Για όσους γεννηθήκαμε αρχές της δεκαετίας του ’70 και ζήσαμε ως έφηβοι
την οκταετία του ΠΑΣΟΚ το 1981-89, πολιτικά πρόσωπα όπως ο Κωστής
Στεφανόπουλος ήταν περίπου ένα αίνιγμα. Ειδικά για όσα νέα παιδιά
μαγεύτηκαν από τη φαντεζί περσόνα του Ανδρέα Παπανδρέου (και ήταν πάρα
πολλά), η αβασάνιστη περιφρόνηση προς το πρόσωπο του χαμηλών τόνων,
αυστηρού, μετρημένου Κωστή Στεφανόπουλου ήταν εύκολη υπόθεση. Πρώτα απ’
όλα επειδή οι ίδιοι οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας δεν τον
υπολόγιζαν. Αν μη τι άλλο, δεν τον είδαν ποτέ ως ισχυρό αντίβαρο στον
πληθωρικό, ορμητικό Ανδρέα. Πάνω απ’ όλα, στον λαϊκό (επικοινωνιακό λέμε
σήμερα) Ανδρέα.
Είναι παράξενο, αλλά αυτός ο πιστός, αγνός ιδεολόγος είχε σχέση αγάπης
και μίσους με την παράταξή του. Τις δύο φορές που ο Κωστής Στεφανόπουλος
διεκδίκησε την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ηττήθηκε. Πρώτα από τον
Ευάγγελο Αβέρωφ και στη συνέχεια από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Ειδικά
στη δεύτερη περίπτωση, η συγκυρία ήταν και εις βάρος του: η Νέα
Δημοκρατία αποζητούσε όχι έναν αρχηγό με προφίλ παραδοσιακού δεξιού αλλά
μια πιο κεντρώα φυσιογνωμία, προκειμένου να αντλήσει ψηφοφόρους από το
Κέντρο, το οποίο είχε τότε σαρώσει το ΠΑΣΟΚ.
Οταν πια ο Κωστής Στεφανόπουλος σχημάτισε τη ΔΗΑΝΑ, έγινε για πρώτη φορά
και «κόκκινο πανί» για πολλούς νεοδημοκράτες: σε μια εποχή που έπρεπε η
παράταξη να παραμείνει ενωμένη προκειμένου να αντιμετωπίσει την
«παπανδρεϊκή λαίλαπα» (η ΔΗΑΝΑ ήρθε σε μια φάση που το ΠΑΣΟΚ έδειχνε τα
πρώτα σημάδια φθοράς και διαφθοράς), ένας πολιτικός ανήρ από τα σπλάγχνα
της, με σημαντικά υπουργεία στο ενεργητικό του την περίοδο 1974-81,
προκαλούσε ξαφνικά αδικαιολόγητο σχίσμα. Ως γνωστόν, η ΔΗΑΝΑ έσβησε και ο
Κωστής Στεφανόπουλος ξεχάστηκε. Ωσπου προτάθηκε για την Προεδρία της
Δημοκρατίας. Τα υπόλοιπα είναι Ιστορία.
Κι όμως, ο άνθρωπος αυτός παρέμεινε ένα αίνιγμα ή μάλλον μια στιγμή
χρυσής σιωπής σε μια χώρα που καταλαβαίνει τον εαυτό της μόνο μέσα από
τον αέναο θόρυβο. Δεν είναι ότι τόνωσε την αξιοπρέπεια πολλών Ελλήνων με
την ομιλία του κατά την επίσκεψη του προέδρου Κλίντον (ο ίδιος δεν τη
θεωρούσε κάτι εξαιρετικό)· δεν είναι ότι αυτός, ένας «παλαιοδεξιός»,
αρνήθηκε πεισματικά να αποδεχθεί το αίτημα του Χριστόδουλου για
δημοψήφισμα σχετικά με τις ταυτότητες ή, επιπλέον, ότι υπερασπίστηκε το
δικαίωμα του μικρού Τσενάι να φέρει την ελληνική σημαία στην παρέλαση
ακριβώς επειδή το παιδί «μετείχε της ελληνικής παιδείας», όπως είχε
δηλώσει· είναι ότι ο πολιτικός που αναπαύθηκε προχθές στα ενενήντα του
τίμησε, στήριξε και θωράκισε όσο λίγοι το βάναυσα τραυματισμένο θεσμικό
πλαίσιο και το απαξιωμένο, ειδικά σήμερα, ελληνικό Σύνταγμα.
Σκέφτομαι με μιαν οδυνηρή νοσταλγία ότι ο Κωστής Στεφανόπουλος βρισκόταν
στο Προεδρικό Μέγαρο την ίδια περίοδο που ο Κώστας Σημίτης εργαζόταν
ακούραστα στο Μαξίμου. Οταν η Ηρώδου Αττικού ήταν ανοιχτή όλες τις ώρες
της ημέρας και της νύχτας. Υπήρξε αυτή η οκταετία στην Ελλάδα ή την
ονειρευτήκαμε; Τελικώς ήταν μια παρένθεση. Γιατί; Διότι, σε ό,τι αφορά
τον Κ. Στεφανόπουλο, μολονότι ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας αγαπήθηκε και
εκτιμήθηκε όσο κανένας άλλος που βρέθηκε (ή πολύ περισσότερο βρίσκεται)
στην ίδια θέση, όταν ο Ελληνας πηγαίνει στην κάλπη δεν θα προτιμήσει
έναν πολιτικό με τέτοιο προφίλ αλλά θα εμπιστευθεί το κραυγαλέο. Το
οικείο δηλαδή. Κάτι από τον εαυτό του. Ο Κωστής Στεφανόπουλος, κατά δική
του δήλωση, ήθελε την εποχή του Εμφυλίου «να πεθάνουν όλοι οι
αριστεροί». Πολλές δεκαετίες μετά άφησε πίσω του τα πάθη του τοξικού
παρελθόντος και το κυριότερο, υπήρξε στ’ αλήθεια Πρόεδρος όλων των
Ελλήνων.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 22/11/2016)