Του Αντώνη Καρκαγίαννη
Η τάση ανόδου των τιμών είναι αναμφισβήτητη και μαρτυρείται από πληθώρα στοιχείων: επίσημες στατιστικές μετρήσεις και προσωπικές μαρτυρίες και συγκρίσεις από την πλευρά των καταναλωτών. Οι τελευταίες μάλιστα, με τη μεσολάβηση και της τηλεόρασης εμφανίζονται με μεγαλύτερο κύρος καθώς πιστεύεται ότι πηγάζουν από αδιάψευστες καθημερινές εμπειρίες και επειδή το κοινό δεν εμπιστεύεται τα επίσημα στατιστικά στοιχεία. Σχεδόν όλοι θεωρούν το ρυθμό του πληθωρισμού πλασματικό και πιστεύουν ότι ο πραγματικός πληθωρισμός είναι πολύ μεγαλύτερος. Στη δυσπιστία αυτή συντελούν και οι «έρευνες αγοράς» που καθημερινά σχεδόν μεταδίδει η τηλεόραση και τις επικυρώνει με επιτόπου προσωπικές μαρτυρίες καταναλωτών, κατά προτίμηση συνταξιούχων. Πρόχειρες και μάλλον επιπόλαιες αυτές οι έρευνες εδραιώνουν την πεποίθηση ότι κάθε μέρα οι τιμές των προϊόντων, ιδιαίτερα των τροφίμων αυξάνονται, μεγαλώνοντας την απόσταση που τις χωρίζει από τα εισοδήματα. Η αιτία αποδίδεται στην αισχροκέρδεια, την οποία η κυβέρνηση δεν μπορεί να ελέγξει. Με την τελευταία αύξηση στις τιμές του ρεύματος η τηλεόραση παρουσίασε σουβλατζή εν απογνώσει να δηλώνει ότι την περίπου κατά 6% αύξηση του ηλεκτρικού ρεύματος (οι ψησταριές του δουλεύουν με ρεύμα) είναι υποχρεωμένος να την επιρρίψει στον καταναλωτή, αυξάνοντας αναλόγως την τιμή του... σουβλακίου. Αναλόγως όμως με τι. Αναλόγως με τη συμμετοχή του ρεύματος στο κόστος παραγωγής των σουβλακίων, οπότε θα προέκυπτε ένα ποσοστό στην αύξηση της τιμής του σουβλακίου πολύ κάτω του 6%. ΄Η θα σκεφθεί να αυξήσει τις τιμές κατά 6%, αφού κατά 6% αυξήθηκε και η τιμή του ρεύματος. Η πονηρή αυτή σκέψη είναι πράγματι αισχροκερδής και πρέπει να παραδεχθούμε ότι η τάση ανόδου των τιμών είναι αυτή που δημιουργεί το περιθώριο αισχροκέρδειας. Η τηλεόραση και σχεδόν ολόκληρος ο Τύπος χαρακτήρισαν τις αυξήσεις στις τιμές του ρεύματος ως «χαράτσι». Εντούτοις οι αυξήσεις αυτές είναι πολύ κατώτερες από την αύξηση του κόστους παραγωγής ρεύματος λόγω της ανόδου των διεθνών τιμών του πετρελαίου. Αν θα ρωτήσετε τους ειδικούς οι αυξήσεις στο ρεύμα θα έπρεπε να κυμανθούν, ανάλογα με το είδος της κατανάλωσης, μεταξύ 20% και 30%, αν θέλουμε να μην καταστραφεί η ΔΕΗ, που είναι δημόσια επιχείρηση. Η συνήθης αντίδραση του κοινού είναι ότι «δεν μας φτάνουν τα χρήματα, για να πληρώσουμε τις αυξημένες τιμές». Οταν για κάποιο λόγο τα εισοδήματα δεν επαρκούν τότε η μόνη και αναγκαστική λύση είναι ο περιορισμός της κατανάλωσης. Θα κάνουμε οικονομίες στο ρεύμα, ή τουλάχιστον θα περιορίσουμε τη σπατάλη, αν πράγματι το εισόδημά μας δεν επαρκεί να το πληρώσουμε. Η ίδια αδυναμία λογικά θα μπορούσε να είναι και το όριο της αισχροκέρδειας. Κανείς δεν θα τολμούσε να αισχροκερδίσει αν δεν ήταν βέβαιος ότι το κοινό είναι πρόθυμο να αγοράσει ακόμη και σε τιμές αισχροκέρδειας. Προχθές, η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat) έδωσε, μεταξύ των άλλων, και δύο νούμερα για τη χώρα μας που επαυξάνουν το μυστήριο που πλέκεται γύρω από τις τιμές. Το 2005 το κατά κεφαλήν εισόδημα, μετρημένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, ήταν 82% του μέσου κοινοτικού όρου. Την ίδια περίοδο, το επίπεδο των τιμών έφτανε περίπου το 90% του μέσου κοινοτικού όρου, δηλαδή οι τιμές αυξήθηκαν ταχύτερα από το εισόδημα. Αυτή η αντιφατική κίνηση λογικά θα έπρεπε να περιορίσει την κατανάλωση. Ομως, δεν την περιόρισε. Αντιθέτως, η ίδια υπηρεσία διαπιστώνει, για την ίδια περίοδο, αύξηση της κατανάλωσης περίπου κατά 9%! Παρά τη δυσανάλογη με το εισόδημα αύξηση των τιμών, η ζήτηση παρέμεινε ζωηρή και είχαμε αύξηση των αγορών! Πολλές σκέψεις μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό το μυστήριο: δάνεια, φοροδιαφυγή κ.λπ. Το βέβαιο είναι ότι έχουμε ανάγκη από μια πιο υπεύθυνη, σε σύγκριση με την τηλεόραση, ενημέρωση για την κίνηση των εισοδημάτων και των τιμών. (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 2/8/06)