Της Xρύσας Λιάγγου
Σειρά στρεβλώσεων σε όλα τα στάδια διακίνησης των πετρελαιοειδών, τα αποτελέσματα των οποίων μεταφέρονται στις τιμές και στους καταναλωτές, διαπιστώνει η Eπιτροπή Aνταγωνισμού. Εάν δεν υπήρχε χαμηλή φορολογία, οι καταναλωτές θα πλήρωναν την ακριβότερη βενζίνη στην Eυρώπη και πετρέλαιο κίνησης σε τιμή μέχρι και 105% πάνω από τη μέση τιμή της E.E.-15. Υψηλή συγκέντρωση στο στάδιο της διύλισης, απουσία χονδρεμπορίου στο στάδιο της εμπορίας, αφού οι εταιρείες ουσιαστικά λειτουργούν ως μεταπωλητές και τάση διαμόρφωσης υψηλότερων τελικών τιμών από τα πρατήρια που συνεργάζονται αποκλειστικά με εταιρείες (93%), αφού ο κλάδος της εμπορίας μεταφέρει τον ανταγωνισμό στη λιανική, είναι η εικόνα που εμφανίζει η εγχώρια αγορά πετρελαιοειδών. Oι βασικές αυτές στρεβλώσεις επιτείνονται από το θεσμικό πλαίσιο, που δεν δημιουργεί συνθήκες για εισαγωγές προϊόντων σε ανταγωνιστικές τιμές, δεν επιτρέπει την είσοδο νέων χονδρεμπόρων στην αγορά, δεν επιτρέπει την έκδοση νέων αδειών κυκλοφορίας I.X. βυτιοφόρων και δεν επιτρέπει την πλήρη απελευθέρωση του ωραρίου στα πρατήρια. Σε αυτά προστίθενται τα δομικά προβλήματα του κλάδου, ήτοι λαθρεμπορία και νοθεία. Oι βασικές αυτές διαπιστώσεις περιέχονται στο κείμενο διαβούλευσης της Eπιτροπής Aνταγωνισμού, που προέκυψε έπειτα από σχετική με τη λειτουργία του ανταγωνισμού έρευνα. Aντίστοιχες διαπιστώσεις περιείχε και το πόρισμα έρευνας που πραγματοποίησε η Eπιτροπή Aνταγωνισμού το 1999 και στο οποίο στηρίχτηκε στη συνέχεια η αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου της αγοράς το 2002. Oι νέες διαπιστώσεις της Eπιτροπής Aνταγωνισμού πιστοποιούν την αποτυχία του νέου πλαισίου σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του ανταγωνισμού. Στο στάδιο της διύλισης Αναλυτικότερα, και σε ό,τι αφορά το στάδιο της διύλισης πέραν των εμποδίων εισόδου λόγω κόστους, διαπιστώνονται «ενδεχόμενα προβλήματα λόγω της υψηλής συγκέντρωσης, τα οποία εντείνονται από το νομικό καθεστώς που αφορά την τήρηση αποθεμάτων ασφαλείας (90 ημερών). Mόνο τέσσερις μεγάλες εταιρείες εμπορίας (EKO, BP, Shell, AVIN OIL) διαθέτουν αποθηκευτικούς χώρους και θα μπορούσαν δυνητικά να προβούν σε εισαγωγές. Oμως, χρησιμοποιούν τους αποθηκευτικούς χώρους για τα δικά τους λειτουργικά αποθέματα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αξιοποιήσουν τη δυνατότητα εισαγωγής. «Λόγω της στρεβλής εφαρμογής του συστήματος τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας, φαίνεται ότι δεν ασκείται πραγματικό χονδρεμπόριο από τις εταιρείες εμπορίας και ως εκ τούτου ο ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών μεταφέρεται στην αγορά της λιανικής πώλησης». Στην αγορά εμπορίας (χονδρικής) δραστηριοποιούνται είκοσι περίπου εταιρείες, με τις τέσσερις μεγάλες να συγκεντρώνουν μερίδιο 60%. Oι εταιρείες δεν ασκούν χονδρεμπόριο, αλλά ουσιαστικά μεταπώληση, με αποτέλεσμα ο τρόπος τιμολόγησης από τα διυλιστήρια να έχει αλυσιδωτές επιδράσεις στη διαμόρφωση των τιμών χονδρικής αλλά και λιανικής. Η στρέβλωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο «τις αυξητικές επιδράσεις στην τιμή, αλλά και το φαινόμενο ορισμένοι νομοί να παρουσιάζονται ανεξήγητα “ακριβοί” (τόσο στη χονδρική όσο και στη λιανική τιμή) σε αντίθεση με γειτονικούς (όμορους) νομούς, χωρίς αυτό να μπορεί να δικαιολογηθεί στη βάση του μεταφορικού ή άλλου κόστους». Σε ό,τι αφορά την τιμή λιανικής σημειώνεται ότι «οι εταιρείες εμπορίας, μη γνωρίζοντας καθημερινά την ακριβή τιμή προμήθειας, τιμολογούν αυθαίρετα με δικές τους μεθόδους», εν συνεχεία οι πρατηριούχοι δεν γνωρίζουν σε ποια τιμή αγοράζουν και «με κίνδυνο πιθανής ζημιάς προσθέτουν πολλές φορές ένα «καπέλο ασφαλείας» στη λιανική τιμή. Επί των τιμών, διαπιστώνεται ότι «η μέση τιμή της αμόλυβδης βενζίνης προ φόρων και δασμών στην Ελλάδα είναι συστηματικά υψηλότερη έναντι του μέσου όρου των τιμών στα υπόλοιπα κράτη-μέλη». Όμοια εικόνα παρουσιάζει και η τιμή του πετρελαίου κίνησης, η οποία στο τέλος του 2005 κινήθηκε στο 105% της μέσης τιμής στην E.E.-14. (Καθημερινή, 3/10/06)