης [=χρειάζονταν τώρα συνεχῶς περισσότερα ἀλλὰ καὶ συνεχῶς ‘ἀποδεδειγμένα’ δόγματα]. Ἀντὶ νὰ ἐξακολουθήσουν νὰ προσβλέπουν μὲ νοσταλγία πρὸς τὸ [ἀρχαῖο ἑλληνικὸ] παρελθὸν καὶ νὰ τὸ θεωροῦν σὰν μιὰ χαμένη χρυσὴ ἐποχή, ποὺ αὐτοὶ ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ δημιουργήσουν,[[90]] ὁλοένα καὶ περισσότεροι Εὐρωπαῖοι ἄρχισαν νὰ ἀτενίζουν τὸ μέλλον μὲ αἰσιοδοξία, κάνοντας ὄνειρα γιὰ [παροξυσμὸ αὐτοδικαίωσης καὶ βιο‑μηχανίας, τὸν ὁποῖο ἀποκαλοῦσαν] πρόοδο καὶ καινοτομίες”.[91]
 
Ὅπως εἴδαμε, ἡ τέτοια αὐτονόμιση τῆς ‘ἐπιστήμης’ καθυστέρησε ἐλαφρὰ ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς προϋποθέσεις της, ἐπειδὴ ὁ παπισμὸς εὐνοοῦσε τὸν σχολαστικὸ μηχανισμό, καὶ ἐπειδὴ εἶχαν ἀντληθεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὠφέλη ἀρκετὰ σημαντικά, γιὰ νὰ μὴ μποροῦν νὰ παραμερισθοῦν ἐν μιᾷ νυκτί. Σιγὰ σιγὰ ὅμως ὁ παπικὸς κλῆρος πετάχτηκε στὸ περιθώριο ποὺ ὅριζαν τὰ ἀλάθητα καὶ τὰ πρωτεῖα του, δηλαδὴ καὶ διαρκῶς ἀπειλητικὸ περιθώριο, ἐνῶ καὶ ὁ ἀνώτερος ἀπὸ χρυσάφι ‘ἐπιστημονικὸς’ χαλκὸς ἀπέμενε πιὰ σίδερο.
 
“Ἕνα ἀπὸ τὰ ὑπο-προϊόντα τῆς ἐπανάστασης τῆς ἀνθρώπινης[[92]] σκέψης ποὺ προκλήθηκε τὴν περίοδο αὐτή, ἀποτελεῖ ἡ ἀνάπτυξη τῆς στατιστικῆς μεθόδου… Οἱ ἀριθμοὶ ἄρχισαν νὰ ἀποκτοῦν μιὰ δική τους ὀντότητα… Ἀκριβῶς μέσα σ' αὐτὸ τὸ πολιτισμικὸ κλίμα, δημιουργήθηκε καὶ ἀναπτύχθηκε ἡ σχολὴ ‘τῆς πολιτικῆς ἀριθμητικῆς’· ὁ Graunt, ὁ Petty καὶ ὁ Halley ἐξέθεσαν τὶς δημογραφικές τους ἐκτιμήσεις καὶ κατασκεύασαν τοὺς πρώτους πίνακες ἐπιβίωσης… Ἡ νέα κατηγορία προβλημάτων ἦταν τὸ τελικὸ προϊὸν μιᾶς πρωτόγνωρης μεταστροφῆς τῆς ἀνθρώπινης σκέψης ποὺ τώρα πλέον ἀπέδιδε μεγαλύτερη σημασία στὸ λογικὸ ἀπ' ὅ,τι στὸ παράλογο,[93] ἔδινε προτεραιότητα στὸν πραγματισμὸ ἔναντι τοῦ ἰδεαλισμοῦ[94] καὶ στὴν ἐπικαιρότητα ἔναντι τῆς ἐσχατολογίας.[95]… Ἡ ἔμφαση ποὺ δόθηκε στὸν πειραματισμὸ ἄνοιξε τὸν δρόμο πρὸς τὴν ἐπίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων τῆς παραγωγῆς”.[96]
 
Μοιάζει παράδοξο, πῶς ἀπὸ τὸν δογματισμὸ τοῦ δυτικοῦ Μεσαίωνα ἡ ‘ἐπιστήμη’ προέκυψε μὲ ἔνταση, ποὺ δὲν εἶχε οὔτε κἂν στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα. Καὶ δὲν εἶναι παράδοξα ὅσα συνέβησαν στὴν Κίνα, τὴν Ἰαπωνία ἢ τὴ Ρωσία; Ὁ δογματισμὸς ὡς τέτοιος δὲν ἔρχεται ἀπαραιτήτως σὲ ἀντίφαση μὲ τὴν ‘ἐπιστήμη’, γιατὶ κι αὐτὸς ἔχει τὶς ἀρχές του, καὶ ἐνδέχεται νὰ ἔχει ἐπίσης θεμελιώσεις καὶ τεκμηριώσεις, ἀκόμη καὶ τὰ πειράματα καὶ τὶς συνεργασίες του, ὥστε ἴσως μοιάσει καὶ “φρούριο ἀπὸ ὁρισμούς, ἀπὸ συμπεράσματα, ἀπὸ πορίσματα, ἀπὸ ρητὲς καὶ ὑπονοούμενες προτάσεις”.[97] Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ποιότητα ὅλων αὐτῶν, πάντως τὸ ‘ἐπιστημονικὸ’ σχῆμα δὲν τοῦ εἶναι πάντα τελείως ξένο.
 
Ἡ ἴδια ἡ ἀποδοχὴ τοῦ θαύματος ἢ ἀκόμα τοῦ ἰσχυρότερου δυνατοῦ ψευδο‑αποφατισμοῦ, ἐνδέχεται νὰ γίνει ἀρχὴ πληθώρας σκέψης, τελείως σύμφωνης μὲ τὸ ‘ἐπιστημονικὸ’ σχῆμα. Ἀρκεῖ νὰ ἔχω ἕνα μόνο ψευδοαποφατικὸ θεώρημα (γιὰ παράδειγμα: ἡ θεία φύση δὲν εἶναι καταληπτή), καὶ ἐπάνω του, ἔστω ἁπλῶς γιὰ νὰ τὸ ἐλέγξει, μπορεῖ νὰ οἰκοδομηθεῖ μία σκέψη ποὺ μόνο ἀκαταληψία δὲν θὰ περιέχει. Γι' αὐτὸ εἶναι δυνατὴ ἡ ἀνάπτυξη τοῦ ἐπιστημονικοῦ σχήματος ἀκόμα καὶ σὲ παραδόσεις ὅπως ἡ ἰσλαμικὴ καὶ ἡ ἑβραϊκή, ὅπου ὁ Θεὸς εἶναι ἀπρόσωπος καὶ ἡ πίστη τείνει στὸν φανατισμό.
 
Ὁ λογιστικὸς ‘ἀποφατισμὸς’ χρησιμεύει ὑπὸ προϋποθέσεις, καὶ πάλι μόνο γιὰ “νὰ μὴ φανταζόμαστε τὰ μικρότερα κι ἔτσι ξεπέσουμε ἀπὸ Ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι ἀσύγκριτα ὑψηλότερος ἀπὸ ὅλα”,[98] στὴν οὐσία του ὅμως εἶναι καταφατικός, ἔστω καταφάσκοντας ἀποφάσεις, ὥστε κατάφαση καὶ ἀπόφαση ταυτίζονται. Τέτοιος ἀποφατισμὸς ἢ καταφατισμὸς οὔτε ἀπὸ μόνος του δὲν ἀρκεῖ, οὔτε προϋποτίθεται κατ' ἀνάγκην ἢ γιὰ ὅλους ἢ πάντοτε. Ἐπιπλέον, στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ ψευδοαποφατισμὸς τροφοδοτεῖ πληθώρα λόγου, δὲν εἶναι πιὰ μόνο καταφατικὸς ἀλλὰ καὶ ἀντιφατικός. Ἕνας ἀποφατισμὸς ποὺ γεννιέται, ὑπάρχει καὶ προορίζεται γιὰ τὸ ἐπίπεδο τῆς λογιστικῆς, εἶναι τόσο πιὸ ἔγκυρος ὅσο τείνει στὴν καθαρὴ σιωπή, ὅπως συμβαίνει, γιὰ παράδειγμα, στὸν ταοϊσμό. Ὅμως πραγματικὸς ἀποφατισμὸς ὑπάρχει ὅταν ἡ λογιστικὴ κατάφαση ὅσο καὶ ἡ ἀπόφαση ὑπερβαίνονται χωρὶς νὰ ἀπωθοῦνται, τὸ ὁποῖο θὰ δοῦμε ἀργότερα πῶς συμβαίνει, καὶ μέσα στὸ ὁποῖο ἡ ὁμιλία ὅσο καὶ ἡ σιωπὴ βρίσκονται ἐξίσου ἱκανὲς καὶ πέρα ἀπὸ κάθε ὅρο καὶ μέγεθος.

Ἡ ποιότητα τῆς προσωπικῆς ζωῆς καθορίζει τὴν ἀναφορὰ στὶς ἀρχὲς καὶ μέσα της ἐγγράφει τὴ μοῖρα τοῦ δόγματος. Ἡ ποιότητα αὐτή, στὴν περίπτωση τοῦ δυτικοῦ Μεσαίωνα, ἦταν (στὴ γενικὴ πολιτισμικὴ κατεύθυνση, καὶ πάντα σὲ σύγκριση μὲ τὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ) ἐνδυνάμωση τοῦ βιο‑μηχανικοῦ προτάγματος (ἀκόμη καὶ ὡς συστηματικῆς προπαρασκευῆς γιὰ τὴν ἐρχόμενη Κρίση), ἕνας δυναμικὸς δογματισμός, στὴν οὐσία λοιπὸν ταυτόσημος τοῦ ἐπιστημονισμοῦ, ἡ πίστη ὡς ἐξελισσόμενη ἰδεολογία καὶ μηχανή.
 
Χάρη στὴν ἀκόμη πιὸ δυναμικὴ καὶ ἐργαλειακὴ φύση του, σὲ σύγκριση μὲ τὸν θρησκευτικὸ (ἢ καὶ τὸν πολιτικὸ) δυναμικὸ δογματισμό, ὁ ἐπιστημονισμὸς μπορεῖ νὰ ἐξαπλώνεται κυριαρχικὰ σὲ πολὺ διαφορετικὲς πολιτισμικὲς παραδόσεις, χωρὶς αὐτὸ νὰ εἶναι παράδοξο, ὅπως δὲν εἶναι παράδοξο ὅτι δὲν κυριάρχησε στὸν βυζαντινὸ κόσμο, ἀλλὰ οὔτε στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικό. Ὅτι ὅμως ἡ ‘ἐπιστημονικὴ’ συνείδηση ὡς τέτοια χρειάζεται τὸ φάντασμα τῆς ἀντικειμενικότητας, καὶ αὐτῆς σὲ δαιδάλους εἰδικευμένης, δηλαδὴ ὅσο γίνεται πιὸ ὕπουλης καὶ ἑδραιωμένης ἀντικειμενοποίησης, δὲν σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δυνατὸ νὰ ἀρκεσθεῖ στὴν ἄψυχη καὶ ἀκόμα πλαστὴ ὕπαρξη. Διότι ἀδύνατο νὰ εἶναι γνήσια ὡς ἀντικειμενικότητα ἰδίως (ἔστω μόνο ἐπειδὴ ἱδρύθηκε αὐθαίρετα), καὶ ἀδύνατο νὰ ἱκανοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο, ὅταν συμβάλλει στὴν κατάργηση τῆς κοινωνίας: “συνεχίζει νὰ μ' ἐντυπωσιάζει τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ πανεπιστήμιο ὡς κουλτούρα, τόσο μὲ τὴν ἀνθρωπολογικὴ ὅσο καὶ τὴν κοινωνιολογικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, ἔχει ἐξελιχθεῖ σὲ κάτι ποὺ πλησιάζει μίαν αὐτάρκη κλειστὴ [περίπου‑]κοινωνία… Τὸ πανεπιστήμιο τείνει νὰ γίνει ἕνας καθαυτὸ ἀπομονωμένος [περίπου‑]κόσμος καὶ μιὰ ἀποξενωμένη κοινωνία, ποὺ οἱ παρανοϊκὲς συνέπειες τῶν ἴδιων της τῶν ζωτικῶν δυνάμεων δραστηριότητας, συγκέντρωσης καὶ ἐπαγγελματισμοῦ, τὴν ἀποκόπτουν ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Ὡστόσο ἡ πραγματικότητα, στὸν βαθμὸ ποὺ ἀφορᾶ στὴν πνευματικὴ ζωή, λέει σίγουρα τοῦτο: ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ πνεύματος στὸ πανεπιστήμιο περιορίζεται ἢ ἀκόμη καὶ παγιδεύεται ἀνάμεσα σὲ δύο [τουλάχιστον]Lasky μυλόπετρες: μιὰ εἶναι ἡ ἀνάγκη γιὰ ἐπιστημονικὴ εἰδίκευση, καὶ μιὰ εἶναι ἡ ἀναπόφευκτη ἐκλαΐκευση…

“Ἂν δὲν ὑπάρχει ἕνα ὑψηλότερο ἐπίπεδο πάνω στὸ ὁποῖο θὰ σταθοῦμε, ἂν δὲν ἔχουμε κανένα λόγο νὰ κρατηθοῦμε ὄρθιοι, ἂν δὲν ἐνδιαφέρει καμμιὰ κίνηση ποὺ νὰ κοσμεῖ τὴ στάση μας καὶ κανένας χρόνος γιὰ κάτι περισσότερο ἀπὸ μιὰ σύντομη στιγμὴ ἐπικοινωνίας, τότε μποροῦμε [;] νὰ ὑποψιαστοῦμε ὅτι ἔχουμε φτάσει στὸ σημεῖο, ὅπου ἡ κουλτούρα θὰ ὑποχρεωθεῖ νὰ ὑπάρχει χωρὶς νὰ συνδέεται μὲ μιὰ πνευματικὴ κοινότητα. Θἆναι ἕνα ἔργο χωρὶς ὑπόθεση, θέατρο χωρὶς σκηνή, μιὰ παράσταση χωρὶς ἀκροατήριο, ὁ ἦχος τοῦ χειροκροτήματος χωρὶς τὴ συμμετοχὴ μιᾶς αὐθόρμητης, πολιτισμένης ἀνταπόκρισης. Κάτι τέτοιο θὰ μοῦ φαινόταν —καὶ ἐλέγχω ὅσο μπορῶ περισσότερο τὴν μελαγχολία μου— ὅτι προοιωνίζει μιὰ σοβαρὴ κατάρρευση τῆς πνευματικῆς ζωῆς στὰ περισσότερα μέρη τῆς Δυτικῆς κοινωνίας”.[99]

Ὅμως οἱ οἰωνοὶ δὲν εἶναι τόσο πρόσφατοι, ὅπως οὔτε ὁ ἐπιστημονισμός, καὶ εἶχαν ἤδη ἐπαληθευτεῖ, ὅταν γράφονταν αὐτὲς οἱ γραμμές.
 
 
Σημειώσεις
[85] Bonardo, Τὸ Μέγεθος, τὸ Εὖρος, ἡ Ἀπόσταση Κάθε Σφαίρας Ὑπολογισμένης σὲ Δικά μας Μίλια (Βενετία 1589) – παραθέτει ὁ Τσιπόλα, Ἡ Εὐρώπη πρὶν ἀπὸ τὴ βιομηχανικὴ ἐπανάσταση, ὅ.π., σ. 315. Τὴ λογικὴ τῶν ἀποδείξεων αὐτῶν προϋποθέτει (συνειδητὰ ἢ μὴ) ὅποιος θεωρεῖ πνευματικὴ πρόοδο καὶ ἀποκόλληση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ χῶμα, τὰ διαπλανητικὰ ταξίδια, τὰ ὁποῖα στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι παρὰ συμπλήρωση τοῦ γήινου μὲ ἀστρικὸ χῶμα στὴ διαστημικὴ ἐπέκταση τῆς δυτικῆς ἐρήμου.
[86] Καῖσλερ, Ὁ Κομμισσάριος καὶ ὁ Γιόγκι, ὅ.π., σ. 139.
[87] Μερλὼ-Ποντύ, Σημεῖα, ὅ.π., σ. 238.
[88] Ν. Ἐλίας, Περὶ χρόνου, ὅ.π., σ. 140. Ἀκόμη καὶ ὁ Γαλιλαῖος, “προτίμησε νὰ μὴν πιστέψῃ τὰ μάτια του παρὰ ν' ἀμφισβητήσῃ τὴν ἐσφαλμένη γνώμη τοῦ Ἀριστοτέλους!” (βλ. Ράμφου, Ἱλαρὸν φῶς τοῦ κόσμου, Ἀθήνα 1990, σ. 36).
[89] Ὡς ἄγνοια τοῦ κόσμου ἐννοῶντας, ὅτι οἱ ἀρχαῖοι δὲν πίστευαν στὴ σφαιρικότητα τῆς γῆς. Ὅμως τουλάχιστον ἀπὸ τὸν 5ο αἰῶνα θεωροῦσαν τὴ γῆ σφαιρική, τὸν 4ο αἰ. ὁ Ἡρακλείδης δὲν ἀμφέβαλλε οὔτε κἂν γιὰ τὴν περιστροφικὴ κίνηση γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της, ἐνῶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 3ου αἰ. ὁ Ἀρίσταρχος ὁ Σάμιος ἀπέδειξε τὸ ἡλιοκεντρικὸ σύστημα. Τὸν 17ο αἰῶνα ἡ ‘ἐπιστήμη’ ἀγνοοῦσε τί ἀκριβῶς πίστευαν οἱ ἀρχαῖοι γιὰ τὸ θέμα; Κανονικὰ δὲν θὰ ἔπρεπε. Ὁ Μεσαίωνας δὲν γνώριζε τὴ διδασκαλία τοῦ Ἀρίσταρχου, γιὰ τὴν ὁποία εἶχε μιὰ ἐνημέρωση ὁ Ἀκινάτης, ἀλλὰ γνώριζε τὸν Ἡρακλείδη. Ὅμως δὲν ἔχει σημασία αὐτὸ ἀπὸ μόνο του, γιατὶ ἐδῶ τὸ οὐσιῶδες εἶναι ἡ ταύτιση τῆς μετρήσιμης καὶ ἀποδείξιμης ὡς μόνης πραγματικῆς κοσμολογικῆς γνώσης, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἀρχαίους ἡ γνώση αὐτὴ εἶχε σημασία κατώτερη τῆς φιλοσοφικῆς καὶ μυθολογικῆς.
[90] Συμμετέχει, δηλαδή, καὶ ὁ παράγοντας τοῦ ζήλου ὡς αὐτοδικαιώσεως.
[91] Τσιπόλα, Ἡ Εὐρώπη πρὶν ἀπὸ τὴ βιομηχανικὴ ἐπανάσταση, ὅ.π., σ. 312.
[92] Ἀπ' ὅπου μαθαίνουμε ὅτι ἀνθρώπινο εἶναι τὸ δυτικοευρωπαϊκό.
[93] Χωρὶς ὁ συγγραφέας νὰ διερωτᾶται, μήπως (καὶ πῶς ἢ πότε) ἡ σκέψη ποὺ κατάντησε νὰ ἔχει παράλογη πίστη, ἐνδέχεται νὰ στρέφεται τώρα καὶ νὰ δεσμεύεται ἐπίσης παραλόγως στὸ λογικό...
[94] Χωρὶς ὁ συγγραφέας νὰ διερωτᾶται μήπως καὶ ἡ στροφὴ στὸν πραγματισμὸ μπορεῖ νὰ εἶναι ἰδεαλιστική.
[95] Ὅπου ὑποδηλώνεται μιὰ ἀλήθεια. Ἡ πίστη ποὺ καταστράφηκε στὴ βιο‑μηχανία, προηγουμένως εἶχε καταστρέψει τὸ ἴδιο τὸ ἔσχατο σὲ φάντασμα, τὸ ὁποῖο δὲν ἀφοροῦσε πραγματικὰ στὴ ζωὴ κανενός, τελείως ἀνεπίκαιρο.
[96] Τσιπόλα, Ἡ Εὐρώπη πρὶν ἀπὸ τὴ βιομηχανικὴ ἐπανάσταση, ὅ.π., σελ. 313 καὶ 315-6. Γιὰ τὴν παλαιότητα τῶν κινήτρων πρβλ. τὸν Κρόμπυ, Ἀπὸ τὸν Αὐγουστῖνο στὸν Γαλιλαῖο, ὅ.π., σ. 189: “τὰ προβλήματα ποὺ προέκυπταν ἀπὸ τὴ διάλυση συνεταιριστικῶν ἐπιχειρήσεων (μερικὰ μάλιστα συζητοῦνταν στὴν Ἰταλία ἀπὸ τὸν 12ο κιόλας αἰῶνα), καθὼς καὶ αὐτὰ ποὺ συνδέονταν μὲ τὸν τόκο, τὴν προεξόφληση καὶ τὴν ἀνταλλαγὴ ἀξιῶν, συγκαταλέγονταν στὰ κυριότερα κίνητρα τῆς μαθηματικῆς ἔρευνας”.
[97] Ἔρασμος, Μωρίας ἐγκώμιον – παραθέτει ὁ Καῖσλερ, Οἱ Ὑπνοβάτες, ὅ.π., σ. 82.
[98] Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Περὶ ἀγάπης Γ 49.
[99] Λάσκυ, Ὁ μεγάλος τροχός, μτφρ. Ζ. Δρακοπούλου, Ἀθήνα χ.ἔ., σελ. 29-33. Μπορεῖ ἀκόμη νὰ σημειωθεῖ τὸ ἑξῆς. Ἡ ἐκλαΐκευση, ἄλλη μιὰ περίπτωση μάταιης πλὴν ὅμως ‘καλῆς’ προαίρεσης, στὴν πράξη δηλώνει στοὺς καταναλωτές της: μπορεῖς νὰ μάθεις αὐτὸ ποὺ ἔμαθα, ἀγνοῶντας καί τὶς προϋποθέσεις καί τὶς λεπτομέρειες τῆς γνώσης, ὅλη τὴν πορεία γιὰ τὴ γνώση. Ἑπομένως δὲν προσφέρει μόνο ἀμφίβολο ἀγαθό, ὅπως εἶναι κάθε ‘ἐπιστημονικὸ’ ἀγαθό, ἀλλὰ τὸ προσφέρει καὶ μὲ τὴν ἐντολή νὰ τὸ παραλάβω ὡς κακό, νὰ μή μετέχω σὲ πνευματικὴ πορεία καὶ προκοπή, ἀντὶ παιδείας νὰ ἔχω μιὰ ἐπιδερμικὴ πληροφόρηση. Ὅταν αὐτὸ συμβαίνει στὶς ‘θετικὲς’ ‘ἐπιστῆμες’, καταλαβαίνουμε ὅτι ἁπλῶς ὑποσκάπτεται ἡ ‘ἐπιστήμη’, ὁπότε μικρὸ τὸ κακό, ἐφόσον ἄλλωστε ἀναπληρώνεται ἀπὸ ἀλλότρια κίνητρα. Ὅταν ὅμως συμβαίνει καὶ στὴ φιλοσοφία ἢ τὴ θεολογία, ναὶ μὲν ὑποσκάπτονται ὡς ‘ἐπιστῆμες’, ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἶναι ‘ἐπιστῆμες’, διαβάλλεται ἐμμέσως ἀκόμα καὶ ἡ πραγματική τους διάσταση, τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα σφετερίζονται καὶ ἤδη ὡς ‘ἐπιστῆμες’ διαβάλλουν, δηλαδὴ μὲ τὴν ἐκλαΐκευση ὁλοκληρώνουν τὴ διαβολὴ ὅσο γίνεται πιὸ εὐρύτερα. Ἔτσι ἔχουμε βιβλία τοῦ τύπου ‘ὁ Πλάτωνας σὲ 10 μαθήματα’, δηλαδὴ ἀκόμα πιὸ ἐφιαλτικὲς εἰκόνες τοῦ ἤδη ἐφιαλτικοῦ ‘ἐπιστημονικοῦ’ ἀρχετύπου: ‘ὁ Πλάτωνας (καὶ ὄχι μόνο!) σὲ 6 χρόνια μὲ ἀπονομὴ Μάστερ’…
 
πηγή:  www.ellopos.net/gr/machina

(www.antifono.gr, 25/09/2015)