Του Στυλιανού Ιω. Δράκου, υποστράτηγου ε.α.
Τον τελευταίο καιρό και εν όψει λήψεως αποφάσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση περί του εάν η Τουρκία εκπληροί ή όχι τις απορρέουσες ως υποψήφιου μέλους υποχρεώσεις της η εξωτερική της πολιτική καθίσταται βαθμηδόν πλέον επιθετική και προκλητική. Παραλλήλως, επικρατούν γι’ αυτήν την χώρα κάποιες απόψεις, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα εν όλω ή εν μέρει. Συγκεκριμένως, πρόκειται περί των ακολούθων τριών μύθων: Μύθος πρώτος: Η ύπαρξις δύο κέντρων εξουσίας. Πρόκειται περί λάθους. Στην Τουρκία υπάρχει ένα Κέντρο Εξουσίας: Αυτό, το οποίον καθιέρωσε ο στρατηγός Μουσταφά Κεμάλ και εντοπίζεται στο πανίσχυρο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ) ή, όπως άλλως λέγεται σήμερα. Το υπερκομματικό αυτό όργανο μπορεί να παραλληλισθή με το «πολίτ – μπιρώ» του άλλοτε πανισχύρου Κομ. Κόμματος της τέως ΕΣΣΔ, ο δε αρχηγός των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων προς τον Γεν. Γραμματέα αυτού. Βεβαίως, στην Τουρκία δεν υφίσταται κομμουνιστικό καθεστώς αλλ’ ούτε δημοκρατία, όπως τουλάχιστον νοείται και λειτουργεί στα Δυτικά κράτη. Το πολίτευμά της είναι ολιγαρχικό, με κοινοβουλευτικό μανδύα. Κυβέρνησις και Ένοπλες Δυνάμεις υποτάσσονται στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, τις αποφάσεις του οποίου και εφαρμόζουν πιστώς. Η εθνική στρατηγική είναι ενιαία και αδιαμφισβήτητος. Ουδεμία Κυβέρνησις στην Τουρκία έχέι το σθένος, ή ακόμη και την επιθυμία να αντιστρατευθή προς την πολιτική του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. Αν ποτέ αποτολμήση τούτο, τότε αυτή η Κυβέρνησις τάχιστα καταργείται είτε πραξικοπηματικώς, όπως το 1960 και 1980, είτε με «δικαστική απόφαση», όπως συνέβη στην περίπτωση Ερμπακάν, του οποίου το κόμμα (ισλαμικόν) εκηρύχθη εκτός νόμου. Ο μύθος περί δύο κέντρων εξουσίας εξυπηρετεί την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, η οποία και τον χρησιμοποιεί τεχνηέντως, για να αποφεύγη τυχόν επιβαλλόμενες παραχωρήσεις, επικαλουμένη «αδυναμίαν». Μύθος δεύτερος: Η Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Σπορείς και καλλιεργητές αυτού του μύθου ή έστω ενδεχομένου, είναι κυρίως οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Βρεταννίας για λόγους γεωπολιτικούς και οικονομικούς. Γενικώς, η ένταξις της Τουρκίας αντιμετωπίζεται με περισσή υποκρισία, τόσον από τις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, στις οποίες συγκαταλέγεται και η Ελληνική, όσον και από την ίδια την Τουρκία, για ίδιους λόγους από εκάστη τούτων. Και συμβαίνει το παράδοξο: ενώ όλοι οι Ευρωπαϊκοί λαοί, αντιτίθενται σφόδρα με την εισδοχή της Τουρκίας στην ΕΕ για λόγους γνωστούς (δηλ.: γεωγραφικούς, ιστορικούς, πολιτισμικούς, δημογραφικούς κ.α.), οι αντίστοιχες κυβερνήσεις, με υποκινητή την βρεταννική να εφαρμόζουν όλως αντίθετη πολιτική κατ’ εντολήν βεβαίως του μεγάλου αφεντικού. Είναι βέβαιο ότι ουδεμία χώρα – μέλος της ΕΕ θα επιλέξη, για την κύρωση της αποφάσεως εισδοχής της Τουρκίας στην ΕΕ ως πλήρους μέλους (αν και όταν συμβή αυτό), την προσφυγή σε δημοψήφισμα, γιατί η καταψήφισή της θεωρείται βεβαία και πανηγυρική. Εξ ίσου σοβαροί λόγοι, αποθαρρυντικοί της Ευρωπαϊκής της προοπτικής, υφίστανται στην ίδια την Τουρκία. Εάν και όταν εισέλθη η Τουρκία στην ΕΕ, ως ισότιμος εταίρος, αποδεχόμενη ανεπιφυλάκτως το Ευρωπαϊκό σύστημα αρχών και αξιών, γνωστό ως «Ευρωπαϊκό κεκτημένον», θα ανακύψουν εις αυτήν την χώρα κοσμογονικές καταστάσεις, εκ των οποίων επισημαίνονται δύο, ήτοι: α) Μετά παρέλευση κάποιου χρόνου από της εντάξεώς της στην ΕΕ, η οικονομική δραστηριότης αυτής, σταδιακά και σταθερά θα περιέλθη σε ξένους κατά ποσοστό προοδευτικώς ανερχόμενο, όπως συνέβαινε κατά την προ του 1915 περίοδο. Οι λόγοι είναι γνωστοί, ιδιαίτερα σε μας τους Έλληνες. Και αυτό, η Ιθύνουσα Τάξις της Τουρκίας ούτε σαν σκέψη το δέχεται. β) Το Κεμαλικό καθεστώς εκ των πραγμάτων θα καταρρεύση, αφού θα έχη εκλείψει το αστυνομικό κράτος και η κεκαλυμμένη δικτατορία του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. Και τότε θα συμβή ότι και στην τέως Σοβιετική Ένωση μετά το 1989. Οι μειονότητες, με πρώτους τους Κούρδους, θα διεκδικήσουν την εθνική τους ανεξαρτησία και το Τουρκικό κράτος θα αποδυναμωθή τόσο, που ούτε το ίδιο θα αναγνωρίζη τον εαυτό του. Είναι μια προοπτική, ή έστω ένα ενδεχόμενο, εφιαλτικό για την ιθύνουσα τάξη αυτής της χώρας, η οποία και θα προστατεύση, αντί πάσης θυσίας το υφιστάμενο σύστημα εξουσίας. Η αδιάλλακτος εμμονή της Τουρκίας σε παράλογες αξιώσεις της, όπως λ.χ. «η μη αναγνώρισις της Κυπριακής Δημοκρατίας», αποβλέπει μάλλον σε κάποια «ειδική σύνδεσή της» με την ΕΕ «κομμένη στα μέτρα της» και επί πλέον (και κυρίως), στην διεθνή αποδοχή της ντε φάκτο διχοτομήσεως της νήσου. Μύθος τρίτος: Το ακαταμάχητον (!) των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων. Κατ’ εκείνο το επικατάρατο θέρος του 1974, ότε οι μηχανορραφίες και εθνικές προδοσίες επερίσσευσαν, μας εδόθη μοναδική ευκαιρία να δώσουμε ένα καλό μάθημα στην επίβουλο γείτονα και να «καθήση στ’ αυγά της», τουλάχιστον για μία πεντηκονταετία. Η σύγκριση δυνάμεων, ιδία αεροπορικών και ναυτικών, έδιδε στην χώρα μας σαφή υπεροχή. Αυτό το εγνώριζαν και οι Αμερικανοί και το ενδεχόμενο Ελληνο – Τουρκικής συρράξεως ήταν εφιαλτικό για τον νεώτερο Μέττερνιχ Χ. Κίσσιγκερ, ο οποίος με ανακούφιση επληροφορήθη, τότε, την περί καταπαύσεως του πυρός συμφωνία (Γενέυη – τέλη Ιουλίου 1974). Αυτή την συμφωνία οι Τούρκοι, δολίως, παρεβίασαν (10,8,1974), αφού προηγουμένως είχον σταθεροποιηθή και ενισχύσει το προγεφύρωμα Κερύνειας. Αν εξεδηλούτο, ως είχομεν ιερόν καθήκον και δικαίωμα, ένοπλος Ελληνική αντίδρασις και δη άμμεσος (προ και κατά την διάρκεια της εχθρικής «αποβάσεως»), η Τουρκική Αμφίβιος Δύναμις Επιχειρήσεων θα διελύετο στα εξ ων συνετέθη, υπό μόνον των Αεροναυτικών μας Δυνάμεων. Πολύ περισσότερον, αν επηρχέτο η σύρραξις, θα απεδεικνύετο από τα πρώτα 24ωρα ότι οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις στηρίζονται σε πήλινα πόδια. Για του επαϊόντες, η Τουρκική «απόβασις» στην Κύπρο ήταν ότι χειρότερο και γελοιωδέστερο έχει εμφανίσει μέχρι σήμερα η στρατιωτική ιστορία. Ο γνωστός Τούρκος δημοσιογράφος Αλή Μπιράν, έχει περιγράψει με τα μελανώτερα χρώματα την όλη αποβατική επιχείρηση των Τούρκων. Ξένοι σχολιαστές (και κάποιοι Αμερικανοί), απορούν γιατί δεν εκμεταλλευθήκαμε την ευκαιρία να συντρίψουμε τους ερασιτέχνες εισβολείς κ.τ.λ. κ.τ.λ. και τα υπόλοιπα, στον Φάκελο της Κυπριακής τραγωδίας. Και το Επιμύθιον: Η Τουρκία υπολογίζει και σέβεται τους ισχυρούς και τολμηρούς, ενώπιον των οποίων κύπτει πειθηνίως την κεφαλή. Τους ασθενείς και υποχωρητικούς ποδοπατεί και συντρίβει ανηλεώς. Και όσον εμείς πηγαίνουμε κρατούντες κλάδον ελαίας, τόσον και περισσότερον οι Τούρκοι αποθρασύνονται, κραδαίνοντες τις χατζάρες των. Τα περί «Ελληνο – Τουρκικής φιλίας» είναι ένας ακόμη μύθος. Ως έθνος, θα επιβιώσουμε δια της Εθνικής ημών ισχύος και μόνον. Αυτό σημαίνει ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις και ηγεσία ανταξία των περιστάσεων. Η Τουρκία ουδεμίαν σχέσιν έχει με τον Δυτικό Πολιτισμό. Είναι και παραμένει χώρα ασιατική, ισλαμική, απολίτιστος και άρπαξ. Παν διάφορον περί αυτής, συνιστά περίτεχνο μύθο για ολιγωρία. Τουναντίον, επιβάλλεται μεθοδική προετοιμασία, εγρήγορσις και αποφασιστικότης. Προς θεού, όχι άλλες υποχωρήσεις. Όχι αυτό το «ραγιάδικο»: Δεν δικδικούμε τίποτα. Οι καιροί ου μενετοί. (Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 21/07/2006)