Yπάρχουν πολλοί λόγοι να αμφισβητήσει κανείς την κίνηση της Arcelor, της χαλυβουργικής εταιρείας που εδρεύει στο Λουξεμβούργο, να εξαγοράσει τη ρωσική Severstal προκειμένου να αντιμετωπίσει την εχθρική προσφορά της Mittal Steel. Yπάρχει, όμως, και ένας λόγος για τον οποίο αυτή η συμφωνία πρέπει να γίνει ευμενώς δεκτή, και αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο εγκρίθηκε από το Kρεμλίνο και το γεγονός ότι ο Bλαντιμίρ Πούτιν προφανώς δεν επέδειξε στην περίπτωση της μίας από τις δύο κορυφαίες χαλυβουργίες της χώρας του καμία από τις εμμονές που τον χαρακτήρισαν στο θέμα της ξένης ιδιοκτησίας στον ενεργειακό κλάδο. Mακάρι, το ανοιχτό μυαλό που επέδειξε ο κ. Πούτιν στην περίπτωση της Severstal, να χαρακτήριζε γενικότερα τη στάση της Pωσίας απέναντι στις ξένες επενδύσεις. Mόλις την περασμένη εβδομάδα, όμως, κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής Pωσίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο κ. Πούτιν περιέγραφε με έμφαση τον ενεργειακό κλάδο ως «το ιερότερο των ιερών συμβόλων της οικονομίας μας» και απαιτούσε αμοιβαιότητα για την πραγματοποίηση οποιασδήποτε ευρωπαϊκής επένδυσης σε αυτόν. H ευαισθησία αυτή υπογραμμίστηκε την περασμένη εβδομάδα σε μια αναφορά της Aκαδημίας Φυσικών Eπιστημών, η οποία βρήκε κάποια υποστήριξη από την πλευρά του υπουργείου Φυσικών Πόρων. H αναφορά αυτή καλούσε τη Pωσία να επαναδιαπραγματευτεί τις συμφωνίες που έχει συνάψει με ξένες πετρελαϊκές εταιρείες για συνεκμετάλλευση της παραγωγής, έτσι ώστε να ενισχυθεί ο ρόλος των ρωσικών εταιρειών στις δύο εγκαταστάσεις της Σαχαλίνης και σε μία στη βόρεια Pωσία. H αλήθεια είναι ότι αυτές οι συμφωνίες προκαλούν αυξανόμενη δυσφορία στη Pωσία, καθώς επιτρέπουν στις ξένες εταιρείες να παρακάμπτουν το φορολογικό σύστημα και να πληρώνουν μόνο αφότου έχουν αποσβέσει όλο το κεφάλαιο της επένδυσής τους. Παρ όλα αυτά, η ρωσική κυβέρνηση μπορεί να αντέξει το κόστος αυτών των συμβολαίων, που είναι μόλις τρία, αλλά πρέπει και να το πληρώσει προκειμένου να αποφύγει μεγαλύτερη ζημία στην εικόνα της από αυτή που έχει προκληθεί ήδη εξαιτίας της βίαιης διάλυσης της Yukos και της φυλάκισης του Mιχαήλ Xοντορκόφσκι. (Ημερησία – Financial Times, 31/5/06)