του Κ.Ν. Σταμπολή
Η απόφαση της πολυεθνικής εταιρείας πετρελαίων BΡ πριν από μία εβδομάδα να σταματήσει την παραγωγή πετρελαίου, στις πετρελαιοπηγές της στην Αλάσκα λόγω εκτεταμένης διάβρωσης στο σύστημα αγωγών μεταφοράς, ήτο ικανή να οδηγήσει και πάλι τις τιμές στα ανώτατα όρια, μία ανάσα πριν το ψυχολογικό όριο των 80 δολ. το βαρέλι. Οι συνεχιζόμενες και εντεινόμενες εχθροπραξίες μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολάχ στον Λίβανο ασφαλώς συνέβαλλαν και αυτές στην επιδείνωση των γεωπολιτικών αβεβαιοτήτων. Οι ανωτέρω εξελίξεις έρχονται να επιβεβαιώσουν πλήρως τις διαπιστώσεις μας (βλέπε «Κ» 16/7/06) βάσει των οποίων η στενότητα που παρατηρείται σήμερα στο διεθνές σύστημα παραγωγής – ζήτησης, με την πλεονασματική εφεδρεία παραγωγής να έχει περιορισθεί πλέον στο 2,5% της ημερήσιας παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου, είναι τέτοια που περιορισμένης έκτασης προβλήματα στο μέτωπο της παραγωγής, όπως αυτό στην Αλάσκα ή ο περιορισμός παραγωγής στο Δέλτα του Νίγηρα, είναι ικανά να επηρεάσουν άμεσα τις τιμές. Όπερ μεθερμηνευόμενο σημαίνει ότι με την εντεινόμενη κρίση στη Μέση Ανατολή και την πιθανή πλέον ανάμειξη του Ιράν (βλέπε κλείσιμο των στενών του Χορμούζ) οι διεθνείς τιμές πετρελαίου μόνο προς τα άνω μπορεί να οδεύσουν τους αμέσως επόμενους μήνες. Το ερώτημα βέβαια που τίθεται πλέον μετ’ επιτάσεως από κυβερνήσεις, εταιρείες και καταναλωτές είναι μέχρι που μπορεί να φθάσουν οι τιμές του μαύρου χρυσού. Στα 90 τα 100 ή και τα 120 δολ. το βαρέλι; Υπάρχει ανώτατο όριο και ποιο είναι αυτό; Ποιο είναι το σημείο καμπής όπου οι υψηλές τιμές θ’ αρχίσουν να επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξη και θα οδηγήσουν την παγκόσμια οικονομία σ’ έναν νέο κύκλο ύφεσης (όπως ακριβώς συνέβη την δεκαετία του 80). Γιατί μέχρι σήμερα οι ανοδικές τιμές, πέρα από κάθε πρόβλεψη, δεν έχουν επηρεάσει την παγκόσμια ανάπτυξη ενώ οι οικονομίες της Ευρωζώνης και της Β. Αμερικής επιδεικνύουν μία αξιοπερίεργη ανθεκτικότητα στις υψηλές τιμές καυσίμων. Με την κατανάλωση να διευκολύνεται από την μεγάλη ρευστότητα της αγοράς, χάρη στις υψηλές τιμές των ακινήτων. Μία πλασματική κατάσταση βέβαια, που σύμφωνα με τους περισσότερους οικονομολόγους, δεν πρόκειται να διαρκέσει έπ’ άπειρο. Για ν’ απαντήσουμε μερικά από τα’ ανωτέρω ερωτήματα απευθυνθήκαμε σ’ έναν από τους πλέον γνωστούς και καταξιωμένους διεθνώς αναλυτές της αγοράς πετρελαίου τον Δρ. Leo Drollas, Ελληνικής καταγωγής, και υποδιευθυντή του γνωστού Παγκόσμιου Κέντρου Ενεργειακών Μελετών (Global Energy Studies Centre) του Λονδίνου, πρόεδρος και ιδρυτής του οποίου είναι ο πάλαι ποτέ υπουργός πετρελαίων της Σαουδικής Αραβίας, ο Σεΐχης Ζακί Γιαμανί. Ο Leo Drollas Στο ερώτημα της αύξησης των διεθνών τιμών πετρελαίου ο Leo Drollas πιστεύει ότι οι τιμές θ’ αρχίσουν να μειώνονται αισθητά και σταθερά εάν συντρέξουν ορισμένοι λόγοι όπως μία μετρήσιμη υποχώρηση του ρυθμού αύξησης της ζήτησης (κάτι που δεν φαίνεται να συμβαίνει προς το παρόν), «η αύξηση της παραγωγής από χώρες εκτός ΟΠΕΚ (ούτε αυτό συμβαίνει, αντιθέτως οι πολυεθνικές αντιμετωπίζουν διαρκώς προβλήματα με την παραγωγή τους) και εάν νέα ικανή διυληστική ικανότητα προστεθεί στην ήδη υπάρχουσα, και γενικά εάν η προσφορά αργού κα προϊόντων υπερβεί σημαντικά την ζήτηση (προς το παρόν υπάρχει μία λεπτή ισορροπία). Υπάρχει όμως ένας ακόμα σπουδαίος παράγων που επηρεάζει τις τιμές και έχει να κάνει με την διαδικασία καθορισμού των τιμών του αργού, μέσα από τα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων (δηλ. το ΙΡΕ στο Λονδίνο και το NYMEX στη Ν. Υόρκη) συμπληρώνει ο Dr. Leo Drollas. «Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 80 οι διεθνείς τιμές καθορίζονταν εν πολλοίς βάσει της διακίνησης των φορτίων και της αγοράς spot βασισμένη σε συμβόλαια φυσικών προϊόντων. Τώρα έχουμε τα χάρτινα βαρέλια» παρατηρεί ο Leo Drollas, «τα οποία όμως καθορίζουν και επηρεάζουν τιμές περισσότερο βάσει του συναισθήματος παρά σαν αποτέλεσμα μίας αντικειμενικής ανάλυσης της αγοράς. Σήμερα επικρατεί ο φόβος και η αβεβαιότητα στις αγορές και αυτό αντανακλάται στην τιμή». Επιπλέον, μας πληροφορεί ο Leo Drollas, «υπάρχει μία δομική προκατάληψη (structural bias) αφού είναι μεγαλύτερος ο αριθμός αυτών που αγοράζουν τα συμβόλαια πετρελαίου παρά απ’ αυτούς που πουλούν». Σχολιάζοντας την σημερινή τάση ανόδου των επιτοκίων με την συνεχιζόμενη άνοδο των τιμών του αργού ο Leo Drollas παρατηρεί ότι οι κεντρικές τράπεζες πολεμούν την άνοδο του πληθωρισμού πιο γρήγορα σε σύγκριση με την περίοδο 1973-75 και 1980-82 όπου άργησαν, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί η οικονομία σε στασιμοπληθωρισμό. Βέβαια, με τις υψηλές τιμές και τα υψηλά επιτόκια αναπόφευκτα επηρεάζεται και το ΑΕΠ, και εάν συνεχισθεί αυτή η πολιτική (των επιτοκίων) είναι θέμα χρόνου η μείωση της ζήτησης πετρελαίου που λογικά θα οδηγήσει σε μία ισορροπία την αγορά. «Εάν όμως, ταυτόχρονα, δεν αντιδράσουν οι παραγωγοί με αύξηση της παραγωγής τους και με σοβαρές επενδύσεις στην διύλιση τότε δεν θα επέλθει ισορροπία και θα οδηγηθούμε πάλι σε μία κρίση με υψηλότερες ακόμα τιμές», υποστηρίζει ο Dr. Leo Drollas. Δυσεύρετο το Πετρέλαιο Όπως έχουμε επισημάνει κατ’ επανάληψη απ’ αυτήν την στήλη η χώρα μας είναι απόλυτα εξαρτημένη από τις εισαγωγές πετρελαίου αφού με την εξαίρεση του προβληματικού πλέον κοιτάσματος του Πρίνου, το οποίο παράγει 2,000-3,000 βαρέλια την ημέρα, (ενώ θα μπορούσε να παράγει 50,000 και πλέον, βλέπε «Κ» 11/6/06) εισάγουμε τα περίπου 400,000 βαρέλια που καταναλώνουμε σε καθημερινή βάση. Eνώ μέχρι πριν πέντε χρόνια όπου οι τιμές στην διεθνή αγορά ήσαν χαμηλές και υπήρχε υπερπροσφορά πετρελαίου η καθολική εξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές δεν θεωρείτο κατ’ ανάγκη μία αρνητική παράμετρος από άποψη ασφάλειας ενεργειακών προμηθειών. Σήμερα η αδυναμία της χώρας μας ακόμα και να προγραμματίσει τις απαραίτητες έρευνες, που θα οδηγήσουν κάποτε στην εγχώρια παραγωγή, θεωρείται μία σοβαρή αδυναμία. Και αυτό γιατί σύμφωνα με τις ενδείξεις, από την διαμόρφωση παραγγελιών και φορτίων αργού που κατευθύνονται στις μεγάλες αγορές (π.χ. ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία) σε λίγα χρόνια αναμένεται να υπάρξει συνωστισμός και σκληρός ανταγωνισμός για την εξασφάλιση των επιθυμητών ποσοτήτων αργού από τις πετρελαιοεισαγωγικές χώρες. Εάν κάτι σώζει την Ελλάδα κατά την παρούσα συγκυρία είναι η σοβαρή διυλιστική βάση που διαθέτει με τα 5 συγκροτήματα που η διυλιστική τους ικανότητα ξεπερνάει τα 21 εκατ. τόνους ανά έτος και αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω με την αναβάθμιση της Ελευσίνας. Επιπλέον μέσω Ελλάδος εφοδιάζονται οι αγορές των Δυτικών Βαλκανίων και Κύπρου. Με δεδομένη την συνεχιζόμενη αύξηση των διεθνών τιμών σε λίγα χρόνια, ή και μήνες σύμφωνα με τα πλέον απαισιόδοξα σενάρια, το πρόβλημα δεν θα είναι το υψηλό κόστος του πετρελαίου αλλά η ίδια η εξασφάλιση του αφού οικονομικά ισχυρές χώρες με υψηλά συναλλαγματικά αποθέματα δεσμεύουν από τώρα μεγαλύτερες ποσότητες από αυτές που καταναλώνουν σε μία προσπάθεια δημιουργίας επαρκών αποθεμάτων. Ηδη παρατηρείται κούρσα για σημαντική αύξηση των αποθεμάτων από χώρες όπως η Κίνα, Ιαπωνία κ.α. ενώ οι ΗΠΑ εδώ και χρόνια αναπληρώνουν συνεχώς το strategic oil reserve, με αποτέλεσμα ν’ αυξάνεται αισθητά η παγκόσμια ζήτηση. Ανάγκη Ενίσχυσης της Ασφάλειας Ενεργειακών Προμηθειών. Η χώρα μας, εκπληρώνοντας τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από την συμμετοχή της στον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ) και την ΕΕ διαθέτει σήμερα αποθέματα τα οποία ισοδυναμούν με κατανάλωση 90 και πλέον ημερών. Αυτά κρατούνται σε δεξαμενές στα τέσσερα διυλιστήρια αλλά και σε ορισμένες εταιρείες που διαθέτουν επαρκείς αποθεματικούς χώρους. Μία πιθανή προσπάθεια για αύξηση της αποθηκευτικής ικανότητος της χώρας ώστε να μπορούμε ν’ αντιμετωπίσουμε μία κρίση από μία ενδεχόμενη διακοπή της ροής των εισαγωγών, αναπόφευκτα θα προσκρούσει στις αντιδράσεις των ΟΤΑ αλλά και από παντός τύπου περιβαλλοντικών και μη οργανώσεων οι οποίες παντιοτρόπως εδώ και χρόνια αντιδρούν στη δημιουργία δεξαμενών από τις εταιρείες. Παρά τις δραματικές εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο και την αβεβαιότητα που επικρατεί πλέον στο μέτωπο της παραγωγής, σε σχέση με την υψηλή πάντα ζήτηση, η κυβέρνηση δεν φαίνεται ν’ ανησυχεί ιδιαίτερα παρά μόνο στο θέμα των τιμών καταναλωτού σ’ επίπεδο πρατηρίων και αυτό γιατί κατά την εκτίμησή της αυτό που προέχει είναι ο έλεγχος του τιμάριθμου από την υπερβολική αύξηση των τιμών. Ως γνωστό είναι κυρίως η αύξηση των διεθνών τιμών που οδηγεί τις τιμές προς τα πάνω (και όχι τόσο η αισχροκέρδεια και οι κακές πρακτικές των εταιρειών ή των πρατηριούχων) κάτι για το οποίο η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα. Μπορεί όμως, σύμφωνα με ειδήμονες του ενεργειακού τομέα, να προχωρήσει στην διατύπωση και εφαρμογή μίας ξεκάθαρης πολιτικής ενεργειακής ασφάλειας η οποία θα εστιασθεί στα εξής: (α) Δημιουργία νέων αποθηκευτικών χώρων από διυλιστήρια και εταιρείες και αντιμετώπιση τυχών ενστάσεων με την επιβολή έκτακτων νομοθετικών μέτρων. (β) Σύσταση ενός καλά οργανωμένου φορέα, κατά το πρότυπο άλλων χωρών, για την οργάνωση και συντονισμό της έρευνας και ανάπτυξης υδρογονανθράκων και την άμεση διενέργεια διεθνών γύρων παραχωρήσεων. (γ) Σχεδίαση και εφαρμογή ενός εθνικού προγράμματος εξοικονόμησης ενέργειας με την εισαγωγή απλών και εφαρμόσιμων μέτρων. (Ο ΙΕΑ έχει ήδη επεξεργαστεί μία ολόκληρη γκάμα πρακτικών μέτρων τα οποία και θα παρουσιάσουμε σ’ επόμενο άρθρο). Οι μέχρι σήμερα ελάχιστης κλίμακας και αποσπασματικές προσπάθειες του ΥΠΑΝ κρίνονται όλως ανεπαρκείς. Αυτό που προέχει, τονίζουν οι ειδικοί του ΙΕΑ, είναι η ανάγκη να εμπεδωθεί ένα θετικό κλίμα για την αναγκαιότητα εξοικονόμησης ενέργειας, κάτι που ασφαλώς δεν μπορεί να δημιουργηθεί από τη μία ημέρα στην άλλη. (δ) Περαιτέρω ανάπτυξη των εγχώριων συμβατικών πηγών ενέργειας (π.χ. λιγνίτης, τύρφη, ουράνιο) όσο και των Ανανεώσιμων Πηγών (ΑΠΕ). Το νέο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τις ΑΠΕ μένει να δοκιμασθεί στην πράξη αλλά η έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού ήδη δημιουργεί πολλά προβλήματα. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται συντονισμένη προσπάθεια η οποία προς το παρόν απουσιάζει. (ε) Αναβάθμιση και δημιουργία νέων ενεργειακών διασυνδέσεων σε όλα τα επίπεδα (ηλεκτρικές διασυνδέσεις, πετρελαιαγωγοί και νέοι αγωγοί φυσικού αερίου). Με εκτιμήσεις για τις καθαρές (net) εισαγωγές πετρελαίου για το 2006 ν’ αγγίζουν πλέον το 4,8% του ΑΕΠ και να ξεπερνούν τα 9,0 δισεκ. ευρώ (από 2,7% και 4,5 δισεκ. που ήσαν το 2004), ο Υπουργός Οικονομικών εξέφρασε πρόσφατα την βαθύτατη ανησυχία του. Είναι κοινή πλέον η εκτίμηση αυτών που παρακολουθούν τις εξελίξεις στον χώρο ότι εάν δεν ληφθούν μέτρα για περιορισμό της ζήτησης η ανησυχία του Υπουργείου Οικονομικών θα μετατραπεί σύντομα σε οδυνηρό πλέγμα για την οικονομία.