Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται άμεσα από την ευρωπαϊκή και γενικά από την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας. Σύμφωνα με μελέτη της Εμπορικής Τράπεζας, για το 2006 η αύξηση του ΑΕΠ, όπως εκτιμάται από το ΥΠΕΘΟ και τους διεθνείς οργανισμούς, θα είναι γύρω στο 3,8%, με κύριους προωθητικούς παράγοντες τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση. Η τελευταία, παρά τις υψηλές τιμές των καυσίμων, θα συνεχίσει να αυξάνεται με υψηλό ρυθμό, λόγω μείωσης της μέσης ροπής αποταμίευσης και αύξησης του δανεισμού των νοικοκυριών. Η αυξημένη συμβολή των επενδύσεων στον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ θα προκύψει από την περαιτέρω προώθηση των έργων υποδομής και από την αναμενόμενη ανταπόκριση των επιχειρηματικών επενδύσεων στις ρυθμίσεις του τελευταίου φορολογικού νόμου και του νόμου-πλαισίου για τις συμπράξεις ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Για το 2006 εκτιμάται ήπια ανάπτυξη (2,0%), η οποία θα συνεχίσει να τροφοδοτείται στην Ευρωζώνη κυρίως από την ισχυρή παγκόσμια ζήτηση. Ταυτόχρονα αναμένεται ενίσχυση των επιχειρηματικών επενδύσεων (λόγω του ευνοϊκότερου επιχειρηματικού κλίματος που δημιούργησε το 2005 η αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του δολαρίου). Αντίθετα, η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται ότι θα παραμείνει σχετικά υποτονική, μέχρις ότου βελτιωθούν οι συνθήκες στην αγορά εργασίας και απορροφηθούν οι συνέπειες από τις υψηλές τιμές πετρελαίου. Το 2005, παρά τον χαμηλό ρυθμό οικονομικής δραστηριότητας, οι υψηλές τιμές ενέργειας ώθησαν τον ρυθμό πληθωρισμού στην Ευρωζώνη στο 2,2% με τάσεις περαιτέρω επιτάχυνσης. Ο δομικός πληθωρισμός, ωστόσο, παρέμεινε υπό έλεγχο χάρη στον χαμηλό ρυθμό αύξησης των μισθών και της εγχώριας ζήτησης. Οι συνεχιζόμενες υψηλές τιμές πετρελαίου δημιουργούν προϋποθέσεις για περαιτέρω επιτάχυνση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη το 2006. Οι ενδείξεις περί αυτού άρχισαν να διαφαίνονται από το τελευταίο τρίμηνο του 2005 και υπαγόρευσαν στην ΕΚΤ την αύξηση του βασικού επιτοκίου κατά 0,25 ποσοστιαίες μονάδες τον Μάρτιο του 2006. Οι αβεβαιότητες για την επίτευξη του προβλεπόμενου για το 2006 ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη πηγάζουν κυρίως από την πιθανότητα διατήρησης σε υψηλά επίπεδα της τιμής του πετρελαίου και τη συνακόλουθη ενίσχυση των προβλέψεων για υψηλότερο πληθωρισμό στο μέλλον. Αυτό με τη σειρά του θα οδηγούσε σε εφαρμογή αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής και αύξηση του κόστους του χρήματος. Μια τεράστια εξέλιξη ενδέχεται να δημιουργήσει μεταξύ άλλων κραδασμούς στην ήδη υπερτιμημένη αγορά ακινήτων ορισμένων χωρών, όπως η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιρλανδία. Αβεβαιότητες επίσης δημιουργεί το ενδεχόμενο σημαντικής ανατίμησης του ευρώ έναντι του δολαρίου. Μια τέτοια εξέλιξη, τις πιθανότητες της οποίας συντηρεί συνεχιζόμενη διεύρυνση του αμερικανικού εξωτερικού ελλείμματος, θα είχε αρνητικές επιπτώσεις για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές ως σύνολο. Επιπλέον, όμως, θα διεύρυνε περαιτέρω τις ήδη υπάρχουσες ανισορροπίες στα ενδοευρωπαϊκά εμπορικά ισοζύγια, καθώς οι επιμέρους εθνικές οικονομίες της Ευρωζώνης αντιδρούν διαφορετικά και υπόκεινται σε ασύμμετρες επιπτώσεις από τις διακυμάνσεις ισοτιμίας του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Λόγω διαφορετικής παραγωγικής δομής, διαφορετικών περιθωρίων δημοσιονομικής αντίδρασης και χαμηλότερου βαθμού διαρθρωτικής ευκαμψίας της αγοράς εργασίας, ορισμένες χώρες της Ευρωζώνης –μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα– υφίστανται δυσμενέστερες μακροοικονομικές επιπτώσεις τόσο από μια ανατίμηση του ευρώ όσο και από την άνοδο των διεθνών τιμών πετρελαίου. Σε μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, η Ευρώπη έχει να αντιμετωπίσει κρίσιμα ζητήματα, που αφορούν πρωτίστως τη βελτίωση του ρυθμού ανόδου της παραγωγικότητας και την αύξηση της απασχόλησης στο πλαίσιο της στρατηγικής της Λισσαβώνας. Για να επιτευχθούν οι μεσοπρόθεσμοι στόχοι που έχουν τεθεί, είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως στην αγορά εργασίας. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο σήμερα παρουσιάζεται αυξημένη ανομοιογένεια και αγκυλώσεις στην υιοθέτηση και εφαρμογή κοινωνικοοικονομικών σχημάτων και μεταρρυθμίσεων που να εξασφαλίζουν μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας και ταυτόχρονα να εμπεριέχουν ένα κοινά αποδεκτό και βιώσιμο σύστημα κοινωνικών παροχών. Το 2006, η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας αναμένεται να παραμείνει ισχυρή (4,9%). Οι αρνητικές επιπτώσεις από τις αυξανόμενες τιμές πετρελαίου αναμένεται να αντισταθμιστούν από τη σταδιακή αύξηση των επενδύσεων των εταιρειών, οι οποίες λειτουργώντας στα όρια της παραγωγικής τους δυναμικότητας τείνουν να μειώσουν τις αποταμιεύσεις τους. Επιπλέον, οι συνθήκες στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου παραμένουν ευνοϊκές και η εφαρμοσμένη μακροοικονομική πολιτική στις κυριότερες οικονομίες στηρίζει την ανάπτυξη. Παρά την υψηλότερη του αναμενόμενου ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας, διαπιστώνονται παράλληλα κίνδυνοι για τη διατήρηση των θετικών προσδοκιών. Οι κίνδυνοι αυτοί σχετίζονται με τη σημαντική μεταβλητότητα των ήδη υψηλών τιμών πετρελαίου, την ανάγκη εφαρμογής αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής και τις αυξημένες παγκόσμιες ανισορροπίες των εμπορικών ισοζυγίων. (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17/08/2006)