Tου Κ. Ν. Σταμπολή
Οι συνεχιζόμενες Τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο, με αποκορύφωμα πριν δύο εβδομάδες την κατάρριψη κατά τη διάρκεια αερομαχίας πάνω από την Κάρπαθο του μαχητικού F – 16 του ηρωικού σμηναγού Κώστα Ηλιάκη, και η συζήτηση που επακολούθησε περί προσφυγής ή μη στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, φέρνει πάλι στο προσκήνιο την ανάγκη επέκτασης του εύρους των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. Ως γνωστό η χώρα μας βάσει των διατάξεων Νέου Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας (ΝΔΔΘ) το οποίο εισήχθη το 1982 (Σύμβαση Montego Bay) και απέκτησε διεθνή νομική ισχύ από το 1994, οπότε και επικυρώθη από τον απαιτούμενο αριθμό κρατών (με αποχή της Τουρκίας η οποία και δεν το αποδέχεται) έχει δικαίωμα να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ν.μ. Από την άλλη πλευρά η Τουρκία από τον Ιούνιο του 1974 χαρακτήρισε το ενδεχόμενο μιας τέτοιας επέκτασης ως casus belli, δηλαδή αιτία πολέμου. Μία στάση που διατηρεί ως σήμερα και μάλιστα το 1994 εφρόντισε να την επισημοποιήσει μέσω σχετικής απόφασης της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης. Να σημειώσουμε ότι η Τουρκία, επικαλούμενη το ΝΔΔΘ έχει επεκτείνει τα δικά της χωρικά ύδατα στα 12 ν.μ στη Μαύρη Θάλασσα αλλά και στην νότιο ανατολική ακτογραμμή της απέναντι από την Κύπρο. Από τον Νοέμβριο του 1973, οπότε και η Τουρκία για πρώτη φορά έθεσε θέμα υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο με την εκχώρηση δικαιωμάτων έρευνας στην κρατική εταιρεία πετρελαίων ΤΡΑΟ σε περιοχές του Ανατολικού Αιγαίου και εντός της Ελληνικής υφαλοκρηπίδας, η Ελλάδα άρχισε να σκέπτεται σοβαρά την διεύρυνση των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ – που από τότε αποτελούσε διεθνή πρακτική. Όπως πολύ ορθά παρατηρεί ο πρέσβης ε.τ κ. Βύρων Θεοδωρόπουλος στο γνωστό του σύγγραμμα «Οι Τούρκοι κι Εμείς» (σελ 278) «μετατρέποντας σε αιγιαλίτιδα ζώνη ένα μεγάλο μέρος του Αιγαίου (αφού η επέκταση θα εγίνετο και επί της αιγιαλίτιδας ζώνης όλων των νήσων) θα περιορίζαμε τις υπέρμετρες τουρκικές αξιώσεις επί της υφαλοκρηπίδος». Και θα ελύνετο αυτομάτως το θέμα της υφαλοκρηπίδος, θα προσθέσουμε εμείς, αφού η διεύρυνση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ, θα αύξανε την ελληνική κυριαρχία στα νερά του Αιγαίου, άρα και στον υποθαλάσσιο χώρο από 41.7 % που είναι σήμερα στο 70.35 % της επιφάνειας. Η Τουρκία, η οποία σε περίπτωση επέκτασης της Ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης, θα εκαλείτο και αυτή να πράξει το ίδιο, θα ηύξανε αναλογικά την κυριαρχία της κατά 1% για να φθάσει συνολικά το 9.2% (βλέπε πίνακα). Η επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ πρακτικά σημαίνει ότι πετρελαιοπιθανές περιοχές όπως οι θαλάσσιες περιοχές πέριξ των νήσων Θάσου, Λήμνου, Μυτιλήνης, Αι Στράτη, Ρόδου, Κρήτης κ.α γίνονται πλέον προσβάσιμες και εντάξιμες σε ένα πλάνο αξιοποίησης του υποθαλάσσιου πλούτου χωρίς να περιμένουμε υποχρεωτικά τη διευθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Εάν και είναι απολύτως βέβαιο ότι με μία ενδεχόμενη κίνηση από την Ελλάδα επέκτασης των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ θα οδηγούσε την Τουρκία, να ζητήσει αυτή πρώτη τις διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας. Η Υφαλοκρηπίδα Ως γνωστό το εύρος της αιγιαλίτιδος ζώνης αποτελεί παράγοντα κλειδί για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας αφού η Σύμβαση της Γενεύης στο άρθρο 1 ορίζει: «Ο όρος «υφαλοκρηπίς» χρησιμοποιείται ίνα δηλώσει: α) τον βυθό της θαλάσσης και το υπέδαφος των υποθαλασσίων περιοχών των παρακειμένων εις τας ακτάς, αλλ’ ευρισκομένων εκτός της αιγιαλίτιδος ζώνης, μέχρι βάθους 200 μέτρων ή και πέραν του ορίου τούτου, μέχρι του σημείου ένθα το βάθος των υπερκειμένων υδάτων επιτρέπει την εκμετάλλευσιν των φυσικών πόρων των εν λόγω περιοχών. β) τον βυθό της θαλάσσης και το υπέδαφος των αντιστοίχων των υποθαλασσίων περιοχών, αίτινες συνέρχονται προς τας ακτάς των νήσων». Επιπλέον το ΝΔΔΘ ορίζει την περιοχή αποκλειστικής οικονομικής εκμετάλλευσης για κάθε κράτος σε έκταση 200 ν.μ πέρα από τα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης. Κάτι που πρφανώς ισχύει για μεγάλες ανοικτές θάλασσες και ωκεανούς αλλά όχι τόσο για το Αιγαίο. Όμως η έννοια της ζώνης αποκλειστικής οικονομικής εκμετάλλευσης έχει εφαρμογή για τον καθορισμό των συνόρων μας νοτίως της Κρήτης και της Δωδεκανήσου όπου αργά ή γρήγορα θα πρέπει να επέλθει σχετική συμφωνία με την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Σύμφωνα με τον Καθηγητή κ. Χρήστο Ροζάκη, «Ο θεσμός της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας έχει διαμορφωθεί εξελικτικά, μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, για να ανταποκριθεί σε ένα ουσιώδες οικονομικό αίτημα των κρατών της διεθνούς κοινότητας: την ανεμπόδιστη, αποκλειστική και νομιμοποιημένη δυνατότητα τους να εκμεταλλεύονται τους υποθαλάσσιους πλουτοπαραγωγικούς πόρους, τους πόρους δηλαδή που βρίσκονται στους βυθούς και στο υπέδαφός τους (ιδιαίτερα τους υδρογονάνθρακες), πέραν από τα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης τους. Καθώς η ανάγκη για διεύρυνση της εκμετάλλευσης του υποθαλάσσιου πλούτου γινόταν αισθητή, και καθώς η πλειοψηφία των κρατών δεν ήταν διατεθειμένη να διακινδυνεύσει την ελευθερία των ανοικτών θαλασσών – διευρύνοντας την αιγιαλίτιδα ζώνη σε μεγάλες αποστάσεις από την ακτή –, η δημιουργία ενός νέου μονολειτουργικού καθεστώτος αποτελούσε μοναδική διέξοδο και συμβιβασμό. Μία διέξοδο που εξασφάλιζε την αποκλειστική εκμετάλλευση του διαφορετικά αγοραίου πλούτου από τα παράκτια κράτη, κι έναν συμβιβασμό ανάμεσα στην απαίτηση να παραμείνουν οι ανοικτές θάλασσες ελεύθερες για τη ναυσιπλοΐα και, γενικότερα, επικοινωνία, και το αίτημα της ιδιοποίησής της για οικονομικούς, κυρίως, λόγους» (βλέπε Χρ. Ροζάκης «Το Διεθνές Νομικό Καθεστώς του Αιγαίου» σελ. 315). Σήμερα το δίκαιο της θάλασσας έχει κωδικοποιηθεί σε δύο πολυμερείς συμβάσεις. Η πρώτη, χρονολογικά, σύμβαση είναι η Σύμβαση της Γενεύης για την Ηπειρωτική Υφαλοκρηπίδα (1958), η οποία είναι, ακόμα, σε ισχύ και διέπει, άμεσα ή έμμεσα, τη λειτουργία της υφαλοκρηπίδας. Η δεύτερη σύμβαση είναι η ενιαία Σύμβαση για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (1982). Είναι αυτονόητο ότι μία ενδεχόμενη προσφυγή στη Χάγη, χωρίς προηγουμένως να έχει καθορισθεί από την Ελλάδα η αιγιαλίτιδα ζώνη στα 12 ν.μ ή και λιγότερο, ανάλογα με το ανάγλυφο και το γεωγραφικό περιορισμό της κάθε περιοχής, θα έθετε σε κίνδυνο τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, τα οποία σε αντίθετη περίπτωση θα θέταμε υπό την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου. I. Η Επέκταση στα 12 ν.μ Ως γνωστό η Τουρκία, η οποία σε περίπτωση επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης της χώρας μας στα 12 ν.μ, αυξάνει περιθωριακά μόνο τα δικά της θαλάσσια σύνορα, υποστηρίζει σταθερά όλα αυτά τα χρόνια ότι τα νησιά δεν διαθέτουν δική τους υφαλοκρηπίδα αλλά η όποια υφαλοκρηπίδα τους είναι Τουρκική αφού αυτή αποτελεί προέκταση του πεδίου της Ανατολίας μέσα στο Αιγαίο. Πράγματι, σε περίπτωση επέκτασης της χωρικής θάλασσας στα 12 ν.μ. αλλάζει όλος ο συσχετισμός των θαλασσίων εκτάσεων στο Αιγαίο προς όφελος της χώρας μας. Ιδού ο βασικός λόγος για τον οποίο αντιδρούν τόσο οι Τούρκοι. Όπως εξ’ άλλου φαίνεται ξεκάθαρα από τον παρατιθέμενο πίνακα σε περίπτωση επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, και από τις δύο χώρες, η Ελλάς διπλασιάζει σχεδόν την έκταση των χωρικών της υδάτων, ενώ η Τουρκία «κερδίζει» ελάχιστο ποσοστό, δεδομένου ότι η άλυσος των ελληνικών νήσων έναντι των μικρασιατικών ακτών δεν επιτρέπει επέκταση της αιγιαλίτιδος ζώνης εις βάθος. Τα Κοιτάσματα του Αιγαίου Πέρα όμως από την αδήριτο ανάγκη να προασπίσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα είναι χρήσιμο να εξετάσουμε τι σημαίνει στην πράξη και ποια η οικονομική σημασία της επέκτασης των χωρικών μας υδάτων και τον μετέπειτα καθορισμό της υφαλοκρηπίδας, βάσει των νέων συνόρων. Με την προϋπόθεση ότι θα επέλθει τελικά συμφωνία με την Τουρκία, μέσω Χάγης ή μέσω διμερούς συνθήκης, θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε επιτέλους στην εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων του Αιγαίου. Βάσει των μέχρι σήμερα γεωλογικών και γεωφυσικών ερευνών αυτά εντοπίζονται κυρίως στο Θερμαϊκό Κόλπο, στο Βόρειο Αιγαίο, δυτικά της Λήμνου, Μυτιλήνης και Χίου και σε αρκετά σημεία της Δωδεκανήσου αλλά και νότια και δυτικά της Κρήτης. Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης και οι υποθαλάσσιες περιοχές της Δυτικής Ελλάδος (βλέπε χάρτη). Αν και είναι εξαιρετικά δύσκολο και ίσως παρακινδυνευμένο να διατυπώσουμε εκτιμήσεις για τις ποσότητες πετρελαίου και φυσικού αερίου που περιέχονται στις υποθαλάσσιες περιοχές του Αιγαίου, οι μέχρι σήμερα έρευνες, έχουν αποφέρει θετικά αποτελέσματα ενώ στην περίπτωση του Βορείου Αιγαίου γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας την ύπαρξη κοιτασμάτων πετρελαίου σε αρκετές περιοχές. Αυτό που δεν γνωρίζουμε, γιατί απαιτούνται περισσότερες έρευνες και ιδιαίτερα γεωτρήσεις, είναι τα ακριβή όρια των κοιτασμάτων, την διαπερατότητα των τοιχωμάτων τους, την ποιότητα του πετρελαίου και τη δυνατότητα των πεδίων να υποστηρίξουν σταθερή ροή. Όμως, είναι εξαιρετικά πιθανό με τις νέες προηγμένες μεθόδους και τεχνικές που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία 15 χρόνια και έχουν εφαρμοστεί σε πολύ δύσκολα κοιτάσματα παγκοσμίως, ότι ικανές ποσότητες πετρελαίου μπορούν να εξαχθούν με ανταγωνιστικό πλέον κόστος. Με το πετρέλαιο να έχει φθάσει 70 δολ. το βαρέλι και με την προοπτική αυτό να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα από εδώ και στο εξής, η ανάγκη για αξιοποίηση του υποθαλάσσιου πλούτου του Αιγαίου είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα, εισάγει σχεδόν το 100% των διαρκώς αυξανόμενων αναγκών της σε πετρέλαιο, περίπου 18.5 εκ. τόνους τον χρόνο. Πέρυσι πληρώσαμε συνολικά 8.8 δισεκ. € για αγορές πετρελαίου ενώ το νούμερο αυτό αναμένεται να ξεπεράσει τα 10 δισεκ. € το 2006 (σχεδόν το 5% του ΑΕΠ). Από τα 380.000 βαρέλια που καταναλώνουμε ημερησίως, το κοίτασμα του Πρίνου παράγει πλέον μόνο 2.000 – 3.000 βαρέλια, δηλαδή ούτε το 0,05%. Μία κατάσταση η οποία είναι επιεικώς απαράδεκτη και σαφώς αντίθετη με τις θέσεις της Ε.Ε περί βελτίωσης της ασφάλειας ενεργειακών προμηθειών (βλέπε Πράσινη Βίβλος, Μάρτιος 2006). Οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου αλλά και οι διεθνείς οργανισμοί προειδοποιούν καθημερινά ότι η εκμετάλλευση κοιτασμάτων και η παραγωγή από τις εκτός ΟΠΕΚ χώρες θα γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη αφού όλα τα γνωστά μεγάλα κοιτάσματα ευρίσκονται ήδη υπό εκμετάλλευση. Νέα μεγάλα κοιτάσματα, δεν ανακαλύπτονται πλέον τόσο συχνά, και αυτά που βεβαιώνονται απαιτούν μεγάλο χρονικό διάστημα για την αξιοποίησή τους. Για αυτό η χώρα μας έχει κάθε λόγο να προχωρήσει στην συστηματική έρευνα και αξιοποίηση όποιων μικρών ή μεγάλων κοιτασμάτων ήδη διαθέτει (πχ Κατάκολο, Επανωμή, δευτερεύοντα κοιτάσματα Πρίνου, Ανατολικά της Θάσου κ.α) ή αυτών που θα ανακαλύψει. Ο Πρίνος Να θυμίσουμε ότι την περίοδο 1980 – 1996 το υποθαλάσσιο κοίτασμα του Πρίνου, δυτικά της Θάσου, απέφερε αξιόλογες ποσότητες πετρελαίου, με ημερήσια παραγωγή από 15.000 έως 30.000 βαρ/ημέρα και εκάλυπτε μέχρι και 15% των τότε αναγκών της χώρας σε πετρέλαιο. Με την εξάντληση του κοιτάσματος του Πρίνου και την αδυναμία εξεύρεσης και αξιοποίησης νέων, όχι γιατί δεν υπήρχαν αλλά γιατί η Κοινοπραξία που είχε αναλάβει τότε την εκμετάλλευσή τους, η NAPC, ημποδίσθη σε πολλές περιπτώσεις από την τότε κυβέρνηση να εφαρμόσει το ερευνητικό της πρόγραμμα. Εάν η NAPC είχε μπορέσει τότε να προχωρήσει σε ερευνητικές γεωτρήσεις εντός των ορίων της παραχωρήσεως της, ανατολικά της Θάσου, στις θέσεις Μπάμπουρας και Σταυρός εντός των 12 ν.μ, είναι βέβαιο ότι θα είχαν εξευρεθεί αξιόλογα κοιτάσματα αφού γεωτρήσεις που έγιναν στην περιοχή προ του 1982, χωρίς να το αντιληφθούν οι Τούρκοι, είχαν δείξει το σοβαρό πετρελαϊκό δυναμικό της ευρύτερης περιοχής. Τελικά η ΝAPC μη δυνάμενη να αντικαταστήσει το εξαντλούμενο κοίτασμα του Πρίνου με νέο, απεχώρησε το 1998 παραδίδοντας τη διαχείριση στο Ελληνικό δημόσιο το οποίο με τη σειρά του το 1999 παρέδωσε εντελώς δωρεάν την όλη εκμετάλλευση στο ατυχές σχήμα της νεόκοπης εταιρείας Kavala Oil (βλέπε άρθρο μας στην «Κ» 31.10.2004). Η NAPC θα μπορούσε να είχε προχωρήσει σε έρευνα και εκμετάλλευση των κοιτασμάτων ανατολικά της Θάσου μόνο εάν η τότε κυβέρνηση είχε προχωρήσει σε επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ όπως είχε κάθε δικαίωμα. Όμως προεξοφλώντας τις τούρκικες αντιδράσεις απαγόρευσε στη NAPC να προχωρήσει σε έρευνες επιτυγχάνοντας μάλιστα να ελέγξει και μερίδιο των ερευνητικών περιοχών, με τροποποίηση της αρχικής σύμβασης παραχώρησης, ελέγχοντας με αυτόν τον τρόπο την όλη διαδικασία της έρευνας (Μάρτιος 1987). Η συστηματική αξιοποίηση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων δυτικά της Θάσου (δηλαδή μεταξύ Θάσου και Αγίου Όρους) από την Kavala Oil (με κύριο μέτοχο την Regal Oil του γνωστού Frank Timis) που εκμεταλλεύεται σήμερα τις παραχωρήσεις, σε περιοχές που δεν είναι μεν αμφισβητήσιμες αλλά απαιτούν εκτενή έρευνα και ένα σοβαρό επενδυτικό πρόγραμμα, θα μπορούσε σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις να αποφέρει ποσότητες ισόποσες με το σύνολο του πετρελαίου που έχει παραχθεί μέχρι σήμερα στον Πρίνο, δηλαδή 110 εκ. βαρέλια. Σύμφωνα με τον Δρ. Γιάννη Αμπατζή, από τους πλέον έμπειρους γεωφυσικούς του Γεωλογικού Ινστιτούτου Geus της Δανίας, που έχει ασχοληθεί επί σειρά ετών με τη μελέτη και ανάλυση των στοιχείων του Πρίνου βάσει γεωτρήσεων που έχουν γίνει την τελευταία πενταετία, υπάρχουν άριστες δυνατότητες για νέα παραγωγή αρκεί να εκπονηθεί ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο εκμετάλλευσης και να γίνουν επιπλέον ερευνητικές γεωτρήσεις. Εάν μάλιστα προχωρήσει η έρευνα και στην ανατολική υποθαλάσσια περιοχή της Θάσου είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν και εκεί πολύ αξιόλογες ποσότητες πετρελαίου και φυσικού αερίου, που κατ’ εκτίμηση μπορεί να αγγίξουν τα 150 εκ. βαρέλια βεβαιωμένα αποθέματα. Έτσι μόνο για την ευρύτερη περιοχή της Θάσου οι εκτιμήσεις για αξιοποιήσιμα κοιτάσματα τοποθετούν το δυναμικό στα 250 εκ. βαρέλια το οποίο σημαίνει ότι μία παραγωγή της τάξεως των 100.000 βαρελιών την ημέρα δεν είναι εξωπραγματική, με την προϋπόθεση ότι θα προχωρήσουμε σε συστηματικές έρευνες. Η Συνολική Εικόνα Όπως παρατηρεί η κ. Τερέζα Φωκιανού, πρώην Διευθύνουσα Σύμβουλος της πάλαι ποτέ ΔΕΠ – ΕΚΥ, και σήμερα πρόεδρος της Επιτροπής Υδρογονανθράκων του ΙΕΝΕ, « Η χώρα μας παραμένει μία από τις πλέον ανεξερεύνητες της Μεσογείου. Παράγοντες, όπως βαθιά νερά και δύσκολο γεωλογικό υπόβαθρο, αποθάρρυναν στο παρελθόν μεγάλης κλίμακας ερευνητικές εργασίες. Οι στόχοι περιορίζοντο σε μικρά σχετικά βάθη γύρω στα 2.500 – 3.000m, ενώ κάτω από τα 3.000m η Ελλάδα είναι σχεδόν ανεξερεύνητη. Σήμερα με τη νέα τεχνολογία η έρευνα σε περιοχές όπως το Αιγαίο είναι σχετικά εύκολη. Οι πολύ πρόσφατες εκτιμήσεις σχετικά με το πετρελαιοδυναμικό οδηγούν σε βαθύτερους στόχους, που κρίνονται πρώτης προτεραιότητας. Ειδικότερα στη Δυτική Ελλάδα, το πετρελαιοδυναμικό μπορεί να είναι σημαντικό, αν αποδειχθεί ότι η γένεση υδρογονανθράκων είναι ίδια με την υπόλοιπη περιοχή και οι παγίδες παρόμοιες, τότε τουλάχιστον 2 δισ. βαρέλια υδρογονανθράκων θα μπορούσαν να έχουν παγιδευτεί στη Δυτική Ελλάδα». Βάσει των υπαρχόντων δεδομένων ένας στόχος για πανελλαδική συνολική παραγωγή 200.000 βαρελιών την ημέρα και άνω μέσα στην επόμενη δεκαετία δεν είναι ανέφικτος ούτε φανταστικός κρίνοντας από την εμπειρία άλλων χωρών, υποστηρίζουν ορισμένοι γεωλόγοι και μηχανικοί κοιτασμάτων που έχουν μελετήσει επί μακρόν το υπέδαφος της χώρας μας και έχουν εμπειρία από έρευνες στην Ελλάδα. Εννοείται ότι μία παραγωγή υδρογονανθράκων που θα ισοδυναμεί με τη μισή κατανάλωση της χώρας θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στην οικονομία και θα συμβάλλει στη ραγδαία βελτίωση του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών ενώ θα επιφέρει αλυσιδωτές θετικές επιδράσεις στην οικονομία γενικότερα (πολλές δευτερεύουσες επενδύσεις, απασχόληση κλπ). Αυτό που απαιτείται, υποστηρίζουν οι ανωτέρω ειδικοί, είναι η ύπαρξη ενός ανεξάρτητου και καλά οργανωμένου φορέα ο οποίος θα διοργανώσει τους απαιτούμενους γύρους παραχωρήσεων κατά τα διεθνή πρότυπα και θα συντονίσει την όλη ερευνητική προσπάθεια. Γι’ αυτό όμως δεν απαιτείται η επίλυση του ακανθώδους προβλήματος της υφαλοκρηπίδος, αφού υπάρχουν ήδη αρκετές περιοχές εντός των 6 ν.μ και 12 ν.μ που μπορεί να γίνει έρευνα. Εάν η χώρα μας μπορέσει επιτέλους να καταλάβει την τεράστια οικονομική και πολιτική σημασία της εγχώριας παραγωγής υδρογονανθράκων θα ισχυροποιήσει την γεωπολιτική της θέση και θα αναβαθμίσει σημαντικά τη συνολική διαπραγματευτική της ικανότητα.