Στη σκιά ενός «κύματος» χωρών που δρομολογούν την πλήρη
απόσυρση του άνθρακα από την ηλεκτροπαραγωγή έως το 2030, η Ελλάδα καλείται να
προσδιορίσει τον ρόλο που θα έχει ο λιγνίτης στο εγχώριο ενεργειακό μίγμα μέσα
στις αμέσως επόμενες δεκαετίες, αλλά και να απελευθερώσει την παραγωγή
ηλεκτρικής ενέργειας από το ορυκτό καύσιμο, μέσω της πώλησης του 40% της
λιγνιτικής ισχύος της ΔΕΗ.
Για λόγους ενεργειακής ασφάλειας και κόστους, η κυβέρνηση
υποστηρίζει πως, αν και σε μικρότερο βαθμό, το «εθνικό καύσιμο» θα συνεχίσει να
συμμετέχει στο ενεργειακό μίγμα και τα επόμενα χρόνια - βασίζοντας σε αυτό το
γεγονός την αισιοδοξία της για την αποεπένδυση του 40% της Δημόσιας
Επιχείρησης. Την ίδια στιγμή, παρ’ όλο που οι υπόλοιπες πολιτικές πτέρυγες
δηλώνουν αντίθετες στη διαδικασία της ιδιωτικοποίησης που επιλέχθηκε, σχεδόν
καμία δεν μιλά για «άμεση απανθρακοποίηση» στα πρότυπα άλλων χωρών.
Διεθνής συμμαχία
Στον αντίποδα, είκοσι κράτη συν δύο πολιτείες των ΗΠΑ
ανακοίνωσαν χθες πως εντάχθηκαν σε διεθνή συμμαχία που έχει ως στόχο την
κατάργηση του άνθρακα στην παραγωγή ενέργειας έως το 2030. Στη συμμαχία
συμμετέχουν οι Αγκόλα, Αυστρία, Βέλγιο, Βρετανία, Καναδάς, Κόστα Ρίκα, Δανία,
Ελ Σαλβαδόρ, Φίτζι, Φινλανδία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Νήσοι Μάρσαλ,
Μεξικό, Ολλανδία, Νέα Ζηλανδία, Νιούε, Πορτογαλία και Ελβετία, σύμφωνα με τους
αρμόδιους υπουργούς Περιβάλλοντος. Παράλληλα, συμμετέχουν οι αμερικανικές
πολιτείες της Ουάσιγκτον και του Όρεγκον, καθώς και πέντε επαρχίες του Καναδά.
Η Ενεργειακή Συμμαχία για τη μετά άνθρακα εποχή (Powering
Past Coal Alliance) ενώνει αρκετές από αυτές τις χώρες, σε συνεργασία με άλλες,
με κοινή δέσμευση την κατάργηση της χρήσης του άνθρακα, την ανταλλαγή
τεχνολογίας για τη μείωση των εκπομπών ρύπων που προκαλούν το φαινόμενο του
θερμοκηπίου -όπως δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα- αλλά και να παροτρύνουν και
τον υπόλοιπο κόσμο να κινηθεί προς την κατεύθυνση μείωσης της χρήσης άνθρακα.
Η συμμαχία δεν είναι νομικά δεσμευτική. Παράλληλα, έχει
θέσει ως στόχο να καταφέρει να αυξήσει τον αριθμό των μελών της τουλάχιστον στα
50 έως την επόμενη σύνοδο κορυφής των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα, που θα
διεξαχθεί το 2018 στην πόλη Κατοβίτσε της Πολωνίας, μια από τις πόλεις της
Ευρώπης με τη μεγαλύτερη ατμοσφαιρική ρύπανση.
Μέχρι το 2030
Στη χώρα μας, το μερίδιο του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή
βαίνει διαρκώς μειούμενο τα τελευταία χρόνια, αγγίζοντας αυτή τη στιγμή περίπου
το 29%. Ακόμη και μόνο μέσα από την επίτευξη των εθνικών στόχων του 2020 και
του 2030, για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, το ποσοστό αυτό θα
ελαττωθεί ακόμη περισσότερο στο άμεσο μέλλον. Βέβαια, αυτό σε καμία περίπτωση
δεν σημαίνει πως θα μηδενισθεί μέχρι το 2030, αφού για κάτι τέτοιο θα
χρειαζόταν ένα πολύπλευρο σχέδιο «απεξάρτησης».
Πίσω από το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν θα συμπρωταγωνιστήσει
στις διεθνείς πρωτοβουλίες άμεσης απόσυρσης του άνθρακα, βρίσκονται
επιχειρήματα που ξεκινούν κατ’ αρχάς από την ιδιαίτερη γεωγραφική θέση της χώρας,
η οποία περιορίζει τον αριθμό των ηλεκτρικών διασυνδέσεων, που θα εγγυώνταν
μεγαλύτερη ασφάλεια για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών. Μάλιστα, όπως έχει
αναφερθεί χαρακτηριστικά, η Ελλάδα είναι απομακρυσμένη «νησίδα» στο σύστημα της
Ε.Ε.
Εξάρτηση από
εισαγωγές
Ένα ακόμη επιχείρημα που «δείχνει» το πρόβλημα της ασφάλειας
εφοδιασμού είναι το γεγονός ότι ο λιγνίτης αποτελεί το αποκλειστικό εγχώριο
ορυκτό καύσιμο, αφού οι μοναδικές άλλες μονάδες που θα μπορούσαν να
λειτουργήσουν ως «σταθμοί βάσης», και έτσι να αυξήσουν την παραγωγή τους αμέσως
μόλις υπάρξει άνοδος της κατανάλωσης, καταναλώνουν φυσικό αέριο. Έτσι, τη
στιγμή που άλλες χώρες θα αποσύρουν τον άνθρακα χρησιμοποιώντας ως «σταθμούς
βάσης» πυρηνικά εργοστάσια, στην Ελλάδα μία τέτοια απόφαση θα σήμαινε εξάρτηση
από ένα εισαγόμενο καύσιμο.
Υπέρ του λιγνίτη χρησιμοποιείται όμως και το χαμηλό κόστος
ενέργειας που εξασφαλίζει, το οποίο πάντως στο μέλλον θα εξαρτηθεί από την
πορεία που θα ακολουθήσουν τα δικαιώματα ρύπων. Έτσι, στον αντίποδα,
περιβαλλοντικές οργανώσεις υποστηρίζουν πως η τιμή των δικαιωμάτων θα
εκτιναχθεί τα επόμενα χρόνια, κάνοντας πρακτικά ασύμφορη τη λειτουργία των
λιγνιτικών μονάδων. Μάλιστα, υποστηρίζουν πως η επιβάρυνση θα αυξηθεί τόσο
σύντομα ώστε ένας συνδυασμός μεγάλης διείσδυσης των ΑΠΕ και των μερικών μονάδων
φυσικού αερίου θα μπορούσε ήδη να «εξοβελίσει» σχεδόν πλήρως τον άνθρακα,
προσφέροντας μάλιστα φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια σε σχέση με το «εθνικό
καύσιμο».
Με προβλήματα οι ΑΠΕ
Σε κινδύνους για το ενεργειακό κόστος, αλλά και την
ενεργειακή ασφάλεια είχε αναφερθεί πάντως κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην
Αθήνα ο Dr Fatih Birol, εκτελεστικός διευθυντής του Διεθνούς Οργανισμού
Ενέργειας (ΔΟΕ), σημειώνοντας πως θα πρέπει να συνεχισθεί η συρρίκνωση του
μεριδίου του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή στην Ελλάδα, χωρίς όμως αυτό να
σημαίνει πως το ορυκτό καύσιμο θα πρέπει να αποσυρθεί πλήρως από το ενεργειακό
μίγμα. Μάλιστα, ο ίδιος ανέφερε πως χώρες με ήδη υψηλή διείσδυση σε ΑΠΕ
αντιμετωπίζουν προβλήματα ευστάθειας, τα οποία θα λυθούν μόνον όταν βρεθούν
οικονομικές λύσεις αποθήκευσης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας. Όποια κι αν είναι η εξέλιξη για το κόστος της
λιγνιτικής παραγωγής, το μόνο βέβαιο είναι πως οι αντιφατικές εκτιμήσεις που
εκφράζονται δεν αποτελούν επενδυτικό δέλεαρ για το 40% της λιγνιτικής ισχύος
της ΔΕΗ. Ωστόσο, με βάση τις διερευνητικές επαφές που έχουν γίνει, το γεγονός
αυτό φαίνεται να αποθαρρύνει περισσότερο τις ευρωπαϊκές εταιρείες και αρκετά
λιγότερο επιχειρήσεις από χώρες όπως η Ιαπωνία, η Κίνα και το πρώην ανατολικό
μπλοκ.
(Πηγή: «ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ»)