Του Κώστα Ιορδανίδη
Τρεις εβδομάδες από τη συντεταγμένη επίθεση των ενόπλων δυνάμεων του Ισραήλ στον Λίβανο και τα στρατιωτικά αποτελέσματα της επιχειρήσεως είναι αμφίβολα ή, εν πάσει περιπτώσει, απροσδιόριστα. Η εντύπωση που δημιουργείται είναι ότι πρόκειται γιά πόλεμο εναντίον των αμάχων και των υποδομών του Λιβάνου και ίσως να μην απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Η διεθνής κοινότης δεν λησμονεί ότι μετά εβδομάδες ανηλεών βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ στον πόλεμο εναντίον της Σερβίας στο Κοσσυφοπέδιο, έλάχιστα επλήγησαν οι γιουγκοσλαβικές στρατιωτικές δυνάμεις αυτές καθαυτές, εάν εξαιρέσει φυσικά κανείς τα κέντρα διοικήσεως ή τις βάσεις των ραντάρ. Η κτηνώδης διάσταση του πολέμου μεταδίδεται καθημερινώς σε κάθε σπίτι που διαθέτει τηλεόραση και ο τηλεθεατής, μαζί με τις ακρότητες και το απερίγραπτο δράμα των αμάχων του Λιβάνου, διαπιστώνει το τεράστιο πολιτικό έλλειμμα που υφίσταται διεθνώς. Ολες οι δηλώσεις των πολιτικών αφορούν το μέλλον, το δέον γενέσθαι, και οι χώρες που στηρίζουν σαφώς το Ισραήλ, όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία εν πολλοίς, είναι απρόθυμες ή ανίκανες να παρέμβουν, ενώ η Ενωση, το «ύψιστο επίτευγμα» της μεταπολεμικής Ευρώπης, βυθίζεται σε τέλμα αδράνειας. Οι οπλίτες της Χεζμπολάχ και οι στρατιωτικές δυνάμεις του Ισραήλ έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ανίκανοι ή απρόθυμοι να παρέμβουν, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως –και όχι μόνον– ασχολούνται με την μελλοντική ειρηνευτική δύναμη. Σε αυτόν τον προβληματισμό έχει εμπλακεί η ελληνική κυβέρνηση και εν γένει το πολιτικό σύστημα της χώρας. Διαδοχικές κυβερνήσεις της Ελλάδος βρήκαν ως διέξοδο της αδυναμίας τους να διαχειρισθούν την καθημερινότητα, την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων ανά την υφήλιο. Διά του τρόπου αυτού υποστηρίζεται ότι αναδεικνύεται ο ρόλος της Ελλάδος και αυξάνεται το ειδικό βάρος της χώρας στη διεθνή σκηνή. Επί του παρόντος –όπως επεσήμανε προσφάτως ο υπουργός Εθνικής Αμύνης κ. Ευάγγελος Μεϊμαράκης–, το σύνολο αξιωματικών και οπλιτών που υπηρετούν σε διεθνείς ειρηνευτικές δυνάμεις, στο Κοσσυφοπέδιο, στη Βοσνία και στο Αφγανιστάν, ανέρχεται στους 1.200 και το ετήσιο κόστος στα 250 εκατομμύρια ευρώ. Τώρα εξετάζεται σοβαρώς η αποστολή ελληνικών δυνάμεων και στον Λίβανο, διότι διά του τρόπου αυτού η χώρα θα αναδειχθεί σε βασικό «παίκτη» στη Μέση Ανατολή. Το πρόβλημα είναι ότι το επιχείρημα μπορεί να έχει δυστυχώς μόνον θεωρητική ισχύ. Ο ρόλος της Ελλάδος ακόμη και στην άμεση περιφέρειά της δεν εξαρτάται από την αποστολή κάποιων στρατιωτικών δυνάμεων. Το έλλειμμα είναι ευρύτερο και πολύ σοβαρότερο. (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 3/8/06)