Του T. Μαντικίδη
Το «μέρισμα της ειρήνης» της δεκαετίας του 1990, που είχε οδηγήσει τις τιμές του μαύρου χρυσού κοντά στα 10 δολάρια το βαρέλι, αντικαταστάθηκε τα τελευταία χρόνια από ένα αυξανόμενο γεωπολιτικό ασφάλιστρο κινδύνου, το οποίο μαζί με τα ακραία καιρικά φαινόμενα, τις συνθήκες της αγοράς (προσφορά, ζήτηση, αποθέματα, εταιρείες/επενδύσεις), τις κερδοσκοπικές τοποθετήσεις σε σύνθετα επενδυτικά προϊόντα και την αύξηση της ζήτησης από αναδυόμενες οικονομίες (Κίνα, Ινδία) οδήγησε τις τιμές σε νέα υψηλά επίπεδα, προκαλώντας ανησυχίες σε καταναλωτές, επενδυτές και επιχειρηματίες. H παγκόσμια οικονομία δείχνει να παραμένει ακόμη ισχυρά εξαρτώμενη από τον μαύρο χρυσό, ενώ η διαμορφωθείσα τιμή του σήμερα είναι υψηλότερη περίπου 20% από την πρόβλεψη, που ενσωματώθηκε στον ελληνικό προϋπολογισμό του 2006. Ιστορία 6.000 ετών H σύνθετη λέξη «πετρέλαιο», μας πληροφορεί το τμήμα εμπορευμάτων της Deutsche Bank, προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις πέτρα και έλαιον, ενώ στην αρχαία Μεσοποταμία γύρω στο 4.000 π.χ. το πισσώδες ακατέργαστο πετρέλαιο χρησιμοποιήθηκε και ως μορφή κόλλας αλλά και για καταστήσει τα πλοία της εποχής υδατοστεγή. Χρησιμοποιήθηκε επίσης στην κατασκευή των πυραμίδων, αλλά και σε άλλες δραστηριότητες (ταρίχευση) των αρχαίων Αιγυπτίων, αλλά και ως χρώμα για βαφή του σώματός τους από τους ιθαγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Θεωρήθηκε ότι έχει ιατρικές ιδιότητες στην αρχαία Περσία και στη Σουμάτρα, ενώ τον 4ο αιώνα στην Κίνα εμφανίστηκαν οι πρώτες πετρελαιοπηγές από μπαμπού, αλλά για εμπορικούς σκοπούς η πρώτη πετρελαιοπηγή λειτούργησε στην Πενσυλβανία των ΗΠΑ από τον Edwin Drake το 1859. H μεγαλύτερη παραγωγός χώρα (10,89 εκατ. βαρέλια ημερησίως) και εξαγωγέας (8,84 εκατ. βαρέλια/ημέρα) πετρελαίου στον κόσμο είναι η Σαουδική Αραβία, ενώ οι ΗΠΑ, αν και κατατάσσονται στην τρίτη θέση ως παραγωγός χώρα, κατέχουν την πρώτη θέση στις εισαγωγές (μερίδιο 26%) αλλά και στην κατανάλωση (μερίδιο 25%) στον κόσμο. Πρόσφατα η Κίνα ξεπέρασε την Ιαπωνία στην παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου αναρριχώμενη στη δεύτερη θέση, ενώ καταλαμβάνει και την τρίτη θέση στις εισαγωγές πετρελαίου. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η Ινδία, από τη 13η θέση στην κατανάλωση πετρελαίου το 1995, αναρριχήθηκε σήμερα στην 6η θέση, ενώ καταλαμβάνει και την 7η θέση στις εισαγωγές μαύρου χρυσού. H Βραζιλία από τη 12η θέση όσον αφορά την κατανάλωση ανέβηκε στην 8η θέση το ίδιο διάστημα. Την περίοδο 1990-2000, η μεγαλύτερη μέση αύξηση της ζήτησης για μαύρο χρυσό κατά 2,69 εκατ. βαρέλια την ημέρα προήλθε από τις ΗΠΑ, αλλά την περίοδο 2000-2010 η μεγαλύτερη αύξηση της ζήτησης κατά 3,86 εκατ. βαρέλια την ημέρα θα προέλθει από την Κίνα, ενώ η Ινδία καταλαμβάνει την τρίτη θέση. Σήμερα τα γνωστά αποθέματα μαύρου χρυσού παγκοσμίως φθάνουν τα 1.201 δισεκατομμύρια βαρέλια, με τη Σαουδική Αραβία να ελέγχει το 26% αυτών, ακολουθούμενη από το Ιράν (11%) και το Ιράκ (10%). H παγκόσμια οικονομία παραμένει ακόμη ισχυρά εξαρτώμενη από τον μαύρο χρυσό, αν και η παραγωγή πετρελαίου των χωρών του OPEC (Οργανισμός Πετρελαιοπαραγωγών Εξαγωγών Κρατών) ως ποσοστό της παγκόσμιας παραγωγής έχει μειωθεί από το 50% το 1973 στο 35% σήμερα. H τάση αυτή αναμένεται να αντιστραφεί τα επόμενα έτη, καθώς το 75% των παγκόσμιων γνωστών αποθεμάτων, τα οποία σε ποσοστό 80% βρίσκονται στη Μέση Ανατολή, προέρχονται από 11 χώρες-μέλη του OPEC. Οι προβλέψεις Κάποιοι από τους θεσμικούς επενδυτές που κυριαρχούν στην αγορά του πετρελαίου, είναι πεπεισμένοι ότι η ανοδική τάση του μαύρου χρυσού δεν θα εξαλειφθεί παρά μόνο αν η τιμή του ξεπεράσει τα 100 δολάρια ανά βαρέλι, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι ήδη η τιμή των 70 δολ./βαρέλι είναι υψηλή και ικανή να δώσει κίνητρα για περαιτέρω εκμετάλλευση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων ή την εξεύρεση νέων. Προσφάτως η Deutsche Bank αύξησε την πρόβλεψή της για τη μέση τιμή του πετρελαίου τύπου WTI (ελαφρό πετρέλαιο των ΗΠΑ) στα 67,25 δολ. το βαρέλι για το 2006 (66,50 δολ./βαρέλι για το πετρέλαιο τύπου brent) και στα 62 δολ./βαρέλι (61 δολ./βαρέλι για το brent) το 2007, ενώ αποκλιμάκωση των τιμών κάτω από τα 50 δολάρια το βαρέλι προβλέπεται να σημειωθεί μετά το 2009. H UBS βλέπει την τιμή του μαύρου χρυσού στα 68,40 δολάρια το βαρέλι το 2006 και τα 69 δολάρια το βαρέλι το 2007, ενώ οι προβλέψεις της Citigroup αναφέρουν μέση τιμή του πετρελαίου τύπου WTI (αργό) στα 65,88 δολάρια το βαρέλι για το 2006 (64,91 δολ./βαρέλι για το πετρέλαιο τύπου brent) και στα 60 δολ./βαρέλι (58 δολ./βαρέλι για το brent) το 2007. Σε γενικές γραμμές αυτό που παρατηρείται είναι μια αναθεώρηση προς τα πάνω των προβλέψεων των αναλυτών εμπορευμάτων κατά 10-15 δολάρια σε διάστημα μόλις ολίγων μηνών. Εν τω μεταξύ, στις αγορές προθεσμιακών συμβολαίων οι επενδυτές διατηρούν αυξημένες Long (ανοδικές) θέσεις. Η HSBC, χρησιμοποιώντας πάντως τα μοντέλα της Οξφόρδης, υπολόγισε ότι ενδεχόμενη άνοδος του μαύρου χρυσού στα 100 δολ. /βαρέλι θα έχει αρνητική επίδραση σε έναν χρόνο κατά 1,2% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, κατά 1,4% του ΑΕΠ της Ιαπωνίας, κατά 1,7% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, κατά 1,7% του ΑΕΠ της Κίνας και κατά 2,5% του ΑΕΠ της Ινδίας. ΑΝΑΛΥΤΕΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ: Ποια είναι η δίκαιη ιστορική τιμή Οι συνθήκες από την πλευρά της προσφοράς παράλληλα με την ισχυρή ζήτηση είναι δύσκολο να μεταβληθούν πριν από το 2008, υποστηρίζουν οι αναλυτές, ενώ βραχυπρόθεσμα οι αγορές θα παραμείνουν ιδιαίτερα ευαίσθητες στον κακό συνδυασμό μεταξύ της οριακής προσφοράς και της οριακής ζήτησης, καθώς και στους πιθανούς κλονισμούς από την πλευρά της προσφοράς είτε γεωπολιτικούς (π.χ. Ιράν, Βόρειος Κορέα, Νιγηρία, Βενεζουέλα, Μέση Ανατολή) είτε φυσικούς (π.χ. εποχή των τυφώνων). Οι αναλυτές εμπορευμάτων εκτιμούν πάντως ότι οι τιμές είναι υψηλές λόγω και των κερδοσκοπικών θέσεων, και ότι μακροπρόθεσμα οι τιμές θα πρέπει να ισορροπήσουν στα 45 δολ./βαρέλι, όπου κινείται και η ιστορική αγοραστική δύναμη των καταναλωτών με βάση το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών του G-7. Σημειώνεται ότι το 1970 η τιμή του πετρελαίου κυμαινόταν στα 3,5 δολ. /βαρέλι. Τότε όμως το ετήσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών του G7 ήταν 3.400 δολάρια, δηλαδή ο καταναλωτής στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου μπορούσε να αγοράσει 1.000 βαρέλια πετρελαίου τον χρόνο. Μετά τις κρίσεις του 1973 και του 1979 και την άνοδο των τιμών μπορούσε να αγοράσει 450 βαρέλια τον χρόνο, ενώ μετά την κρίση των αναδυόμενων αγορών του 1997-1998 και την πτώση των τιμών στα 10 δολ./βαρέλι οι τιμές του μαύρου χρυσού διαμορφώνονται σε σημαντικά χαμηλά επίπεδα. Σήμερα, αν και οι τιμές κινούνται στα 70-75 δολ./βαρέλι, το ετήσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις χώρες του G7 κυμαίνεται στα 37.000 δολάρια, 10 φορές και πλέον υψηλότερα σε σχέση με το 1970, αλλά ο καταναλωτής μπορεί να αγοράσει 540 βαρέλια ετησίως. Άρα οι τιμές θα πρέπει να υποχωρήσουν γύρω στα 45 δολ./βαρέλι, ώστε να αντικατοπτρίζεται η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών με βάση τον ιστορικό μέσο όρο των τελευταίων 35 ετών (1.000 βαρέλια ετησίως). Δεδομένου ότι τα μοντέλα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι μια άνοδος κατά 10 δολ. /βαρέλι πετρελαίου έχει επίπτωση 0,2%-0,3% του ΑΕΠ σε 12 μήνες στην ανάπτυξη παγκοσμίως οι επιπτώσεις φαντάζουν σχετικά ελεγχόμενες. Έρευνα της Citigroup καταδεικνύει μάλιστα ότι το κόστος του πετρελαίου στην οικονομία των ΗΠΑ αυξήθηκε στο 3,3% του ΑΕΠ το 2005, από 1,5% το 1995, αλλά κινείται ακόμη πολύ χαμηλά σε σχέση με την κρίση του 1980 (8,1% του ΑΕΠ). Για να είναι εξάλλου οι πραγματικές τιμές του πετρελαίου ισοδύναμες με αυτές της περιόδου 1974-1985, θα πρέπει οι ονομαστικές τιμές να ξεπεράσουν τα επίπεδα των 85 δολ. /βαρέλι. Βεβαίως εκτίναξη των τιμών στα 130 δολάρια όπως εκτιμούν οι αναλυτές, απόρροια αρνητικών εξελίξεων στο Ιράν, θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία και στις αγορές. Αν και η διολίσθηση του δολαρίου ως προς το ευρώ λειτουργεί μερικώς ως ασπίδα προστασίας σε ακραία φαινόμενα για την οικονομία και τα ελληνικά νοικοκυριά, οι οικονομολόγοι θεωρούν ότι η αβεβαιότητα επηρεάζει σημαντικά τις προσδοκίες των καταναλωτών και των επιχειρηματιών καθώς καταστρέφει τον οικονομικό προγραμματισμό των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, αυξάνοντας τον κίνδυνο για επιπλέον μείωση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας και για επιπλέον άνοδο του πληθωρισμού από τα επίπεδα εκείνα που ήδη επιφέρει η αύξησης της τιμής. (Το Βήμα, 16/7/06)