Του Σπύρου Παλαιογιάννη*
Ένα ερώτημα που τίθεται αρκετά συχνά τους τελευταίους μήνες είναι γιατί οι σημερινές υψηλές διεθνείς τιμές πετρελαίου δεν φαίνεται να έχουν το ίδιο αρνητικές επιπτώσεις πάνω στις οικονομίες των διαφόρων χωρών, όπως συνέβη κατά τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του ’70. Κατά την άποψή μου υπάρχουν δύο κύριοι λόγοι για τις περιορισμένες επιπτώσεις των υψηλών τιμών πετρελαίου στη παγκόσμια οικονομία. Ο πρώτος είναι περισσότερο «ενεργειακός» και συνδέεται με τις αλλαγές που υπήρξαν σε επίπεδο ενεργειακής πολιτικής και ενεργειακής οικονομίας γενικότερα, μετά τη δεκαετία του ’70. Πιο συγκεκριμένα, πολλές κυβερνήσεις, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες χώρες, απεφάσισαν και πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση του πρωτογενούς ενεργειακού μίγματος των χωρών τους, μειώνοντας τη συμμετοχή του πετρελαίου και αυξάνοντας το μερίδιο άλλων, σε πολλές περιπτώσεις ενδογενώς παραγόμενων, μορφών ενέργειας, όπως πχ το φυσικό αέριο, τα στερεά καύσιμα, η πυρηνική ενέργεια και οι ΑΠΕ. Επιπρόσθετα, καταβλήθηκε συστηματική προσπάθεια για να βελτιωθεί η αποδοτικότητα των ενεργειακών συστημάτων των χωρών τους, με αποτέλεσμα να υπάρξει σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας και μείωση της ενεργειακής έντασης των οικονομιών τους, δηλαδή να απαιτείται σήμερα λιγότερη ενέργεια για την παραγωγή μιας μονάδας του ΑΕΠ, σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό πρακτικά μεταφράζεται και σε μικρότερες επιπτώσεις για την οικονομία τους από την άνοδο των τιμών ενέργειας. Ο άλλος λόγος είναι καθαρά οικονομικός. Από τη δεκαετία του ’70 μέχρι σήμερα, υπήρξε σημαντική μεγέθυνση της παγκόσμιας οικονομίας, με αποτέλεσμα, όπως προκύπτει από επίσημα στοιχεία του ΟΑΣΑ, οι καθαρές εξαγωγές πετρελαίου να αντιστοιχούν σήμερα στο 1% περίπου του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ κατά τις περιόδους των τότε πετρελαϊκών κρίσεων, οι εξαγωγές αυτές αντιστοιχούσαν στο 2% σχεδόν του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το γεγονός αυτό εξηγεί επίσης σε μεγάλο βαθμό γιατί σήμερα οι οικονομικές επιπτώσεις από την άνοδο των τιμών πετρελαίου είναι συγκριτικά πολύ μικρότερες. Επιπρόσθετα, η μεγάλη άνοδος των τιμών πετρελαίου είχε και εξακολουθεί να έχει, όπως είναι φυσικό, αρνητικές επιπτώσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των χωρών που εισάγουν πετρέλαιο. Η επιδείνωση όμως του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, όπως επισημαίνουν έγκυροι οικονομικοί αναλυτές , στο παρελθόν μεταφράζονταν σχεδόν αυτόματα σε επιβράδυνση της ανάπτυξης και της εγχώριας ζήτησης, σε πληθωριστικές πιέσεις και σε άνοδο των επιτοκίων, καθώς και σε διόγκωση του χρέους (κυρίως των αναπτυσσόμενων χωρών). Αυτό τουλάχιστον συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Αντίθετα σήμερα, οι επιπτώσεις από την αύξηση των τιμών πετρελαίου στην ανάπτυξη, τα επιτόκια, τον πληθωρισμό και το χρέος, είναι σαφώς πιο μικρές, γιατί οι οικονομίες των αναπτυγμένων χωρών, αλλά και οι οικονομίες πολλών από τις αναπτυσσόμενες χώρες (που συμβαίνει να είναι ταυτόχρονα και μεγάλοι καταναλωτές ενέργειας όπως πχ η Κίνα), όχι μόνο δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους, αλλά παρουσιάζουν σημαντικά πλεονάσματα, λόγω του υψηλού ρυθμού ανάπτυξης των οικονομιών τους και των αυξημένων εξαγωγικών δραστηριοτήτων τους. Η σημαντική αυτή διαφορά εξηγεί και το γιατί ενώ οι χώρες εξακολουθούν να δανείζονται μεγάλα ποσά προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους σε εισαγόμενο πετρελαίου, δεν υπάρχει στην ουσία κανένα πρόβλημα πιστοληπτικής ικανότητας και φερεγγυότητας αποπληρωμής των σχετικών δανείων, ούτε παρατηρούνται παρενέργειες και προβλήματα ύφεσης στη παγκόσμια οικονομία. Οι ανωτέρω διαπιστώσεις ισχύουν σε μεγάλο βαθμό και για την περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, που παρά τη μεγάλη εξάρτησή της από το (εισαγόμενο) πετρέλαιο (κατά 60% περίπου, έναντι μόλις 40% του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου), παρουσιάζει ισχυρές αντοχές και, επί του παρόντος τουλάχιστον, ανεπαίσθητα προβλήματα ύφεσης. Τι θα συμβεί όμως αν οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου εκτιναχθούν και παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στα επίπεδα των 100 $ το βαρέλι όπως πολλοί αναλυτές προβλέπουν; Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι πολύ πιθανό οι σημερινές αξιοσημείωτες αντοχές της παγκόσμιας οικονομίας να αποδειχθούν εύθραυστες και να μην μπορέσουν να απορροφήσουν μια τέτοια ιλιγγιώδη άνοδο των διεθνών τιμών πετρελαίου. *Χημικός, ΜΒΑ Αντιπρόεδρος Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιο-ανατολικής Ευρώπης