The Εconomist «Ναι, το Ισραήλ έχει δικαίωμα να υπάρχει και να υπερασπίζεται τον εαυτό του, αλλά ο βομβαρδισμός σπιτιών, δρόμων και εγκατάστασεων και η δολοφονία εκατοντάδων αμάχων είναι σαφώς δυσανάλογη προς τα δεινά που υπέστη». «Ωστόσο, έχει μεγάλη σημασία ότι ο εχθρός μας στον Λίβανο, του οποίου το οπλοστάσιο ρουκετών ανέρχεται στις 12.000, θέλει να καταστρέψει το κράτος μας. Σκεφτείτε τα όλα αυτά και σίγουρα θα διαπιστώσετε ότι η αντίδρασή μας είναι ανάλογη, πράγματι, της απειλής που αντιμετωπίζουμε». Η επιχειρηματολογία αυτού του είδους συνεχίζεται μεταξύ του Ισραήλ και των επικριτών του στον κόσμο. Αμφότερες οι πλευρές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η αναλογία στον πόλεμο έχει κάποιο ευρέως αποδεκτό νόημα, που μπορεί να συζητηθεί από λογικούς ανθρώπους, να οριστεί και να εφαρμοστεί στην πράξη. Εχουν δίκιο; Ο Αγιος Αυγουστίνος Εαν πρόκειται για ερώτημα που αφορά στο επίπεδο της φιλοσοφικής συζήτησης επί της ηθικής του πολέμου, η απάντηση είναι ναι. Το μεγαλύτερο μέρος των δυτικών αντιλήψεων για τη στρατιωτική ηθική έχει τις ριζες του στον Αγιο Αυγουστίνο, λόγιο από τη βόρειο Αφρική, του οποίου η θεωρία περί «δικαίου πολέμου» προσέφερε αντικείμενο διαμάχης επί 16 αιώνες μετά τον θάνατό του. Για τους φιλόσοφους, οι οποίοι ακολουθούν την παράδοση του Αυγουστίνου, η ανάλογη αντίδραση είναι ένα από τα πράγματα που χρειάζονται μεγάλη σκέψη προτού ληφθεί η απόφαση για την έναρξη του πολέμου. Μεταξύ τους είναι και η πιθανότητα της επιτυχίας, όπως και το εάν ο πόλεμος είναι πράγματι η ύστατη λύση: οι υπόλοιπες εναλλακτικές οδοί δοκιμάστηκαν; Σε αυτό το πλαίσιο το ζήτημα της ανάλογης ή δίκαιης αντίδρασης κρίνεται από την καταστροφή που θα προκαλέσει ο πόλεμος σε σύγκριση με τα καλά που θα επιφέρει. Υπό αυτό το πρίσμα, η ανάλογη αντίδραση είναι μια ιδέα με την οποία μπορούν να ζήσουν οι περισσότεροι Ισραηλινοί. Θα υποστηρίξουν ότι τα καλά που μπορούν να επιτευχθούν με την εξολόθρευση της Χεζμπολάχ (και της απειλής που θέτει όχι μόνο για το Ισραήλ αλλά και για τον Λίβανο και άλλα κράτη) έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από τα δεινά των Λιβανέζων αμάχων. Ωστόσο, η θεωρία της αναλογίας, όπως την αναλύει ο Αυγουστίνος, καλύπτει μόνο το ήμισυ της σημερινής διαμάχης σχετικά με τη στρατιωτική ισχύ. Αυτό που οι σημερινοί οπαδοί της επισημαίνουν είναι το jus ad bellum, με άλλα λόγια το αν είναι δίκαιο να πολεμάμε. Από το 1945 έχει δοθεί έμφαση στο άλλο μεγάλο δίλημμα της στρατιωτικής ηθικής: jus in bello – που αφορά τον νόμο στον πόλεμο. Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: όταν οι σφαίρες πέφτουν βροχή κι εσύ είσαι από την πλευρά των φιλοπόλεμων, με ποια μέθοδο και ποιον οπλισμό νομιμοποιείσαι να εξαπολύσεις τις επιθέσεις σου; Πόσο προσεκτικός πρέπει να είσαι για να μη χτυπήσεις αμάχους; Με αυτό ακριβώς ασχολούνται οι τέσσερις Συνθήκες της Γενεύης και τα τρία «πρόσθετα πρωτόκολλά» τους. Το Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης για Εγκλήματα Πολέμου, που συστάθηκε για τα Βαλκάνια, έχει παρόμοιο αντικείμενο. Με τη σειρά της, η Human Right Watch, η οργάνωση που ασχολείται με πολέμους και άλλες εγκληματικές πράξεις ανά τον κόσμο, είναι ακόμη πιο ωμή σε ό,τι αφορά τις ανησυχίες της: αποκλείει συνειδητά κάθε ερώτηση για το jus ad bellum και επικεντρώνει τις προσπάθειές της αποκλειστικά στο jus in bello. Κινούμενη σε αυτό το στενό πλαίσιο, η HRW ερεύνησε τις υπό την αμερικανική διοίκηση στρατιωτικές εκστρατείες κατά της Σερβίας το 1999 και κατά του Ιράκ το 2003 και διαπίστωσε ότι και στις δύο περιπτώσεις οι επιτιθέμενοι παραβίασαν τους ανθρωπιστικούς νόμους, αφού απέτυχαν να κάνουν σαφή διάκριση μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών στόχων. Τα συμπεράσματά της, ωστόσο, απείχαν μακράν από του να αποτελέσουν σαφή καταγγελία των εν λόγω εκστρατειών· σύμφωνα με την άποψη της HRW, αυτό το αποφασίζουν άλλοι. Αλλά στην περίπτωση του Ιράκ, ειδικά, αναγνωρίστηκαν ορισμένα αδικήματα: η χρήση βομβών διασποράς σε κατοικημένες περιοχές και οι επιθέσεις εναντίον ηλεκτρικών εγκαταστάσεων στην πόλη της Νασιρίγια, που παρότι περιλαμβάνει στρατιωτικούς στόχους έχει ζωτική σημασία για τους αμάχους. Κατά τ’ άλλα, η HRW έκρινε ότι η συμμαχία προσπάθησε σκληρά να προστατέψει τους αμάχους. Η γλώσσα της Γενεύης Ενα από τα τεστ που οι ειδικοί επί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χρησιμοποιούν για να εξάγουν τα συμπεράσματά τους αφορά την ανάλογη αντίδραση, αν και της προσδίδουν ελαφρώς διαφορετική έννοια σε σύγκριση με τη θεωρία του Αυγουστίνου. Για εκείνους που επιβλέπουν την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στοιχείο κλειδί αποτελεί το άρθρο 51 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Συνθήκης της Γενεύης. Το άρθρο κρίνει παράνομες τις επιθέσεις «που αναμένεται να προκαλέσουν συνεπαγόμενες απώλειες αμάχων» και που θα ήταν «υπερβολικές στο πλαίσιο ενός άμεσου στρατιωτικού πλεονεκτήματος». Ακόμη και σε συνθήκες όπως αυτές που επικρατούν σήμερα στον Λίβανο –όπου οι περισσότερες από τις συνθήκες της Γενεύης τεχνικά δεν μπορούν να εφαρμοστούν επειδή η Χεζμπολάχ δεν είναι κράτος–, η γλώσσα της Γενεύης θεωρείται οδηγός για την τήρηση των ανθρωπιστικών νόμων. Το πρόβλημα είναι ότι η καταμέτρηση των ανθρώπινων απωλειών σε σχέση με το στρατιωτικό κέρδος αποτελεί δύσκολο έργο, ειδικά σε πυκνοκατοικημένες περιοχές όπως ο Λίβανος. Ενα είναι βέβαιο: πολιτικοί και στρατιωτικοί στόχοι είναι αδύνατον να διαχωριστούν, αφού κάθε τμήμα της υποδομής στη χώρα αυτή εξυπηρετεί τόσο το στρατό όσο και τους αμάχους. Οι επικριτές της ισραηλινής εκστρατείας στον Λίβανο επιχειρηματολογούν με άξονα το jus in bello. Πράγματι, η HRW έχει ήδη καταγγείλει τη χρήση από το Ισραήλ βομβών διασποράς, όπως και τις επιθέσεις της Χεζμπολάχ με ρουκέτες Κατιούσα εναντίον ισραηλινών πόλεων. Η οργάνωση θεωρεί ότι άλλοι τομείς της εκστρατείας είναι πολύ νωρίς για να αναλυθούν. Αλλοι επικριτές, ωστόσο, παρατηρούν ότι δεν υπάρχει στρατιωτικό επιχείρημα που να δικαιολογεί τα δεινά των Λιβανέζων αμάχων. Η αλήθεια είναι, σύμφωνα με τις τελευταίες αναφορές από το μέτωπο, ότι το Ισραήλ δεν πρόκειται να επιτύχει τον διακηρυγμένο στόχο του, που αφορά την εξολόθρευση της Χεζμπολάχ και την εδραίωση της ισραηλινής ασφάλειας. Συνεπώς ο θάνατος εκατοντάδων αμάχων δεν μπορεί να έχει αντίβαρο στη ζυγαριά της ηθικής. Σε αυτό το πλαίσιο, οι πράξεις του Ισραήλ θα κριθούν δυσανάλογες, αν όχι και εκ προθέσεως. Ο Αυγουστίνος θεωρούσε τα διλήμματα jus ad bellum και jus in bello αλληλένδετα και το ίδιο θα έπρεπε ίσως να κάνει και ο σύγχρονος άνθρωπος. (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 2/8/06)