Του Κ.Ν.Σταμπολή
Καθώς η προσοχή όλου του κόσμου αυτό το Σαββατοκύριακο είναι στραμμένη στην συνάντηση των G8, πιο πλουσιοτέρων χωρών του πλανήτη, η οποία πραγματοποιείται στην Αγία Πετρούπολη, και εν αναμονή μιας ευρύτερης συμφωνίας μεταξύ Ρωσίας και Δύσης για το διεθνές εμπόριο (βλέπε ένταξη της Ρωσίας στον ΠΟΕ) και την διαχείριση των πρώτων υλών και ενεργειακών πόρων, το πετρέλαιο εξακολουθεί να ευρίσκεται στο επίκεντρο του προβληματισμού από κυβερνήσεις, τράπεζες και εταιρείες. Για τρίτο συνεχή μήνα η διεθνής τιμή του εξακολουθεί να κινείται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα ενώ την Παρασκευή ξεπέρασε κάθε προηγούμενο ρεκόρ φθάνοντας στα 78.40 δολάρια το βαρέλι στο NYMEX της Ν. Υόρκης. Παρά το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα έχει επέλθει ένα είδος ανακωχής ανάμεσα στις σχέσεις ΗΠΑ και Ιράν - καθώς ευρίσκονται σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις μέσω τρίτων για την συνέχιση του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης, - η έκρυθμη μέχρι πρότινος κατάσταση στο Δέλτα του Νίγηρα είναι ελεγχόμενη, τα αποθέματα αργού και προϊόντων στη Βόρεια Αμερική αλλά και στα κράτη του ΟΟΣΑ βρίσκονται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, (τα αποθέματα αργού σύμφωνα με στοιχεία του ΙΕΑ είναι τα υψηλότερα της τελευταίας 20ετίας!) η κατάσταση στο Ιράκ φαίνεται να βελτιώνεται μετά την εξολόθρευση του τρομοκράτη της Αλ-Κάϊντα Αμπού Μουσάμπ αλ Ζαρκάουι. (7/6/06), οι τιμές του αργού στις διεθνείς αγορές δεν λεν να υποχωρήσουν κάτω από 70 δολ. το βαρέλι. Τις τελευταίες τρεις εβδομάδες μάλιστα αυτές κυμαίνονται σταθερά μεταξύ 70 δολ. και 76 δολ. το βαρέλι. Σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές δεν έχουν εκλείψει οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, παρά τις καλές προοπτικές, για αποφυγή ανεξέλεγκτων καταστάσεων στο μέλλον. Απεναντίας, οι ανωτέρω αναλυτές υποστηρίζουν ότι η σημερινή φαινομενική γαλήνη που επικρατεί στις διεθνείς αγορές αλλά και το παγκόσμιο σύστημα ισορροπιών είναι τόσο εύθραυστο ώστε δεν θα χρειαστεί κάποια σοβαρή γεωπολιτική απειλή, όπως λ.χ. ο πάντα πιθανός αεροπορικός βομβαρδισμός του Ιράν από τις ΗΠΑ, ή μία νέα εντυπωσιακή πολύνεκρη επίθεση από την Αλ Κάϊντα, για να υπάρξουν νέες σοβαρές πιέσεις στις διεθνείς τιμές. Η στενότητα που εξακολουθεί να υπάρχει στο παγκόσμιο σύστημα παραγωγής-ζήτησης, όπου η δυνατότητα πλεονασματικής εφεδρείας παραμένει κάτω από το 3% της καθημερινής παγκόσμιας παραγωγής, ενισχύει τις ανωτέρω θέσεις. Ίσως όμως η πλέον σοβαρή ανησυχία δεν έχει να κάνει με τις όποιες τρομοκρατικές ενέργειες ή σενάρια νέων πολεμικών εμπλοκών στη Μέση Ανατολή ή ακόμα και φυσικές καταστροφές τύπου τυφώνος «Κατρίνα», αλλά με τις εσωτερικές εξελίξεις σε ορισμένες παραγωγούς χώρες οι οποίες αντί να προσπαθούν να συμβαδίσουν με τις διεθνείς τάσεις για άνοιγμα των αγορών τους αντίθετα αναπτύσσουν εθνοκεντρικές πολιτικές. Πολιτικές οι οποίες όχι μόνο δεν διευκολύνουν αλλά κατά βάση αντιτίθενται στις διεθνείς ξένες επενδύσεις ιδίως στον τομέα των υδρογονανθράκων. Πρόσφατα παραδείγματα η Βολιβία, ο Ισημερινός και ασφαλώς η Βενεζουέλα, οι οποίες για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης έχουν κηρύξει τον πόλεμο στις πολυεθνικές και εν μέσω νυκτός έχουν αλλάξει το καθεστώς παραχωρήσεων και συμπαραγωγής που διέπει τις σχέσεις τους με τις διεθνείς εταιρείες, σε σημείο που ορισμένες από αυτές ν’αναγκασθούν να διακόψουν ή να περιορίσουν σημαντικά τις εργασίες τους στις άνω χώρες. Έλεγχος Πετρελαίων από το Κρεμλίνο Παράλληλα η Ρωσία, ο μεγαλύτερος και ισχυρότερος παραγωγός εκτός ΟΠΕΚ, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι μελετάει την πλήρη αναθεώρηση του υπάρχοντος καθεστώτος παραγωγής και εκμετάλλευσης πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπου συμμετέχουν ξένες εταιρείες μέσω PSA’s (Production Sharing Agreements). Δύο από τα μεγαλύτερα και πιο γνωστά έργα είναι αυτά στην νήσο Σαχαλίνη στο πλέον ανατολικό μέρος της αχανούς αυτής χώρας. Πιο συγκεκριμένα αναφερόμεθα στο Sakhalin-1 όπου η Exxon Mobil και οι άλλες εταιρείες, μέλη κοινοπραξίας, έχουν μέχρι στιγμής επενδύσει 5,0 δισεκ. δολάρια και το Sakhalin-2 όπου η Royal Dutch Shell και άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες έχουν επενδύσει 20,0 δισεκ. δολάρια, με προοπτική η συνολική επένδυση, έως ότου ξεκίνησε η άντληση να κλιμακωθεί στα 40 δισεκ. δολάρια! Σύμφωνα με τον υπουργό ενέργειας της Ρωσίας κ. Viktor Khristenko υπάρχουν όροι στις ανωτέρω συμφωνίες (PSA) με τους οποίους η κυβέρνηση Πούτιν δεν είναι καθόλου ευχαριστημένη, καθιστώντας σαφές ότι σε πρώτη ευκαιρία, θα προσπαθήσει να τους αλλάξει με νομοθετική ρύθμιση. Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν οι κυοφορούμενες αλλαγές θα έχουν αναδρομική ισχύ οπότε θα δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα με την ολοκλήρωση των επενδύσεων στη Σαχαλίνη. Να σημειώσουμε ότι η εταιρεία Rosneft, που πριν λίγες ημέρες εισήλθε στο χρηματιστήριο του Λονδίνου, και η Gasprom συμμετέχουν με ποσοστό 20% η πρώτη στο Sakhalin-1 και με 25% η δεύτερη στο Sakhalin-2. Εν τω μεταξύ η Ρωσική κυβέρνηση προσπαθεί με διάφορα νομικά τερτίπια να εκπαραθυρώσει την ιταλική εταιρεία πετρελαίου Total απ’ την ανάπτυξη και εκμετάλλευση του πεδίου Κharyag στη Βόρεια Ρωσία και να την εμποδίσει να λάβει μέρος στην κοινοπραξία για την ανάπτυξη του γιγαντιαίου πεδίου Shtokman στην θάλασσα Barents. Είναι πλέον ξεκάθαρο πέραν πάσης αμφιβολίας, παρατηρούν επιχειρηματικοί κύκλοι στην Μόσχα, ότι η κυβέρνηση Πούτιν υλοποιώντας μία καθαρά συγκεντρωτική πολιτική στο ενεργειακό τομέα, θα προσπαθήσει να ελέγξει ακόμα περαιτέρω την παραγωγή υδρογονανθράκων έστω και με κόστος να έρθει σε ρήξη με τις ξένες πολυεθνικές. Φυσικό Αέριο και Ασφάλεια Ενεργειακών Προμηθειών Πρόσφατες δηλώσεις του Γενικού Διευθυντή του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) που εδρεύει στο Παρίσι, ο κ. Κλοντ Μαντίλ είναι λίαν επικριτικές ως προς τις μακροπρόθεσμες δυνατότητες του Ρώσικου ενεργειακού γίγαντα Gazprom να κρατήσει τις εξαγωγές σε υψηλά επίπεδα. Ως γνωστό η Gazprom καλύπτει με τις εξαγωγές της το 25% των συνολικών αναγκών αερίου της Ευρώπης με ορισμένες χώρες να έχουν εξάρτηση ως και 100% (π.χ. Σλοβακία) και άλλες λιγότερο. (π.χ. Η Ελλάδα καλύπτει το 80% και η Γαλλία το 32%) ενώ το 70% των εσόδων της προέρχονται από τις εξαγωγές προς τις Ευρωπαϊκές χώρες. (Από 540 δισεκ. κυβικά μέτρα παραγωγή το χρόνο η Gazprom εξάγει τα 151 δισεκ. προς την Ευρώπη). Σύμφωνα με τον κ. Μαντίλ «η Gazprom όχι μόνο δεν επενδύει επαρκώς για την ανάπτυξη των νέων κοιτασμάτων αερίου που θα χρειασθούν αλλά δεν εφαρμόζει μεθόδους επανάκτησης στα υπάρχοντα τρία μεγάλα κοιτάσματα που εκμεταλλεύεται. Ούτε προσπαθεί να βελτιώσει την αξιοπιστία του συστήματος μεταφοράς αερίου εντός της Ρωσίας». Ο ΙΕΑ έχει υπολογίσει ότι θα χρειασθούν συνολικές επενδύσεις 11.0 δισεκ. δολαρίων μέχρι το 2009 στη Ρωσία ώστε να μπορέσουν να διατηρηθούν οι σημερινές εξαγωγικές της επιδόσεις αλλά και να εκσυγχρονισθεί το παμπάλαιο σύστημα αγωγών μεταφοράς. «Για να μπορέσει να επιτευχθεί ο απαραίτητος αυτός εκσυγχρονισμός» παρατηρεί ο κ. Μαντίλ, «θα πρέπει να επιτραπεί η πρόσβαση τρίτων στο εσωτερικό δίκτυο αγωγών της Ρωσίας όπως και να δοθεί η δυνατότητα σοβαρών ξένων επενδύσεων στον τομέα των υδρογονανθράκων γενικότερα». Θέσεις με τις οποίες διαφωνεί κάθετα η σημερινή διοίκηση της Gazprom και ασφαλώς το Κρεμλίνο, εντείνοντας έτσι τους φόβους στη Δύση για την ασφάλεια ενεργειακών προμηθειών. Επιπλέον, ο πρόεδρος της Gazprom κ. Αλεξέϊ Μίλερ ρίχνοντας λάδι στην φωτιά προειδοποίησε πριν μία εβδομάδα ότι «προσπάθειες να περιοριστούν οι δραστηριότητες της Gazprom στις Ευρωπαϊκές αγορές, (όπου η εταιρεία έχει αρχίσει να επενδύει σε εταιρείες διανομής και ν’ αποκτά πελατεία σε επίπεδο retail) δεν θα έχουν καλή κατάληξη» απειλώντας έμμεσα τη Δύση για τον επαναπροσανατολισμό των Ρώσικων εξαγωγών αερίου. Με ποιο διπλωματικό τρόπο ο πρέσβης της Ρωσίας στην Αθήνα κ. Αντρέϊ Βντόβιν μιλώντας αποκλειστικά στην «Κ» παρατηρεί για το ίδιο θέμα «Κατά την άποψή μας, βασικό ρόλο στην αύξηση της ενεργειακής ασφάλειας έχει η δημιουργία συστήματος μακροχρόνιων συμφωνιών για προμήθειες ενεργειακών πόρων, που ισχυροποιούνται με αντίστοιχα συμβόλαια για τη μεταφορά τους. Κατά την πεποίθησή μας, η ενεργειακή ασφάλεια αποτελεί βασική έννοια, που αγγίζει τα συμφέροντα όλων των συμμετεχόντων στην ενεργειακή συνεργασία. Επομένως, εάν οι καταναλωτές φυσικού αερίου, ξεκινώντας από την άποψη της αυξημένης ασφάλειας, έχουν δικαίωμα να αναζητήσουν νέους προμηθευτές, τότε το ίδιο οι παραγωγοί και οι προμηθευτές, οδηγούμενοι από τα ίδια ακριβώς αισθήματα, έχουν το δικαίωμα να αναζητήσουν νέες αγορές. Για τους προαναφερόμενους λόγους, τα θέματα της ενεργειακής ασφάλειας θα τεθούν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος στην επικείμενη σύνοδο κορυφής του G8». Τα Νέα Επίπεδα των Τιμών Τα τεκταινόμενα στη Ρωσία, οι εθνικοσοσιαλιστικές και αλλοπρόσαλλες πολιτικές των πετρελαιοπαραγωγών κρατών της Νοτίου Αμερικής και ο έλεγχος παραγωγής πετρελαίου από τα θεοκρατούμενα καθεστώτα της Μ. Ανατολής δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για μία αξιόλογη αύξηση ή έστω προοπτική αύξησης της παγκόσμιας παραγωγής υδρογονανθράκων (η οποία σήμερα έχει διαμορφωθεί στα 85.2 εκατομ. βαρέλια την ημέρα) ενώ χώρες με σοβαρά αποθέματα όπως το Ιράκ και το Ιράν είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν θα αποδεσμευτούν κάποτε από την σημερινή κακοδαιμονία τους και θα μπορέσουν ν’αναπτύξουν πλήρως το παραγωγικό δυναμικό τους. Τα ανωτέρω συνηγορούν στην διαμόρφωση ενός κλίματος ανησυχίας, κύρια χαρακτηριστικά του οποίου είναι οι περιορισμένες προσδοκίες σε ότι αφορά μακροπρόθεσμα την δυνατότητα αύξησης της παγκόσμιας παραγωγής, κυρίως στις χώρες εκτός ΟΠΕΚ, αλλά και την επαναφορά φόβων για διακοπές στην παραγωγή και μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου. Όταν όμως οι διεθνείς τιμές τείνουν να εδραιωθούν στα 75 δολ. το βαρέλι ότι αρνητικό και αν συμβεί στον διεθνή χώρο - και οι πιθανότητες να σημειωθεί μία σοβαρή φυσική καταστροφή είναι σήμερα περισσότερες απ’ότι στο παρελθόν - οι τιμές μόνο προς τα επάνω μπορεί να οδηγηθούν. Και από τα 75 δολ. δεν θα πάνε φυσικά στα 76 ή τα 78 αλλά μάλλον στα 80,τα 85 ή και τα 90 με ότι επιπτώσεις μπορεί αυτό να έχει για την σταθερότητα της διεθνούς οικονομίας. Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που ομιλούν ακόμα και για 100 δολάρια στο βαρέλι μέχρι τα τέλη του 2007. Μάλιστα προβάλλουν την διαπίστωση ότι η τιμή του βαρελιού στα 89 δολάρια δεν είναι πρωτόγνωρη αφού αυτή είναι η πραγματική αποπληθωρισμένη τιμή που έφθασε ο μαύρος χρυσός στην δεύτερη διεθνή πετρελαϊκή κρίση το 1979/80, όπου η ονομαστική τιμή του αργού είχε φθάσει τότε το ρεκόρ των 37,42 δολ. το βαρέλι. Μάλιστα προεξοφλώντας αστάθεια και περαιτέρω ανοδικές τάσεις στις διεθνείς τιμές, οι τράπεζες προχωρούν στην αύξηση των επιτοκίων με στόχο να αποτρέψουν τους διαφαινόμενους πληθωριστικούς κινδύνους που απειλούν να υποσκάψουν την παγκόσμια ανάκαμψη. Σήμερα η πιο εύρωστη οικονομική ανάπτυξη ωθεί τους κεντρικούς τραπεζίτες να επικεντρωθούν στους πληθωριστικούς κινδύνους από τις υψηλές τιμές πετρελαίου και τις φθηνές πιστώσεις και να αποσύρουν σταδιακά το άφθονο χρήμα, που διοχέτευσαν επί τέσσερα χρόνια στον μηχανισμό της παγκόσμιας οικονομίας. Είναι η πρώτη φορά μετά μια εξαετία που οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ, της Ευρωζώνης και της Ιαπωνίας έχουν υιοθετήσει, σχεδόν, συντονισμένα, μια περιοριστική νομισματική πολιτική. Θα Γίνει Διόρθωση; Εάν ναι αυτή θα προέλθει μάλλον από την απόφαση των hedge funds να πωλήσουν συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) σε υψηλές τιμές, κλείνοντας έτσι κάποιες θέσεις τους και αποκομίζοντας απτά κέρδη, εκτιμώντας σε κάποια δεδομένη στιγμή ότι η αγορά φυσικών προϊόντων πετρελαίου μπορεί να είναι κορεσμένη με υπερπροσφορά ελαφρού τύπου πετρελαίων. (Αντιθέτως αυτή τη στιγμή υπάρχει υπερπροσφορά από βαρέως τύπου πετρέλαιο). Σε αυτή την περίπτωση οι τιμές στα διεθνή χρηματιστήρια (NYMEX και IPE) θα υποχωρήσουν για ένα διάστημα ολίγων εβδομάδων ή και μηνών, χάνοντας ακόμη και 10-15% από την τρέχουσα αξία τους. Όμως, μακροπρόθεσμα, παρατηρούν οι περισσότεροι χρηματιστές εμπορευμάτων, οι τάσεις θα είναι ανοδικές αφού η κοινή εκτίμηση είναι ότι δεν έχουν φθάσει ακόμη οι τιμές στο μέγιστο επίπεδο. Αλλά και εάν αυτές φθάσουν κάποτε, η αγορά δεν έχει την αίσθηση ότι θα επέλθει αυτόματα μία κατάρρευση αφού η άνοδος των τιμών δεν βασίζεται σε μία πλασματική κατάσταση τύπου φούσκας. Απεναντίας, στην τρέχουσα κρίση η άνοδος των τιμών υποστηρίζεται από υψηλή σταθερή ζήτηση και δυνατούς υποκείμενους λόγους.