Δεκάδες σοβαρά προβλήματα, αλλά και απάντηση στο θεμελιώδες ερώτημα, αν η ΕΒΖ μπορεί να παράγει στην Ελλάδα ζάχαρη σε ανταγωνιστικές τιμές, εν όψει της πλήρους απελευθέρωσης των εισαγωγών από 1η Νοεμβρίου, θα κληθεί να δώσει το νέο Διοικητικό Συμβούλιο της Βιομηχανίας, η κυβέρνηση και ο μεγαλο-πιστωτής της, Τράπεζα Πειραιώς.

Δεκάδες σοβαρά προβλήματα, αλλά και απάντηση στο θεμελιώδες ερώτημα, αν η ΕΒΖ μπορεί να παράγει στην Ελλάδα ζάχαρη σε ανταγωνιστικές τιμές, εν όψει της πλήρους απελευθέρωσης των εισαγωγών από 1η Νοεμβρίου, θα κληθεί να δώσει το νέο Διοικητικό Συμβούλιο της Βιομηχανίας, η κυβέρνηση και ο μεγαλο-πιστωτής της, Τράπεζα Πειραιώς.

«Πνιγμένη» από υψηλές συσσωρευμένες ζημιές (σ.σ ξεπερνούν τα 263 εκατ. ευρώ), την έλλειψη ρευστότητας και το δυσθεώρητο ληξιπρόθεσμο δανεισμό (σ.σ. 163 εκατ. ευρώ), σε σχέση με τις επιδόσεις λειτουργικής κερδοφορίας, η EBZ αποτελεί κλασσικό παράδειγμα μοντέλου που απέτυχε.

Βαρύνεται, άλλωστε, από αρνητική καθαρή θέση άνω των 100 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα η τελευταία κεφαλαιακή ενίσχυση, ύψους 30 εκατ. ευρώ, που της κατέβαλαν, το 2015, οι φορολογούμενοι, μέσω της υπό εκκαθάριση ΑΤΕ, να θεωρείται, ήδη, χαμένη.

Το σχέδιο διάσωσης, που εκπονήθηκε από την προηγούμενη διοίκηση σε συνεργασία με την Πειραιώς και υπό τις ευλογίες της κυβέρνησης, δεν υπόσχεται ότι η επιχείρηση θα ορθοποδήσει και θα καταστεί ανταγωνιστική βιομηχανία, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, καθώς δεν απαντά στο βασικό ζητούμενο.

Πως, δηλαδή, θα «δελεαστούν» οι έλληνες αγρότες να καλλιεργήσουν ζαχαρότευτλα και την ίδια στιγμή η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης να αγοράζει πρώτη ύλη σε τιμή που να μην την… βάζει μέσα.

Μια ματιά στους αριθμούς είναι αποκαλυπτική για το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η βιομηχανία. Την καλλιεργητική σεζόν 2015 υποβλήθηκαν μόλις 1.728 αιτήσεις αγροτών για καλλιέργεια τεύτλων. Από αυτούς 1.440 έκαναν, τελικά, το βήμα, παρά το γεγονός ότι η ΕΒZ αγοράζει τα ζαχαρότευτλα σε τιμές σημαντικά υψηλότερες από τα επίπεδα των 27 με 28 ευρώ ανά τόνο, που δίνουν για αγορά πρώτης ύλης τα βορειοευρωπαικά ζαχαρουργεία.

Η παραγωγική δραστηριότητα στην Ελλάδα είναι ζημιογόνος, εδώ και αρκετά χρόνια. Η ΕΒZ έχει κόστος παραγωγής ανά τόνο ζάχαρης, που κυμάνθηκε στις τρεις προηγούμενες χρήσεις μεταξύ 742 με 986 ευρώ, όταν το κόστος εισαγόμενης ζάχαρης ανερχόταν σε περίπου 450 ευρώ ανά τόνο.

Το υψηλό κόστος ομολογείται από την ίδια τη διοίκηση της εταιρείας. Στην έκθεσή της, η οποία συνοδεύει τα αποτελέσματα της χρήσης 2015-16, κάνει διεξοδική αναφορά, αποδίδοντάς το στις εξής αιτίες: στα υψηλά κόστη αγοράς και μεταφοράς πρώτης ύλης από τους αγρότες, στα υψηλά κόστη μισθοδοσίας μονίμου και εποχικού προσωπικού, στο υψηλό κόστος υποαπασχόλησης του ενός εργοστασίου, που παραμένει σε λειτουργία, και τέλος στο υψηλό κόστος ενέργειας.

Προκειμένου να μειωθούν τα λειτουργικά κόστη, η ΕΒZ προχώρησε σε σημαντική μείωση στις δαπάνες μισθοδοσίας. Με τη νέα συλλογική σύμβαση οι μισθοί του μόνιμου προσωπικού μειώθηκαν κατά 29% από το Μάρτιο του 2016 ως σήμερα, ενώ προβλέπεται περαιτέρω μείωση κατά 10% από τις αρχές του επόμενου έτους. Επίσης, λήφθηκαν μέτρα για τη μείωση των δαπανών εποχικού προσωπικού. Οι μειώσεις επήλθαν ως αποτέλεσμα της δέσμευσης που έχει αναλάβει η ΕΒZ έναντι των πιστωτών της, να μειώσει το μέσο ετήσιο μισθολογικό κόστος κατά τουλάχιστον 30%.

 

Απελευθερώνονται οι εισαγωγές ζάχαρης από την 1η Νοεμβρίου

Για να έχουν αντίκρισμα, όμως, τα παραπάνω μέτρα, θα πρέπει να καλλιεργηθούν ζαχαρότευτλα, ώστε η βιομηχανία να αποκτήσει κρίσιμη μάζα και να δει τα σταθερά κόστη της να μειώνονται σημαντικά.

Η ανάγκη για ένα βιώσιμο σχέδιο είναι επιτακτική καθώς από την 1η Νοεμβρίου, το ισχύον καθεστώς ποσοστώσεων στην παρασκευή ζάχαρης θα σταματήσει να εφαρμόζεται, όπως και η ελάχιστη εγγυημένη τιμή για τα ζαχαρότευτλα.

Με την κατάργηση της πολιτικής των ποσοστώσεων κάθε βιομηχανία ζάχαρης εντός της Ε.Ε. θα έχει το δικαίωμα να παράγει και να εμπορεύεται απεριόριστη ποσότητα της ζάχαρης.

Μέχρι σήμερα η ΕΒZ περιόριζε τις ζημιές της από την χαμηλή παραγωγή ακριβής ζάχαρης στην Ελλάδα, κάνοντας χρήση των ποσοστώσεων. Η Βιομηχανία είχε δικαίωμα να παράγει 158.7 χιλ. τόνους ζάχαρης, ετησίως. Την παραγωγική περίοδο 2016 παρήγαγε στην Ελλάδα μόλις 24,7 χιλ τόνους, τους υπόλοιπους 134 χιλ. τόνους τους ανέθεσε «φασόν» σε ευρωπαϊκές βιομηχανίες.

Με δεδομένο, δε, ότι η παραγωγή «φασόν» κόστιζε περίπου 450 ευρώ ανά τόνο ( σ.σ συμπεριλαμβανομένων των εξόδων μεταφοράς) και στην Ελλάδα πωλούσε περίπου 550 ευρώ ανά τόνο, έβγαζε ικανοποιητικό κέρδος, που περιόριζε κάπως τις υψηλές ζημιές από την δική της παραγωγική δραστηριότητα.

Σύμφωνα πάντα με την ίδια την ΕΒZ, η κατάργηση των ποσοστώσεων και το καθεστώς ελεύθερων εισαγωγών μπορεί να επιφέρει πρόσθετη πίεση στις τιμές πώλησης ζάχαρης και στα περιθώρια κέρδους της ΕΒZ.

 

Μόνη βιώσιμη λύση το φιλανδικό μοντέλο

Για να λυθεί το αδιέξοδο, θα πρέπει η κυβέρνηση, σύμφωνα με στελέχη που διοίκησαν στο παρελθόν την εταιρεία, να εκπονήσει σχέδιο κρατικής ενίσχυσης, κατά το πρότυπο της Φιλανδίας, το οποίο θα κατατεθεί στην Ε. Ε για έγκριση.

Να επιδοτείται, δηλαδή, η ΕΒZ από το Δημόσιο, καλύπτοντας το κενό μεταξύ της τιμής που συμφέρει να αγοράζει την πρώτη ύλη, και της τιμής την οποία ζητά ο παραγωγός για να καλλιεργήσει.

Για να έχει νόημα, όμως, κρατική ενίσχυση της τάξης των 15 εκατ. ευρώ ετησίως, θα πρέπει προηγουμένως να διενεργηθεί μελέτη σκοπιμότητας από την οποία θα προκύπτει ότι η αναζωογόνηση της καλλιέργειας θα φέρει πολλαπλάσια οφέλη για την οικονομία. Κάτι για το οποίο διατυπώνονται, επίσης, ζωηρές επιφυλάξεις.

 

Το «κουτσό» σχέδιο διάσωσης

Το σχέδιο διάσωσης της ΕΒZ, που συμφώνησαν οι προηγούμενες διοικήσεις της με την Πειραιώς, προβλέπει την πώληση των θυγατρικών της στη Σερβία, ακινήτων και κλειστών εργοστασίων στην Ελλάδα, ώστε από τα έσοδα να εξοφληθούν δάνεια ύψους περίπου 50 εκατ. ευρώ, να διαγραφούν περίπου ισόποσες οφειλές και να υπάρξει μακροχρόνιος ρύθμιση του εναπομείναντος δανεισμού. Επιπρόσθετα, η ΕΒZ θα λάβει κεφάλαιο κίνησης 8 εκατ. ευρώ.

Θεωρητικά, αν το σχέδιο ολοκληρωθεί, η ΕΒZ θα δει το δανεισμό της να μειώνεται, κατά τουλάχιστον 100 εκατ. ευρώ, τα ίδια κεφάλαιά της θα ενισχυθούν λογιστικά από τη διαγραφή δανείων και θα αποκτήσει ένα μικρό κεφάλαιο κίνησης για να αγοράσει ζαχαρότευτλα και να παράγει ζάχαρη.

Πρακτικά, όμως, αν δεν δοθεί λύση που να επιτρέπει στην βιομηχανία να παράγει στην Ελλάδα τουλάχιστον 150 χιλ. τόνους ζάχαρης με ανταγωνιστικούς όρους, το παραπάνω σχέδιο θα αποδειχθεί «κουτσό», συμβάλλοντας μόνο στην μετάθεση του προβλήματος.

Την παραπάνω ιδιαιτερότητα, δείχνουν να έχουν αντιληφθεί κάποιοι στην κυβέρνηση και δεν είναι απίθανο να υπάρξει, έστω στο παρά πέντε, αλλαγή πλεύσης.

Όπως είναι γνωστό το προηγούμενο Δ.Σ. της βιομηχανίας παραιτήθηκε καθώς δεν ήθελε να υπογράψει την πώληση των σερβικών ζαχαρουργείων έναντι τιμήματος 60 εκατ. ευρώ.

Πρόκειται για δύο κατά βάση κερδοφόρες εταιρείες, που έχουν ενισχύσει σημαντικά τα μεγέθη της ΕΒZ από τα μέσα της δεκαετίας του 90, που αγοράστηκαν ως σήμερα. Αμφότερες παράγουν με αισθητά χαμηλότερο κόστος, σε σχέση με την εν Ελλάδι μονάδα. Δεν είναι τυχαίο ότι η ΕΒZ, ήδη, από την προηγούμενη δεκαετία εισάγει ζάχαρη από τις δύο θυγατρικές της, για να μειώσει το μέσο κόστος παραγωγής και να αντιμετωπίσει τις φθηνές εισαγωγές.

 

Τα διαχρονικά λάθη

Η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης ιδρύθηκε το 1960, στο πλαίσιο της πολιτικής εκβιομηχάνισης και δημιουργίας μεταποιητικών μονάδων για αγροτικά προϊόντα, που ακολουθούσε η τότε κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ δεν την επηρέασε αρνητικά καθώς η Κοινότητα επέβαλε υψηλούς δασμούς στην εισαγόμενη ζάχαρη, ενώ ως το 2006 η τιμή της ζάχαρης οριζόταν κεντρικά από την Κομισιόν!

Ο παραπάνω προστατευτισμός, σε συνδυασμό με την γεωγραφική απόσταση από άλλες χώρες- παραγωγούς, δημιούργησε κλίμα εφησυχασμού. Αποτέλεσμα ήταν η ΕΒΖ να αντιμετωπίζει προβλήματα ανταγωνιστικότητας, ήδη από την εποχή των δασμών, εξαιτίας της υψηλής τιμής πρώτης ύλης, του υπεράριθμού προσωπικού, της χαμηλής ποιότητας τεύτλων και των υψηλών λειτουργικών εξόδων από τη λειτουργία πέντε εργοστασίων, μικρής δυναμικότητας.

Χαρακτηριστικό είναι ότι το 1996 η ΕΒZ απασχολούσε 1.800 άτομα ως μόνιμο προσωπικό και 3.700 ως εποχικό για να παράγει 317 χιλ. τόνους ζάχαρης σε πέντε εργοστάσια. Την ίδια περίοδο, ομοειδής ολλανδική εταιρεία παρήγαγε σε πέντε εργοστάσια 1 εκατ. τόνους ζάχαρης.

Τα προβλήματα οξύνθηκαν από το 2006. Τότε ψηφίστηκε η νέα Κοινή Οργάνωση Αγοράς για τη ζάχαρη από το συμβούλιο υπουργών Γεωργίας της Ε.Ε ( σ.σ η Ελλάδα είχε καταψηφίσει μαζί με την Πολωνία και τη Λετονία). Η νέα ΚΟΑ, τελείωνε, σε διάστημα 4 ετών, το καθεστώς προστασίας για την ευρωπαϊκή ζάχαρη, ανοίγοντας το δρόμο για εισαγωγές φθηνότερης ζάχαρης, με πρώτη ύλη το ζαχαροκάλαμο.

Επειδή η απελευθέρωση της αγοράς θα οδηγούσε σε δραματική συρρίκνωση της καλλιέργειας και των ζαχαρουργείων η νέα ΚΟΑ έδινε «γαλαντόμες» αποζημιώσεις σε αγρότες, βιομηχανίες και χώρες – μέλη με παραγωγή ζαχαροτεύτλων. Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες έκλεισαν δεκάδες εργοστάσια (σ.σ. τα ζαχαρουργεία μειώθηκαν από 251 σε 95 μεταξύ των ετών 2007-2010). Όσες μονάδες έκλεισαν εισέπραξαν τεράστιες αποζημιώσεις, όπως και οι αγρότες που σταμάτησαν να καλλιεργούν.

Στην Ελλάδα, η τότε κυβέρνηση, αντί να επιλέξει την ορθολογική λύση της διακοπής λειτουργίας των εν Ελλάδι μονάδων ΕΒZ, οι οποίες ήταν μη ανταγωνιστικές από την εποχή των δασμών, αποφάσισε να διατηρήσει τις 3 από τις 5, αποσύροντας το 50% της ποσόστωσης συν ένα (1) τόνο.

Με βάση την παραπάνω απόφαση, οι αγρότες καθώς και οι ιδιοκτήτες μηχανημάτων εξαγωγής τεύτλων έλαβαν σημαντικές ενισχύσεις, ύψους 14 εκατ. ευρώ (μη συνδεδεμένη ενίσχυση 66 ευρώ ανά στρέμμα ως το 2013, ενίσχυση 33 ευρώ ανά στρέμμα καλλιεργούμενης έκτασης για πέντε χρόνια συν την τιμή που αγόραζε η ΕΒZ), ενώ η χώρα εισέπραξε 25 εκατ. για να υποβοηθήσει τη στροφή σε άλλες καλλιέργειες.

Αντίθετα, η ΕΒZ εισέπραξε, ως αποζημίωση για την απόσυρση του 50,01% της ποσόστωσης, το ποσό των 72 εκατ. ευρώ, αλλά κατέβαλε, συνολικά, στο ευρωπαϊκό ταμείο αναδιάρθρωσης εισφορές, ύψους 85,7 εκατ. ευρώ, καθώς συνέχισε τη λειτουργία της.

Μετά την αλλαγή της ΚΟΑ, η ΕΒZ έχασε κρίσιμη μάζα. Ενώ μέχρι τότε επεξεργαζόταν 2,8 εκατομμύρια τόνους ζαχαρότευτλα, τα οποία προσκόμιζαν περίπου 20 χιλ. τευτλοκαλλιεργητές, τα μεγέθη μετά το 2006 περιορίστηκαν σημαντικά φθάνοντας σήμερα ( σ.σ σεζόν 2016-17) να καλλιεργούνται μόλις 64.000 στρέμματα, ενώ ο αριθμός των αγροτών δεν ξεπερνά τους 1700.

Το δεύτερο μεγάλο λάθος για την ΕBΖ έγινε το 2012, όταν αποφασίστηκε η διάσωση της μητρικής της, Αγροτικής Τράπεζας, μέσω διάσπασης των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της. Η ΤτΕ αποφάσισε το εξής παράδοξο σχήμα: τα δάνεια της ΕΒZ πέρασαν ως καλό στοιχείο ενεργητικού στην Πειραιώς, ενώ οι μετοχές της έμειναν στην Αγροτική, που τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση.

Αυτή η παραδοξότητα αποτέλεσε το βασικό εμπόδιο στο να πωληθεί η εταιρεία στους διαγωνισμούς, που έτρεξαν από τον ειδικό εκκαθαριστή και οδηγεί σήμερα στην απόφαση να πωληθούν οι σερβικές θυγατρικές προκειμένου η ΕΒΖ να αποπληρώσει στην Πειραιώς μέρος των δανείων για να υπάρξει ρύθμιση των υπολοίπων.

 

(Πηγή: euro2day.gr)