Το πρόσφατο ατύχημα του δεξαμενόπλοιου «Αγία
Ζώνη» στον Σαρωνικό Κόλπο λειτουργεί ως υπενθύμιση της αδήριτης ανάγκης
συμμόρφωσης των πλοίων με τα αυστηρότερα πρότυπα ασφαλείας.
Αποφασιστικός σε αυτή τη συζήτηση είναι ο ρόλος των ναυτιλιακών
εταιρειών στην επίτευξη υψηλών περιβαλλοντικών επιδόσεων. Αυτή η
παραδοχή φαντάζει πιο επίκαιρη από ποτέ και ενισχύεται από την κριτική
που ανέκυψε, κυρίως όταν η ναυτιλία εξαιρέθηκε από τη συμφωνία του
Παρισιού πριν από δύο χρόνια. Σε αντίθεση με αυτή την κριτική, ο τομέας
στην πλειονότητά του έχει επιτύχει πολλά. Ωστόσο, η συμβατική σοφία
υποδεικνύει πως οι ναυτιλιακές εταιρείες οφείλουν να πράξουν
περισσότερα. Δεν υφίσταται πρόθεση να αμφισβητηθεί αυτή η άποψη, καθώς
τα περιθώρια βελτίωσης και η προληπτικότητα αποτελούν αναπόσπαστο
κομμάτι της επιχειρηματικής πρακτικής. Στόχος είναι να διερευνηθούν
συνοπτικά οι λόγοι δημιουργίας τεχνητών εντάσεων σχετικά με τον σημερινό
ρόλο του ναυτιλιακού κλάδου.
Η βασική ιδέα της υπεύθυνης επιχειρηματικότητας ως ακρογωνιαίου λίθου
της βιωσιμότητας εδράζεται στη βελτιστοποίηση των επιλογών, προκειμένου
οι επιχειρήσεις να αντισταθμίσουν τις σημερινές με τις μελλοντικές
ανάγκες υπό το πρίσμα των υφιστάμενων περιορισμών. Στην κατεύθυνση αυτή,
η διάκριση μεταξύ «τι πρέπει» και «τι γίνεται» θα είναι πάντα επίκαιρη.
Συμβαίνει επίσης συχνά οι πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται από τις
επιχειρήσεις να μην μεταφράζονται σε άμεσα μετρήσιμο θετικό
περιβαλλοντικό αντίκτυπο. Αυτή η περίπτωση συναντάται χαρακτηριστικά στη
μακροχρόνια συμβολή των Ελλήνων πλοιοκτητών με ενέργειες που στοχεύουν
στις τοπικές κοινότητες και φιλανθρωπικές δωρεές. Επιπρόσθετα, το
γεγονός ότι ο κλάδος υπόκειται σε εκτεταμένη νομοθετική ρύθμιση
αντικατοπτρίζει νομοτελειακά το προφίλ αειφορίας της ναυτιλίας.
Σχετική στη συζήτηση αυτή είναι η σε μεγάλο βαθμό αδυναμία της αγοράς
να αποτιμήσει και να επιβραβεύσει τις αντίστοιχες προσπάθειες του
κλάδου. Εκτός από τα αυστηρά πρότυπα HSQE που λειτουργούν ως
προαπαιτούμενα για υποψήφιους πελάτες και την εκπλήρωση των απαιτήσεων
του EEDI, οι ναυτιλιακές εταιρείες υπόκεινται σε έντονη ομογενοποίηση
των υπηρεσιών τους και η απουσία διαφοροποίησης δρα ανασταλτικά σε όποια
περιθώρια μακροπρόθεσμης περιβαλλοντικής δέσμευσης. Ως διορθωτικό μέτρο
έχει προταθεί η ευρεία διάδοση συστημάτων οικολογικής σήμανσης. Τα
υπάρχοντα παραδείγματα, αν και υποσχόμενα, εξακολουθούν να στερούνται
όχι μόνο της αναγκαίας διαφάνειας και αξιοπιστίας, αναφορικά με την
ενεργειακή και περιβαλλοντική απόδοση των πλοίων, αλλά και καθολικής
αποδοχής. Ο ευρωπαϊκός κανονισμός για καταγραφή και πιστοποίηση των
εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση.
Απομένει όμως να μάθουμε πώς θα ενσωματωθεί στις υπό εξέλιξη συζητήσεις
και επικείμενες αποφάσεις του ΠΟΝ ως αναπόσπαστη πολιτική ενός
παγκόσμιου πλαισίου στρατηγικής για τον κλάδο που θα εξαλείφει τυχόν
μονομερείς ευνοϊκές εξαιρέσεις. Αν στο συγκεκριμένο ρευστό τοπίο
προστεθεί και η ειλημμένη απόφαση καθολικής επιβολής ανώτατου ορίου 0,5%
στις εκπομπές θείου από 1/1/2020, καθίσταται αντιληπτή η αβεβαιότητα
που χαρακτηρίζει τις επενδύσεις των πλοιοκτητριών εταιρειών. Οι επιλογές
ποικίλλουν και ο συνυπολογισμός καθίσταται ακόμη δυσκολότερος λόγω της
κυκλικότητας του κλάδου, των μελλοντικών τιμών καυσίμων και της
διενέργειας των δυσδιάκριτων παραδοχών αποτίμησης για επιστροφή του
επενδυθέντος κεφαλαίου.
Για να αρθεί εν μέρει η επιχειρηματική και κανονιστική αβεβαιότητα, η
ναυτιλία χρήζει συστημικής αντιμετώπισης. Η αποσπασματική ιδέα του
κλάδου ως του αποκλειστικού υπευθύνου τείνει να παρέλθει. Η εξεύρεση
εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης και η μακροπρόθεσμη στόχευσή τους
αποτελεί αντίμετρο στις αυστηρότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις των τραπεζών
(π.χ. Βασιλεία III), που δρουν ανασταλτικά στο εύρος και τον χρονικό
ορίζοντα των ναυτιλιακών επενδύσεων. Από την πλευρά τους, οι ιδιοκτήτες
φορτίων ως κεντρικοί πυλώνες των αλυσίδων εφοδιασμού καλούνται να
εργαστούν προς διττή κατεύθυνση: Αφενός να ενισχύσουν τον βαθμό
επιβράβευσης των περιβαλλοντικών πρωτοβουλιών των πλοιοκτητριών
εταιρειών, αφετέρου να αναζητήσουν περιθώρια βελτίωσης στους υπόλοιπους
κρίσιμους κόμβους όπως τα logistics. Ως πολλαπλασιαστής σε αυτή την
προσπάθεια δύναται να δράσει και η αναβάθμιση των λιμενικών υποδομών,
ώστε να υποστηρίζονται η παροχή και η διασυνδεσιμότητα εναλλακτικών
καυσίμων (π.χ. LNG) για την απρόσκοπτη ενσωμάτωσή τους στην
επιχειρησιακή λειτουργία των ναυτιλιακών.
Ως απάντηση λοιπόν στη μερική αμφισβήτηση του ενεργού τους
περιβαλλοντικού ρόλου, καλούμαστε να αναλογιστούμε και να αναγνωρίσουμε
πως ως κλάδος περιβάλλεται από πολυπλοκότητα και ετερογένεια. Ως εκ
τούτου, η υποστήριξη στοχοθετημένων παρεμβάσεων μέσω συνεργατικών
προσεγγίσεων φαντάζει μονόδρομος, προκειμένου να επιλυθούν συγκεκριμένα
περιβαλλοντικά ζητήματα. Με τον υπόψη τρόπο όχι μόνο δύνανται να
απαντηθούν σταδιακά οι ανησυχίες που σχετίζονται με την αειφορία, αλλά
και να σφυρηλατηθούν περαιτέρω και οι δεσμοί που έχει αναγνωρίσει ο
ναυτιλιακός κλάδος με την ευρύτερη κοινωνία ως απτή απόδειξη της
κοινωνικής του ευθύνης.
* Ο κ. Σεραφείμ Αγρογιάννης είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Stockholm School of Economics.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")