Του Σπύρου Κτενά
Στα ψιλά των εφημερίδων πέρασε, την προηγούμενη εβδομάδα, η απόφαση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, που επιμένει ότι οι δύο πολυεθνικές εταιρείες καυσίμων - η ΒΡ και η Shell - έκαναν «τραστ τιμών» εις βάρος του καταναλωτή. Εφαρμόζοντας κοινή εκπτωτική πολιτική προς τους πρατηριούχους συνεργάτες τους, οι δύο εταιρείες διατηρούσαν, με έντεχνο τρόπο, τις τιμές σε υψηλά επίπεδα, αποκομίζοντας κάθε χρόνο κέρδη δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ. Το «κόλπο» που έχουν θέσει σε εφαρμογή οι εταιρείες έχει διπλό στόχο: * Αφενός να διατηρήσουν υπό τον απόλυτο έλεγχό τους το εμπορικό δίκτυο, μετατρέποντας σε υποχείρια τους πρατηριούχους συνεργάτες τους, και * Αφετέρου να συνεχίσουν να κρατούν σε υψηλά επίπεδα τις λιανικές τιμές, διατηρώντας την κερδοφορία τους στα ύψη. H νέα αυτή πρακτική που εφαρμόζεται τον τελευταίο 1,5 χρόνο παρέχει μια επίφαση νομιμότητας, προσφέροντας ταυτόχρονα στις εταιρείες που την εφαρμόζουν τη δυνατότητα να μην πέφτουν στο δόκανο της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Πώς μπορούν λοιπόν οι μεγάλες εταιρείες και πετυχαίνουν το φαινομενικά ακατόρθωτο; Οι σχέσεις εταιρειών - πρατηριούχων ρυθμίζονταν ως πρόσφατα από τις πενταετείς εμπορικές συμβάσεις, σύμφωνα με τις οποίες και οι δύο πλευρές δεσμεύονταν να συνεχίσουν τη συνεργασία τους υπό συγκεκριμένους όρους. Την πρακτική αυτή των εμπορικών συμβάσεων ήλθαν να την υπονομεύσουν μικρότερες και μεσαίου μεγέθους εταιρείες, οι οποίες από το 2000 και μετά «μπήκαν σφήνα» διεκδικώντας ζωτικό χώρο στην αγορά πετρελαίου. Το σπάσιμο των συμβάσεων ήταν «κρίσιμη μάχη» για όσους ήθελαν να παίξουν ρόλο και να λάβουν έστω και ένα «μικρό» κομμάτι της μεγάλης πίτας του μαύρου χρυσού. Και πράγματι, οι μικρότερες εταιρείες κατόρθωσαν να ροκανίσουν τμήμα της αγοράς. Επιχειρώντας να αντιδράσουν, οι τελευταίες εγκαινίασαν νέα πρακτική: αντί για τις εμπορικές συμβάσεις εταιρειών - πρατηριούχων, προχώρησαν σε υπογραφή συμβάσεων εκμίσθωσης των πρατηρίων με τους ιδιοκτήτες των ακινήτων. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις, οι μεγάλες εταιρείες συμφωνούν να προκαταβάλουν στους ιδιοκτήτες των ακινήτων (όπου στεγάζονται τα πρατήρια) ποσά εκμίσθωσης που φθάνουν ως και 12 χρόνια. «Για πρατήρια με μέση μηνιαία κατανάλωση 200 κυβικά, που θεωρείται σχετικά μεσαία κατανάλωση, προσφέρονται από εταιρείες προκαταβολικά μισθώματα ως και 1 εκατομμύριο ευρώ» αναφέρει εκπρόσωπος εταιρείας, προσθέτοντας ότι «με τον τρόπο αυτόν δένεται χειροπόδαρα ο πρατηριούχος, ενώ από την άλλη το κόστος αυτού του κεφαλαίου που προκαταβάλλεται από τις εταιρείες μεταφέρεται στη λιανική τιμή». * Την πληρώνουν οι καταναλωτές Για να μπορέσει κανείς να καταλάβει τι επίπτωση μπορεί να έχει στην τσέπη του καταναλωτή η πρακτική αυτή, αρκεί να δει τις διαφορές τιμών μεταξύ μεγαλύτερων και μικρότερων εταιρειών οι οποίες φθάνουν τα 17 λεπτά το λίτρο. Τα 17 λεπτά, που είναι η διαφορά τιμής για την αγορά ενός λίτρου βενζίνης, δεν πάνε όλα στο ταμείο της μεγάλης εταιρείας. Ένα ποσοστό μπαίνει στην τσέπη του πρατηριούχου. «Υπάρχουν εταιρείες στην αγορά που εργάζονται με περιθώριο 0,5 λεπτό το λίτρο, την ίδια στιγμή που οι μεγάλες εταιρείες "πάνε" για 6 και 7 λεπτά το λίτρο. Αυτό δεν το επιβάλλει κανένας ανταγωνισμός, απλά κατασπαράζουν τους αυτοκινητιστές...» τονίζει ο ίδιος παράγοντας. Αντιστοίχως σε επίπεδο πρατηριούχου, αυτό που συμβαίνει είναι ότι αυτός αποσπά ένα τμήμα της διαφοράς (των 17 λεπτών) - εξαρτάται από τη δύναμη διαπραγμάτευσης που ο ίδιος διαθέτει έναντι της εταιρείας και η οποία εξαρτάται από την κατανάλωση του πρατηρίου του και από το αν πληρώνει μετρητά ή με επιταγές την εταιρεία - αλλά είναι πλήρως εξαρτημένος από αυτήν. «Σε πολλές περιπτώσεις οι πρατηριούχοι που μπαίνουν σε τέτοια συνδιαλλαγή γίνονται υπάλληλοι των μεγάλων εταιρειών» επισημαίνει ο συνομιλητής μας, διευκρινίζοντας ότι «το αντίτιμο είναι μεγάλο. Όταν ο ιδιοκτήτης έχει λάβει χρήματα τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ως και διπλάσια της αξίας του ακινήτου, τι μπορεί να κάνει; Θα πουλήσει σε ό,τι τιμή επιθυμεί η εταιρεία». Το δεύτερο «όπλο» αποτελούν οι μεγάλες εμπορευματικές πιστώσεις των εταιρειών προς τους πρατηριούχους οι οποίες συνήθως κυμαίνονται μεταξύ 300.000 και 400.000 ευρώ, αλλά σε μεμονωμένες περιπτώσεις φθάνουν το 1 εκατομμύριο ευρώ. «Δένουν τους πρατηριούχους με τις πιστώσεις αυτές υποθηκεύοντας συχνά τα πρατήρια» σημειώνει ο συγκεκριμένος εκπρόσωπος της εταιρείας και συνεχίζει: «Όπως καταλαβαίνετε, το κόστος εξυπηρέτησης του κεφαλαίου που δεσμεύεται για να δοθεί η εμπορευματική πίστωση, περνάει στην αντλία - άρα στον καταναλωτή». Οι πρατηριούχοι που «δένονται» με μεγάλες εμπορευματικές πιστώσεις και πιθανόν υποθήκες δεν έχουν άλλη επιλογή να τις εξυπηρετήσουν από το να ανεβάσουν τις λιανικές τιμές στις αντλίες. Αν μάλιστα δεν είναι σε θέση να πληρώσουν σε ρευστό, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα για τους πρατηριούχους. «Οι πρατηριούχοι προκειμένου να καλύψουν τις απαιτήσεις των πιστώσεων, πουλάνε στους καταναλωτές ακριβότερα» αναφέρει ο ίδιος παράγοντας, προσθέτοντας ότι «στην πραγματικότητα κάποιοι εξ αυτών είναι απλώς θύματα μιας εναλλακτικής μορφής τοκογλυφίας, τα σπασμένα της οποίας πληρώνει ο καταναλωτής». * Αλλαγή συσχετισμών Πάντως η ραγδαία άνοδος των λιανικών τιμών των καυσίμων δημιουργεί σοβαρές αλλαγές ως προς τον συσχετισμό δυνάμεων στην εγχώρια αγορά εμπορίας «μαύρου χρυσού». Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία του υπουργείου Ανάπτυξης, σύμφωνα με τα οποία οι καταναλωτές στρέφονται σταδιακά προς τα πρατήρια με φθηνότερες τιμές. Το πρώτο τετράμηνο του 2006 η αγορά της αμόλυβδης βενζίνης αυξήθηκε με ρυθμό 5,4%, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο της Shell παρέμεινε στάσιμο. Το στοιχείο που καθορίζει πλέον τις εξελίξεις στην αγορά είναι το ότι οι καταναλωτές αναζητούν τα φθηνότερα πρατήρια αφού οι λιανικές τιμές έχουν υπερβεί κάθε όριο. Όλα δείχνουν ότι οι ελληνικές εταιρείες κερδίζουν το παιχνίδι της αγοράς. Το γεγονός αυτό αναμένεται να αλλάξει και τους συσχετισμούς στην ίδια την εκπροσώπηση του Συνδέσμου Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών, που κυριαρχείται από τις πολυεθνικές. Οι αντιθέσεις που επικρατούν σε αυτόν κρίνεται αδύνατον να συμφιλιωθούν. Έτσι, οι εκπρόσωποι των ελληνικών εταιρειών, φανερά πλέον, διατυπώνουν τη θέση ότι πρέπει να ανοίξει ο Σύνδεσμος σε όλες τις εταιρείες, αποδεχόμενος στις γραμμές του και τις επιχειρήσεις που επιθυμούν να γίνουν μέλη του. Εταιρείες, όπως η ETEKA - ελέγχει το 4% της αγοράς βενζινών -, θα προσφύγουν δικαστικά προκειμένου να ικανοποιηθεί το αίτημά τους για την είσοδό τους στον ΣΕΕΠ. (Το Βήμα, 23/7/06)