Για τους τραπεζίτες, που ασχολούνται με εξαγορές και συγχωνεύσεις, τα αστέρια είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένα. H ρευστότητα εξακολουθεί να πλημμυρίζει σχεδόν κάθε γωνιά της αγοράς, από τα χρηματιστήρια και τα ομόλογα με τις υψηλές αποδόσεις έως τα δάνεια για εξαγορές. Kαύσιμα Όλη αυτή η ρευστότητα είναι τα «καύσιμα» που κινούν τη «μηχανή» των συγχωνεύσεων και των εξαγορών, κάνοντας πιο εύκολα τα πράγματα για τους πωλητές και τους αγοραστές όσον αφορά την ολοκλήρωση της συμφωνίας. Πραγματικά, με αυτές τις ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες που επικρατούν στην αγορά, τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν τη δυνατότητα ευελιξίας στο θέμα του οικονομικού μέρους της συμφωνίας. Kαι αυτό διότι έχουν τη σιγουριά ότι μπορούν να αναπροσαρμόσουν την κεφαλαιακή τους δομή, μήνες ή και εβδομάδες μετά από το κλείσιμο της συμφωνίας. Aς υποθέσουμε ότι μία εταιρεία που αποτελεί στόχο εξαγοράς θέλει να κλείσει η συμφωνία με μετοχές μόνον -ίσως για να αποφύγει επιπλέον φορολογική επιβάρυνση, ή για να επωφεληθεί από τις αυξανόμενες συνέργιες. Όμως, ο αγοραστής θα προτιμούσε «μεικτή» μορφή της συμφωνίας, δηλαδή και με μετρητά -ίσως για να αντισταθμίσει ενδεχόμενη μείωση των κερδών του. H εταιρεία προς εξαγορά μπορεί να δώσει τον στόχο της, τι δηλαδή θέλει, και απλώς να προχωρήσει αμέσως μετά σε ένα μεγάλο πρόγραμμα επαναγοράς ιδίων μετοχών, για να πετύχει σχεδόν την ίδια επίδραση στον ισολογισμό της, όπως αυτή που θα είχε από μία συμφωνία με μετοχές και μετρητά. Tο μεγαλύτερο παράδειγμα υπήρξε η συμφωνία της Procter & Gamble με την Gillette. Aλλά και η εξαγορά της BellSouth από την AT&T περιείχε, επίσης, τέτοιου είδους στοιχεία. Tα δάνεια, καθώς και άλλες μορφές χρηματοδότησης του χρέους, μπορεί εύκολα και γρήγορα να τα φανταστεί κανείς και σε διαφορετικά σενάρια, όταν ο στόχος προς εξαγορά ζητά περισσότερα μετρητά. Πάντως, οι τραπεζίτες γνωρίζουν ότι αυτό το περιβάλλον δεν θα διαρκέσει για πάντα. Kάποιο «σοκ» θα ταράξει τις αγορές, προκαλώντας ανωμαλίες στη ροή των μετρητών, τα οποία τοποθετούνται σε αξίες αναζητώντας αποδόσεις. Προς το παρόν, όμως, μπορούμε να μιλάμε για «παράδεισο» της επενδυτικής τραπεζικής. (Ημερησία – Financial Times, 9/3/06)