Tου Κ. Ν. Σταμπολή
«Τα δύο αρχικά γράμματα από τα οποία πήρε το όνομά της η εταιρεία μου, η BP, μέχρι τώρα γνωστής ως British Petroleum, αποδίδονται πλέον ως Beyond Petroleum, δηλαδή πέρα από το πετρέλαιο. Είναι η εποχή που τώρα αρχίζει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ξεχνάμε το πετρέλαιο. Απλούστατα αλλάζουν τα δεδομένα και εξ’ αυτού οι προτεραιότητές μας» παρατηρούσε πρόσφατα ο Διευθύνων Σύμβουλος της BP, Λόρδος John Brown, σε ομιλία του σε πολυπληθή εκδήλωση παραγόντων της πετρελαϊκής βιομηχανίας στο Λονδίνο. Λίγες ημέρες αργότερα, ομιλώντας σε ένα εντελώς διαφορετικό ακροατήριο, σε ένα μικρό κύκλο Ευρωπαίων δημοσιογράφων στο Μιλάνο, ο επικεφαλής του downstream (δηλαδή των δραστηριοτήτων διύλισης, μεταφοράς και πωλήσεων) της Royal Dutch Shell, και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, κος Bob Routs, εξηγούσε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο πως η γνωστή πολυεθνική αντιμετωπίζει τις προκλήσεις του μέλλοντος στη νέα μετα – πετρελαϊκή εποχή και τα θέματα που την απασχολούν στις προσπάθειές της να συνεχίσει με επιτυχία να εξυπηρετεί τις ανάγκες των πελατών της στις 144 χώρες που δραστηριοποιείται. Απηχώντας τη γενικότερη ανησυχία που διακατέχει εμφανώς πλέον τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες ανά τον κόσμο ο κ. Routs παρατήρησε, δανειζόμενος μία φράση του Σεΐχη Ζακί Γιαμανί, του πάλαι ποτέ υπουργού πετρελαίων της Σ. Αραβίας και από τους συνιδρυτές του ΟΠΕΚ, ότι η εποχή του λίθου δεν τελείωσε επειδή τελείωσαν οι πέτρες. «Έτσι κι εμείς δεν θα εγκαταλείψουμε κάποτε το πετρέλαιο επειδή θα έχουν τελειώσει τα αποθέματα υδρογονανθράκων. Πιστεύω ότι πολύ πιο σύντομα θα έχουμε κατορθώσει να εισάγουμε άλλου είδους εναλλακτικά καύσιμα» παρατήρησε ο κ. Routs. Αλήθεια αντιμετωπίζουμε σύντομα ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αναρωτήθηκαν οι περισσότεροι εκπρόσωποι του Τύπου. «Τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου και αερίου που διαθέτουμε και επιπλέον αυτά που είναι ανεκμετάλλευτα αλλά επιβεβαιωμένα, αρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες μας, με τους σημερινούς αλλά και τους προβλεπόμενους ρυθμούς κατανάλωσης για τα επόμενα 30 με 40 χρόνια. Σήμερα καταναλώνουμε περίπου 82,0 εκ. βαρέλια την ημέρα, αλλά το 2030 εκτιμούμε ότι θα καταναλώνουμε 60% περισσότερη ενέργεια. Η αδυναμία όμως, σε παγκόσμιο επίπεδο, να αναπτύξουμε σε μεγάλη κλίμακα εναλλακτικές πηγές ενέργειας όπως λ.χ. μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα, πυρηνική ενέργεια, κυρίως λόγω του υψηλού κόστους και των αντιδράσεων της κοινής γνώμης αλλά και των περιβαλλοντικών περιορισμών που ισχύουν πλέον στην περίπτωση καύσης άνθρακα, σημαίνει ότι για αρκετά χρόνια ακόμη θα εξακολουθούμε να εξαρτώμεθα από τους υδρογονάνθρακες. Ένα καλό παράδειγμα είναι η χρήση φυσικού αερίου για την παραγωγή ηλεκτρισμού από οικονομικά ανταγωνιστικούς σταθμούς συνδυασμένου κύκλου» υποστηρίζει ο κ. Routs. Η Shell, όπως και άλλες μεγάλες διεθνείς εταιρείες πετρελαίου, επενδύουν σε συνεχή βάση στην έρευνα και στην ανάπτυξη νέων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου σε διάφορα μέρη του πλανήτη καθώς και σε νέες τεχνολογίες και εναλλακτικά καύσιμα (πχ υδρογόνο, βιοκαύσιμα). Με ένα κύκλο εργασιών που είναι διπλάσιος του ελληνικού ΑΕΠ και έφθασε το 2005 τα 379 δις δολάρια με καθαρά κέρδη 23 δις δολάρια η εταιρεία επένδυσε σε ερευνητικές δραστηριότητες 17,4 εκ. δολάρια ενώ το 2006 προβλέπεται να επενδυθούν 19,0 εκ. δολάρια. Η συνολική παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου της Shell το 2005 έφθασε τα 3,52 εκ. βαρέλια – που αντιστοιχεί στο 3,5% της παγκόσμιας παραγωγής – και θα ήτο αρκετά υψηλότερη εάν η εταιρεία δεν είχε υποστεί σοβαρές ζημιές και μείωση της παραγωγής της στον Κόλπο του Μεξικού τον περασμένο Σεπτέμβριο από τους τυφώνες Κατρίνα και Ρίτα. Οι εκτιμήσεις στο μέτωπο της παραγωγής είναι ότι αυτή θα αυξηθεί σταδιακά στα 4,0 εκ. βαρέλια την ημέρα μέχρι το 2009. Με δεδομένο ότι οι περιοχές στον πλανήτη όπου υπάρχουν οικονομικά εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα είναι περιορισμένες (π.χ ΝΑ Ασία, Κασπία, Δυτική Αφρική) και γίνονται όλο και λιγότερες αφού μεγάλα τμήματα τους, κυρίως στη Μέση Ανατολή, δεν είναι ελεύθερα προσβάσιμα λόγω της αποκλειστικής εκμετάλλευσής τους από τις εθνικές εταιρείες, η εξεύρεση νέων μεγάλων αποδοτικών κοιτασμάτων γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Γι’ αυτό η Shell, ως υπεύθυνη εταιρεία, της οποίας πρωταρχικός στόχος είναι η χωρίς προβλήματα ή διακοπές στην τροφοδοσία, εξυπηρέτηση των πελατών της, έχει επεξεργασθεί μία μακροχρόνια στρατηγική ενεργειακής ασφάλειας η οποία βασίζεται στη συνεχή βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και στην μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων», εξηγεί ο Bob Routs. Πράγματι η στρατηγική αυτή της Shell βασίζεται στους εξής πέντε πυλώνες: (a) Στην εξοικονόμηση ενέργειας πχ ντιζελοκίνητα ή υβριδικά αυτοκίνητα (δηλ βενζίνη – ηλεκτρικό) είναι κατά 30% πιο οικονομικά από τα απλά βενζινοκίνητα οχήματα. (b) Στην αύξηση της παραγωγής υδρογονανθράκων όχι μόνο από κοιτάσματα που ελέγχει η Shell, αλλά μέσω συνεργασιών με άλλες εταιρείες κυρίως από χώρες του ΟΠΕΚ και στην Ρωσία με την προσφορά τεχνολογίας και την πραγματοποίηση κατάλληλων επενδύσεων. (c) Στην διατήρηση μεγάλης γκάμας πηγών πετρελαίου και φυσικού αερίου με στόχο την ανάπτυξη πεδίων «μη συμβατικών» καυσίμων (πχ Oil Sands στον Καναδά), την παράταση της ζωής παλαιών κοιτασμάτων, παραγωγή πετρελαίου από πολύ βαθιά κοιτάσματα και αύξηση της παραγωγής Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG). (d) Στην μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων με την ανάπτυξη πλέον καθαρών καυσίμων όπως λχ. του LNG ή του GTL (Gas to Liquids) η παραγωγή των οποίων εκτιμάται ότι μέχρι το 2010 θα αντιστοιχεί στη μισή συνολική παραγωγή της Shell. Όπως επίσης με τη χρησιμοποίηση μεθόδων «αεριοποίησης άνθρακα» που έχει αναπτύξει η Shell, για την παραγωγή ηλεκτρισμού με 20% μείωση του CO2 και 85% μείωση λοιπών αερίων. (e) Στην εμπορευματοποίηση νέων ενεργειακών καυσίμων με την ανάπτυξη σε πραγματικά μεγάλη κλίμακα των ΑΠΕ (ηλιακή και αιολική ενέργεια, βιομάζα) αλλά και του υδρογόνου. Όσο αφορά το τελευταίο, ο κ. Routs παρατηρεί ότι η Shell δίδει ιδιαίτερη προσοχή λόγω των διαφορετικών τεχνολογιών που απαιτούνται και οι οποίες χρειάζονται χρόνο για να ωριμάσουν αλλά και του μεγάλου δυναμικού που υπόσχονται. Αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην περίπτωση των βιοκαυσίμων τα οποία έχουν ήδη εισέλθει σε περίοδο ταχύρυθμης ανάπτυξης αφού αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν υιοθετήσει πολιτικές ενίσχυσης τόσο στον τομέα μεταποίησης και διάθεσης αλλά και παραγωγής, στα πλαίσια διαφοροποίησης της αγροτικής παραγωγής με την εισαγωγή ενεργειακών καλλιεργειών. Με ένα χρονικό ορίζοντα 10 – 15 ετών η Shell φιλοδοξεί να παράγει γύρω στο 15% των υγρών καυσίμων της από βιοκαύσιμα, δηλώνει ο κ. Routs. Αυτά αφορούν κυρίως βιοαιθανόλη που παράγεται από καλαμπόκι και ζαχαροκάλαμο, οικολογικό ντίζελ, δηλ βιοντίζελ με βάση τα βίο – λύματα, πολύ καθαρό συμβατικό ντίζελ (GTL) που παράγει ήδη η Shell στη Μαλαισία, και σύντομα θα ξεκινήσει η λειτουργία νέας μονάδας στο Quatar αλλά και παραγωγή πετρελαίου από κάρβουνο και παραγωγή υδρογόνου με τεχνολογία fuel cells και αποτελούν τις επιλογές εναλλακτικών καυσίμων που προωθεί σήμερα η Shell. «Επειδή πολλές από τις τεχνολογίες στις οποίες επενδύουμε ευρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη και δεν γνωρίζουμε ποια τελικά θα επικρατήσει, η Shell επενδύει σε διαφορετικές μεθόδους και προωθεί ποικιλία προϊόντων, έτσι ώστε να μπορέσουμε με την πάροδο του χρόνου και αφού μελετήσουμε τις αντιδράσεις των πελατών μας να υιοθετήσουμε τις πιο κατάλληλες και οικονομικά αποδοτικές τεχνολογίες». Στον τομέα του υδρογόνου η Shell δραστηριοποιείται από το 1997 και ήδη λειτουργεί σειρά πρατηρίων, κυρίως στην περιοχή της Washington DC, στις ΗΠΑ. Στα άμεσα σχέδια μας είναι η ανάπτυξη περιφερειακών δικτύων αποθήκευσης, διακίνησης και εμπορίας υδρογόνου σε συνεργασία με άλλες εταιρείες. Το θέμα της ασφάλειας αποθήκευσης και μεταφοράς μας απασχολεί ιδιαίτερα για αυτό και προβλέπουμε μία μάλλον αργή διείσδυση στις αγορές η οποία προβλέπεται για την περίοδο 2010 – 2015. Τέλος ο κ. Routs αναφέρθηκε στον τομέα της διύλισης και των προϊόντων όπου η προσπάθεια για την παραγωγή μεγάλης γκάμας προϊόντων με υψηλές προδιαγραφές είναι συνεχής. «Για μια εταιρεία η οποία έχει μια ιστορία 100 ετών – το 2007 η Shell κλείνει έναν αιώνα συνεχούς λειτουργίας – η εξασφάλιση υψηλής ποιότητας με την παράλληλη ανάδειξη ισχυρών brands αποτελεί μονόδρομο» μας πληροφορεί ο κ. Routs. «Γι’ αυτό η Shell» συνεχίζει ο κ. Routs «επενδύει σε διαρκή βάση, τόσο στην επέκταση και αναβάθμιση υπαρχόντων διυλιστηρίων σε Ευρώπη και ΗΠΑ ενώ ήδη μελετά τις δυνατότητες επενδύσεων για αύξηση της διυλιστικής της ικανότητας με νέες μονάδες στην Άπω Ανατολή. Η Shell ανταποκρίνεται ήδη με μεγάλη επιτυχία στη ζήτηση συγκεκριμένων τύπων καυσίμων, υψηλών περιβαλλοντικών προδιαγραφών, ιδιαίτερα στις απαιτητικές αγορές των ΗΠΑ αλλά και της Ευρώπης. Στον τομέα αυτό μας βοηθάει σημαντικά η μεθολογία του marketing που έχουμε αναπτύξει και βασίζεται σε δυνατά και διεθνώς αναγνωρίσιμα ονόματα στις χώρες που απευθύνεται όπως η Ferrari η Audi (βλέπε βενζίνη τύπου V–Power και V-Power Diesel)». Όχι βέβαια ότι η Shell χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις αφού το brand name της εταιρείας από μόνο του θεωρείται από τα πλέον δυνατά και πιο αναγνωρίσιμα, μεταξύ των εταιρειών πετρελαίου, στον κόσμο. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η Shell μέσω των διαφόρων προϊόντων της στα υγρά καύσιμα για χερσαίες μεταφορές ικανοποιεί το 10% της παγκόσμιας ζήτησης, θεωρούμενη ως global leader στην παραγωγή διαφοροποιημένων καυσίμων (70 διαφορετικά προϊόντα σε 40 χώρες).