Tου Γιάννη Kοτόφωλου
Η αγορά της ενέργειας αποτελεί τη νέα μεγάλη «μπίζνα» για την Ευρώπη, όπως η αγορά των τηλεπικοινωνιών την προηγούμενη δεκαετία. Απλώς, δυστυχώς ακόμη, η Ευρώπη δεν έχει διαμορφώσει καμία πολιτική γύρω από την προοπτική του ενεργειακού τομέα, που αποτελεί αναμφίβολα και ένα εξαιρετικά κρίσιμο κομμάτι για το πορτοφόλι των καταναλωτών, όπως και για την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Την εβδομάδα που πέρασε, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μπαρόζο, παρουσιάζοντας κατά την αγγλοσαξονική ορολογία την «πράσινη βίβλο» για μια ενιαία ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, άνοιξε προς συζήτηση το μείζον αυτό ζήτημα, αναδεικνύοντας και παραμέτρους γεωπολιτικής στρατηγικής. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βρέθηκε προ δύο μηνών κολλημένη στον τοίχο, όταν ο πρόεδρος της Ρωσίας Πούτιν έκλεισε τις στρόφιγγες του φυσικού αερίου για να διαπραγματευθεί με τους Ουκρανούς. Ήταν μία ακόμη αφορμή για να συνειδητοποιήσει η Ευρώπη τη μεγάλη ενεργειακή της εξάρτηση, πέρα από την ιστορία του πετρελαίου. Και φυσικά δεν είναι καθόλου άσχετη με τις ανησυχίες αυτές, η επικείμενη συνάντηση που προγραμμάτισε ο Μπαρόζο με τον Πούτιν. Το θέμα των τιμών, που επηρεάζουν σημαντικά το κόστος των επιχειρήσεων και επιβαρύνουν τα νοικοκυριά, το θέμα των επενδύσεων και της τεχνολογίας που απαιτούν οι ενεργειακοί κολοσσοί σήμερα, το θέμα των εναλλακτικών πηγών ενέργειας σε μια στιγμή που γενικεύονται οι αντιδράσεις των πολιτών για την προστασία του περιβάλλοντος, το θέμα επίσης της ανάπτυξης του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά ή το θέμα των διασυνοριακών εξαγορών και συγχωνεύσεων μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων της ενέργειας είναι καθοριστικά ζητήματα που δεν μπορεί να μην υπακούουν σε μια κοινή ευρωπαϊκή κατεύθυνση, σε μια συγκροτημένη πολιτική στρατηγική για την ενδυνάμωση των οικονομιών της Ευρώπης στο μέλλον. Όπως συνέβη πριν από δέκα χρόνια με την πολιτική για τις τηλεπικοινωνίες ή πριν από είκοσι χρόνια με την πολιτική για τις τράπεζες, έτσι τώρα επιβάλλεται να στραφεί το βάρος της ενοποίησης, της διαμόρφωσης δηλαδή των κοινών κανόνων και στόχων των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην τεράστια αγορά της ενέργειας. Είναι η πρόκληση αυτής της δεκαετίας… Θα πρέπει να δημιουργηθεί σιγά σιγά ένα πανευρωπαϊκό ενεργειακό αρχιτεκτόνημα. Οι προτάσεις Μπαρόζο αποτελούν το εναρκτήριο λάκτισμα για μια μεγάλης εμβέλειας πολιτική. Για το σταδιακό γκρέμισμα των εθνικών συνόρων και σε αυτόν τον καθοριστικό πράγματι τομέα. Δεν είναι λογικό, όταν σε επίπεδο τραπεζών γίνονται απίστευτες διασυνοριακές συγχωνεύσεις, να αντιδρά η ισπανική κυβέρνηση στην προσπάθεια εξαγοράς για συγχώνευση της Edessa από την γερμανική Eon ή να αντιδρά η κυβέρνηση Βιλπέν στην αντίστοιχη κίνηση της ιταλικής Enel για τη γαλλική Suez. Το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την οικοδόμηση επιχειρήσεων πανευρωπαϊκού διαμετρήματος, συνεπώς οι εθνικοί εγωισμοί θα πρέπει να υποχωρήσουν. Αλλά για να συμβεί αυτό, η αλήθεια είναι ότι θα πρέπει να έχει διαμορφωθεί κοινή συναινέσει των κρατών-μελών μια ισχυρή πολιτική πλατφόρμα. Σε αυτή την κατεύθυνση, σημαντικότατο ρόλο θα παίξουν οι δουλειές που ανοίγονται για τους Ευρωπαίους εταίρους, το πώς υπό μία έννοια θα γίνει η μοιρασιά, τι χρηματοδοτήσεις θα διασφαλισθούν και ποιες συμμαχίες θα προκριθούν για τη μεταφορά της αναγκαίας τεχνογνωσίας. Οι επενδύσεις που απαιτούνται στον τομέα της ενέργειας είναι τεράστιες, οι επιχειρηματικές ευκαιρίες σημαντικές και η «μπίζνα» που ανοίγεται πραγματικά πολύ μεγάλη και σε βάθος χρόνου. Απλά να σκεφθεί κανείς ότι η δημιουργία κοινής εσωτερικής αγοράς ενέργειας προϋποθέτει την κατασκευή απίστευτης έκτασης δικτύων, που θα συνδέουν την Ευρώπη ολόκληρη. Η ενοποίηση αποτελεί συνεπώς ένα πολλαπλό κίνητρο για όλους. Παράλληλα, η έναρξη όλης αυτής της συζήτησης αποτελεί και μια αφορμή για την ίδια την Ελλάδα, να χαράξει την πολιτική της στον ενεργειακό τομέα με νέους όρους, στη γενικότερη ευρωπαϊκή προοπτική, αξιοποιώντας και τα γεωγραφικά της πλεονεκτήματα, ως φυσική «διασταύρωση» των ενεργειακών δρόμων. Το γεγονός ότι οι διαγωνισμοί για την κατασκευή των ιδιωτικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον όλων των ισχυρών επιχειρηματικών ονομάτων της χώρας, επιβεβαιώνει τη δυναμική μιας τέτοιας στρατηγικής. (Καθημερινή, 12/3/06)