Του Μανώλη Γλέζου
Ούτε η έξαψη που δημιούργησε αυτό καθ' αυτό το γεγονός της αερομαχίας, ούτε ο θρήνος από τον θάνατο του Ηλιάκη, αλλά ούτε ο χορός των πολιτικών κινήσεων που ακολούθησε, μπορεί να καλύψει το πρόβλημα των σχέσεών μας με την Τουρκία. Αντίθετα, το αποκαλύπτει, το προβάλλει και δείχνει την κρισιμότητά του. Κι αυτό γιατί, δυστυχώς, η πολιτική που ακολούθησαν οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου, από το 1922 ώς σήμερα, απέναντι στην τουρκική ηγεμονική πολιτική, υπήρξεν ανακόλουθη, ασυνεχής, υποχωρητική και εθνικά διασπαστική, με τραγικά αποτελέσματα: 1. Η κατοχυρωμένη από τη Συνθήκη της Λωζάννης αυτοδιοίκηση της Ίμβρου και Τενέδου, όχι μόνο να μην εφαρμοστεί, αλλά να χάσουν και τις περιουσίες τους οι Έλληνες κάτοικοί τους και να αναγκαστούν να εκπατριστούν. 2. Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, έπειτα από έναν ανελέητο οικονομικό πόλεμο και με άσκηση βίας υποχρεώθηκαν να εκπατριστούν και να περιοριστούν από 350.000 μόνο σε 2.500. 3. Τα δύο τοις εκατό των Τουρκοκυπρίων να κατέχει ήδη τα δύο τρίτα της Κύπρου και να έχει μετατραπεί ισότιμο διεκδικητή. 4. Να διεξάγεται από το 1974 ώς σήμερα ένας επικίνδυνος αγώνας εικονικών αερομαχιών, χωρίς χρήση όπλων ακόμα, αλλά με απώλειες ανθρωπίνων υπάρξεων. Από το 1975 ώς σήμερα έχουν χάσει της ζωή τους 115 Ελληνες αεροπόροι. Το σημαντικό είναι ότι ενώ η Τουρκία για 43 ολόκληρα χρόνια, από το 1931 έως το 1974 δεν αμφισβητούσε το FIR Αθηνών (Flight Information Region - Περιοχή Πληροφοριών Πτήσεων), άρχισε να το αμφισβητεί έκτοτε με συνεχείς παραβιάσεις. 5. Η Ελλάδα, με την απειλή του casus belli δεν προβαίνει στο αναφαίρετο δικαίωμά της να επεκτείνει σε 12 ναυτικά μίλια την αιγιαλίτιδα ζώνη της, ενώ η Τουρκία το έχει εφαρμόσει στα δικά της παράλια. Η απαράδεκτη αυτή κατάσταση έχει οδηγήσει: α) Στην έξαρση μιας άκρατης εθνικιστικής πατριδοκαπηλείας, που φθάνει στο επικίνδυνο σημείο να μην αναγνωρίζει την ύπαρξη καμιάς μειονότητας στην Ελλάδα. β) Στην ψοφοδεή αντιμετώπιση οποιασδήποτε προκλητικής ενέργειας των Τούρκων μιλιταριστών ώς το σημείο να πανικοβάλλονται ορισμένοι και να δέχονται ώς και τον ακρωτηριασμό της εδαφικής ακεραιότητας της ελληνικής επικράτειας. γ) Στη μετάθεση ευθύνης της αντιμετώπισης των τουρκικών προκλήσεων από το διπλωματικό επίπεδο στο επιχειρησιακό πεδίο των αμυντικών δυνάμεων της χώρας, με τον κίνδυνο η οποιαδήποτε αναχαίτιση να καταλήξει σε πραγματική αερομαχία με όλες τις τραγικές συνέπειες ενός θερμού πολέμου. δ) Στους υπέρογκους εξοπλισμούς, με αποτέλεσμα ο κάθε Έλληνας, ανεξαρτήτως ηλικίας, να καταβάλλει αναλογικά περίπου 450 ευρώ τον χρόνο. Ο Έλληνας φτωχαίνει και ο Αμερικανός ιδιοκτήτης εργοστασίων κατασκευής στρατιωτικών αεροπλάνων πλουταίνει. Κάποτε όμως πρέπει να αναλογιστούμε ότι η κατάσταση αυτή, όχι μόνο δεν οδηγεί πουθενά, αλλά μπορεί να οδηγήσει και στον όλεθρο. Γι' αυτό χρειάζεται να παραμεριστούν τα πάθη και οι μισαλλοδοξίες και να πρυτανεύσουν το δίκαιο και η λογική. Τον γείτονα λαό δεν μπορείς ούτε να τον διώξεις, ούτε να τον αποχωριστείς, όπως μπορείς να το κάνεις με τη γυναίκα του. Είναι αδύνατο να πάρεις διαζύγιο με τον γείτονα λαό. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει και δική σου υποταγή. Την περίοδο αυτή στην Τουρκία συντελούνται κοσμογονικές συγκρούσεις. Είναι ηλίου φαεινότερον η διαπάλη ανάμεσα στο στρατοκρατικό καθεστώς των μιλιταριστών και των δυνάμεων της δημοκρατίας, ανάμεσα στους οπαδούς του θεοκρατικού καθεστώτος και των πολιτικών δυνάμεων, ανάμεσα στους γκρίζους λύκους και στις δυνάμεις που αγωνίζονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ανάμεσα στους πολεμοκάπηλους και τους ειρηνόφιλους, ανάμεσα στην πρόοδο και στη συντήρηση. Ας αναρωτηθούμε, ενώπιος ενωπίω. Με τη στάση μας βοηθάμε ώστε η Τουρκία να αποκτήσει ένα δημοκρατικό καθεστώς που θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και την εδαφική ακεραιότητα των γειτόνων της; Δυστυχώς όχι. Όσο συνεχώς υποχωρούμε, όχι μόνο δεν βοηθάμε, αλλά αντίθετα τροφοδοτούμε τη βουλιμία των στρατοκρατών, οι οποίοι αποθρασύνονται, ενισχύουν τη θέση τους και προκαλούν ακόμη περισσότερο. Το ίδιο κι όταν εξακοντίζουμε εθνικιστικές κορώνες πατριδοκαπηλείας. Αντίθετα όταν ασκούμε σταθερή πολιτική και επεκτείνουμε την αιγιαλίτιδα ζώνη μας στα 12 ναυτικά μίλια, όπως έχουμε αναφαίρετο δικαίωμα και όπως έχουν κάνει και οι Τούρκοι στα δικά τους, τότε υπηρετούμε το δίκαιο και την ισονομία. Συνεπώς. Δεν θέτουμε στην κρίση κανενός τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Αν τα αμφισβητεί η Τουρκία ας προσφύγει εκείνη στη Χάγη και τότε να δούμε αν έχουν νομιμότητα οι διεκδικήσεις της. Όσον αφορά στην πρόταση για αφοπλισμό των νησιών μας, που συνορεύουν με την Τουρκία, βεβαίως κανένας δεν θα είχε αντίρρηση, εάν στο ίδιο μέτρο προέβαινε και η Τουρκία σε ανάλογο βάθος στον αντίστοιχο όμορο χώρο. Ακόμα περισσότερο να προτείνουμε και αμοιβαίο αφοπλισμό. Οι εξοπλισμοί γονατίζουν και τις δυο χώρες και πλουταίνουν μόνον τους ιδιοκτήτες κατασκευής όπλων. Όσον αφορά τις οποιασδήποτε μορφής μειονότητες που βρίσκονται στην Ελλάδα, άσχετα με το τι κάνει η Τουρκία με τις δικές της μειονότητες, εμείς ως Έλληνες πρέπει να επιδιώξουμε το ελληνικό κράτος, να τους συμπεριφέρεται όπως ακριβώς και προς τους υπηκόους ελληνικής καταγωγής. Ας σταματήσουν επιτέλους τα εκλογικά τερτίπια των υπερνομαρχιών της Δ. Μακεδονίας-Α. Θράκης και ας αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα ως έχει. Η άποψη τέλος ότι «Η όποια λύση θα τελεί πάντα υπό την αίρεση του ιμπεριαλισμού» αποδυναμώνει τον αγώνα υπέρ του δικαίου εναντίον των όποιων το αμφισβητούν. Η μικρή Ελλάδα αντιμετώπισε την πανίσχυρη Ιταλία και κατέρριψε τον μύθο του αήττητου του άξονα στο 1940. Επί τέλους. Ο φόβος του ισχυρού δεν θα αποτρέψει και δεν θα νικήσει το δίκαιο. Όποιος φοβάται τον ισχυρό τελικά θα υποδουλωθεί. (Ελευθεροτυπία, 7/6/06)