Σημάδια επιβράδυνσης παρουσιάζει η ενεργειακή μετάβαση της Γερμανίας, λόγω των επικείμενων εκλογών στις 24 Σεπτεμβρίου. Περισσότεροι από 60 εκατομμύρια Γερμανοί πρόκειται να ψηφίσουν στις επερχόμενες εκλογές, επιλέγοντας μεταξύ 4.828 υποψηφίων για το Κοινοβούλιο. Το νικητήριο κόμμα θα σχηματίσει νέα κυβέρνηση. Αναμφίβολα, το συγκριτικό πλεονέκτημα της Άνγκελα Μέρκελ είναι εμφανές, παρόλο που η στρατηγική της για την ενέργεια και το κλίμα δεν είναι καθόλου σαφής.

Σημάδια επιβράδυνσης παρουσιάζει η ενεργειακή μετάβαση της Γερμανίας, λόγω των επικείμενων εκλογών στις 24 Σεπτεμβρίου.

Περισσότεροι από 60 εκατομμύρια Γερμανοί πρόκειται να ψηφίσουν στις επερχόμενες εκλογές, επιλέγοντας μεταξύ 4.828 υποψηφίων για το Κοινοβούλιο.

Το νικητήριο κόμμα θα σχηματίσει νέα κυβέρνηση – είτε κατά μόνας, είτε σε συνασπισμό. Αναμφίβολα, το συγκριτικό πλεονέκτημα της Άνγκελα Μέρκελ είναι εμφανές, παρόλο που η στρατηγική της για την ενέργεια και το κλίμα δεν είναι καθόλου σαφής.

 

Ένας φιλόδοξος στόχος

Η Energiewende αποτελεί έναν αρκετά φιλόδοξο στόχο. Η Γερμανία σκοπεύει να μειώσει το 80% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μεταξύ 1990 και 2050, αντίστοιχα με τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να αναπτύξει τη βιώσιμη ενεργειακή της ικανότητα, να μειώσει την κατανάλωση ενέργειας, να βελτιώσει την ενεργειακή απόδοση και να επιτρέψει τη μετάβαση προς τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.

Στους κύριους στόχους της Γερμανίας περιλαμβάνεται το κλείσιμο όλων των πυρηνικών σταθμών μέχρι το 2022.

Δεκαπέντε χρόνια μετά την έναρξή της, η ενεργειακή μετάβαση της Γερμανίας επιβραδύνεται. Διαθέτει, ωστόσο, αρκετές επιτυχίες: συγκεκριμένα, από το 1990 έως το 2016, οι εκπομπές CO2 μειώθηκαν κατά 26%.

Η αειφόρος παραγωγή ενέργειας παρουσίασε αξιοσημείωτη ανάπτυξη, καθώς τα βιοκαύσιμα, η αιολική και η ηλιακή ενέργεια παρέχουν πλέον το ένα τρίτο της ζήτησης της Γερμανίας για ηλεκτρική ενέργεια, ενώ το 2015, ο τομέας των ΑΠΕ απασχολούσε 330.000 άτομα.

Ωστόσο, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (που είναι υπεύθυνη για το 30% των εκπομπών CO2) εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον άνθρακα. Ο άνθρακας και ο ξυλάνθρακας παράγουν 4 από τα 10 βολτ, ενώ οι εκπομπές CO2 μειώθηκαν κατά 6% μόνο από το 2000.

Για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης της βιώσιμης παραγωγής ενέργειας και του ηλεκτρικού δικτύου, οι καταναλωτές υπέστησαν βαριές χρεώσεις. Μεταξύ 2007 και 2017, η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος (κιλοβάτ / ώρα) για τους καταναλωτές αυξήθηκε κατά 50%.

Επί της ουσίας, ο μέσος λογαριασμός ηλεκτρικού ρεύματος για μια γερμανική οικογένεια (€ 978 / έτος) παραμένει χαμηλότερος συγκριτικά με τα νοικοκυριά στη Δανία (€ 1.121 / έτος) ή στις ΗΠΑ (€ 1.110 / έτος).

Για να ελαχιστοποιηθεί το ενεργειακό κόστος και η αυξανόμενη αντίθεση προς τα αιολικά πάρκα, το 2014 η κυβέρνηση της Μέρκελ μείωσε την προσφυγή σε κρατικές ενισχύσεις (όπως έκανε η Γαλλία στη νομοθεσία της για την ενεργειακή μετάβαση) και έθεσε ως ανώτατο όριο τα 2,5 γιγαβάτ αιολικής ενέργειας ανά έτος.

Στόχος είναι η μεγιστοποίηση της παραγωγής θαλάσσιων ανεμογεννητριών (6,5 γιγαβάτ ετησίως).

 

Σχέδιο ύψους 17 δις ευρώ

Από το 2000, η ενεργειακή απόδοση αυξήθηκε κατά 1,4% ετησίως: παρόμοια απόδοση με εκείνη της Γαλλίας. Εν τούτοις, κάτι τέτοιο δεν αρκεί για την εκπλήρωση των στόχων της Γερμανίας.

Για τον λόγο αυτό, ο υπουργός Οικονομίας Sigmar Gabriel, προχώρησε στην εκπόνηση σχεδίου ύψους 17 εκατομμυρίων ευρώ το 2016 με στόχο τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης μέχρι το 2020.

Παρά τη δέσμευση για την κυκλοφορία ενός εκατομμυρίου ηλεκτρικών αυτοκινήτων το 2020, στους γερμανικούς δρόμους υπάρχουν μόνο περίπου 30.000 οχήματα από τη BMW, τη Volkswagen και την Audi.

Το γεγονός αυτό, αποδίδεται στη χαμηλή ελκυστικότητα των σημερινών μοντέλων και την έλλειψη σημείων φόρτισης.

Σε κάθε περίπτωση, η επιβράδυνση της ενεργειακής μετάβασης οφείλεται κυρίως στην ισχυρή αυτοκινητοβιομηχανία (ετήσιος κύκλος εργασιών 400 δις ευρώ και 800.000 εργαζόμενοι).

Από την πλευρά της, η IG Metall αντιστέκεται στην αλλαγή υπό το φόβο ότι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, θα επιφέρουν μείωση στο εργατικό δυναμικό.

Η Energiewende δεν αποτελεί πλέον θέμα συζήτησης που διχάζει, όπως ακριβώς συνέβη στο παρελθόν. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που δημοσίευσε το think tank Agora Energiewende, πάνω από τρεις στους τέσσερις Γερμανούς τάσσονται υπέρ της ενεργειακής μετάβασης.

Στον αντίποδα, οι επικριτές εκφράζουν ανησυχίες για την αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος ή για την αργή ανάπτυξη του ηλεκτρικού δικτύου.

 

Επιβράδυνση με «άρωμα εκλογών»

«Το τελευταίο ανθρακωρυχείο πρόκειται να κλείσει φέτος», δήλωσε ο δημοσιογράφος, Vincent Boulanger. Επιπλέον, έχει ήδη συσταθεί ειδική επιτροπή για την επεξεργασία πιθανών μέτρων οικονομικής στήριξης στις περιοχές παραγωγής άνθρακα, η οποία θα υποβάλλει σχετική έκθεση μετά τις εκλογές.

Επισημαίνεται ότι, η κυβέρνηση Μέρκελ έχει προγραμματίσει το κλείσιμο επτά ανθρακωρυχείων έως το 2020.

Από την πλευρά του, το κόμμα του Μάρτιν Σούλτς (SPD) έχει μικρότερες φιλοδοξίες. Προτείνει την προοδευτική αντικατάσταση του ξυλάνθρακα με φυσικό αέριο.

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) της Μέρκελ υποστηρίζονται από το CSU της Βαυαρίας όσον αφορά στην επιδίωξη της τρέχουσας πολιτικής, αλλά ταυτόχρονα προχωρούν σε επιτάχυνση της διαδικασίας μετάβασης προς τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.

Σε πρόσφατη συνέντευξή της, η Γερμανίδα καγκελάριος είπε ότι θα είναι απαραίτητο να απαγορευτούν τα πετρελαιοκίνητα και τα βενζινοκίνητα αυτοκίνητα – χωρίς όμως να αναφέρει ημερομηνία πιθανής απόσυρσης.

«Όποιο κι αν είναι το σχέδιό τους, τα προγράμματά τους δεν ανταποκρίνονται στους στόχους που έχει υπογράψει η Γερμανία», τόνισαν οι ερευνητές του Ινστιτούτου Kiel για την παγκόσμια οικονομία (IfW), Christine Merk και Wilfried Rickels.

 

(Πηγή: euractiv.gr)