Του Μιχάλη Μορώνη
Το ενδεχόμενο διακοπής της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, που, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, επιθυμούν όλο και περισσότεροι Τούρκοι και Έλληνες, φαίνεται να προκαλεί έντονη ανησυχία στην Αθήνα. Μια τέτοια εξέλιξη υποστηρίζεται ότι θα σημάνει την επιστροφή σε διμερές επίπεδο των ελληνοτουρκικών διαφορών και του Κυπριακού. Γεγονός που, σύμφωνα με πολλά δημοσιεύματα, θεωρείται ότι θα οδηγήσει αναπόφευκτα στο γνώριμο κλίμα των εντάσεων και κρίσεων σε Αιγαίο και Κύπρο από το φθινόπωρο. Ο συλλογισμός αυτός, όμως, πάσχει σε πολλά σημεία. Αν μη τι άλλο, βασίζεται στο μύθο ότι με το που άνοιξε η ενταξιακή διαδικασία της γείτονος, το Κυπριακό και τα Ελληνοτουρκικά μετατράπηκαν αυτομάτως σε προβλήματα μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Τουρκίας. Ουδέν αναληθέστερον, γιατί απλώς οι Βρυξέλλες δεν επιβάλλουν λύσεις. Πάγια βασική αρχή της Ε.Ε. είναι να μη φορτώνεται τα προβλήματα των υπό ένταξη χωρών. Την εποχή της έναρξης της ενταξιακής διαδικασίας με την Ελλάδα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η Επιτροπή είχαν σαφώς ξεκαθαρίσει ότι σε καμία περίπτωση δεν θα επηρεαστούν οι σχέσεις τής τότε ΕΟΚ με την Τουρκία. Εδώ και αρκετά χρόνια, οι υπό ένταξη χώρες πρέπει να εφαρμόζουν τον όρο των καλών γειτονικών σχέσεων. Να αντιμετωπίζουν, δηλαδή, τα όποια προβλήματα έχουν με τους γείτονές τους πριν από την ένταξή τους στην Ε.Ε. Με αυτά τα δεδομένα γίνεται σαφές ότι η Ένωση απλώς ασκεί πίεση για τη διευθέτηση των προβλημάτων με ειρηνικά μέσα. Βάσει, δηλαδή, του χρυσού κανόνα του συμβιβασμού που τη διέπει. Απτό παράδειγμα στη συγκεκριμένη περίπτωση οι πιέσεις για συμβιβασμό που ασκούνται σε Άγκυρα και Λευκωσία. Στην πρώτη για έμμεση αναγνώριση της Κύπρου με το άνοιγμα των λιμανιών και των αεροδρομίων της στα κυπριακά πλοία και αεροπλάνα και στη δεύτερη να μη φέρει αντιρρήσεις στον κανονισμό για το απευθείας εμπόριο με τα κατεχόμενα, τα οποία, έτσι, κατά κάποιον τρόπο νομιμοποιούνται. Αλλά και με την απόφαση του Ελσίνκι, για την αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών διαφορών ακόμη και με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ουσιαστικά μόνον πίεση για συμβιβασμό ασκείται στην Ελλάδα και την Τουρκία. Πράγμα που δεν θα ισχύει σε περίπτωση διακοπής της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας. Η έλλειψη, όμως, πίεσης -γιατί αυτό θα σημαίνει η επιδείνωση των ευρωτουρκικών σχέσεων- δεν οδηγεί αυτομάτως σε επιστροφή στο γνώριμο κλίμα της έντασης και των κρίσεων, γιατί ο όποιος συμβιβασμός εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση των άμεσα ενδιαφερομένων. Αν τα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν τη βούληση για έναν συμβιβασμό, μπορούν να συνεχίσουν τις προσπάθειες για την επίλυση των διαφορών τους. Αλλά και στην περίπτωση έλλειψης βούλησης για την επίλυση των προβλημάτων, δεν οδηγούμεθα αναπόφευκτα σε ένταση και κρίση σε Αιγαίο και Κύπρο, όπως φαίνεται να φοβάται η Αθήνα. Γιατί, εκτός από τα πράγματι ζωτικής σημασίας προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία στα βόρεια, ανατολικά και νότια σύνορά της, και οι διεθνείς συνθήκες δεν ευνοούν νέες εντάσεις και κρίσεις. Η Ουάσιγκτον θα θεωρούσε ότι μία νέα κρίση αποπροσανατολίζει και περιπλέκει τον αντιτρομοκρατικό πόλεμό της στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Και θα αμαυρωνόταν η εικόνα της Τουρκίας ως αξιόπιστου κέντρου διακίνησης «μαύρου χρυσού» προς τη Δύση, που εμφανίζει με την έναρξη αυτή την εβδομάδα της λειτουργίας του πετρελαιαγωγού Μπακού - Τσεϊχάν. Η κινδυνολογία, επομένως, μόνον τις φοβίες Αθήνας και Λευκωσίας ενισχύει και δεν τους επιτρέπει να εκμεταλλευθούν την αναμφισβήτητη επιθυμία της τουρκικής ηγεσίας, είτε κεμαλικής, είτε ισλαμικής, για την ανάπτυξη των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση. Έχοντας, όμως, πάντα κατά νου την κλασική διαπραγματευτική τακτική των Τούρκων που είναι πλούσια σε λόγια και υποσχέσεις και φειδωλή σε συμβιβασμούς. (Ελευθεροτυπία, 9/7/06)