Να προωθηθεί άμεσα το έργο στο Ελληνικό, με κορμό το
υποβληθέν από τους επενδυτές Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (ΣΟΑ) «χωρίς
περαιτέρω αναβολές και αμηχανία επί του πρακτέου» προτείνει η προβλεπόμενη στην
οικεία νομοθεσία ειδική επιτροπή εμπειρογνωμόνων, που όρισε η κυβέρνηση.
Σύμφωνα με την Έκθεση διατύπωσης γνώμης της ειδικής
επιτροπής, τα βασικά σημεία της οποίας παρουσιάζει σήμερα η «Ν», το ΣΟΑ
επιδέχεται ορισμένων βελτιώσεων και εξειδικεύσεων, που καταγράφονται με τη
μορφή παρατηρήσεων και αφορούν κυρίως το κυκλοφοριακό στην περιοχή, τη δόμηση
στην παραλιακή ζώνη του ακινήτου και στην ανάγκη το μητροπολιτικό πάρκο των
2.000 στρεμμάτων να είναι ανοικτό και προσπελάσιμο.
Ωστόσο, η επιτροπή των εμπειρογνωμόνων -αποτελούμενη από
τους Αθανάσιο Μαρίνο Αραβαντινό, Ομότιμο Καθηγητή Πολεοδομίας, Σχολή
Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, ΕΜΠ, Ιωάννη Αίσωπο, Καθηγητή Αρχιτεκτονικού και Αστικού
Σχεδιασμού, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Πατρών, Γεώργιο Πετράκο,
Πρύτανη Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Καθηγητή Οικονομικής του Χώρου, Τμήμα
Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πανεπιστήμιο
Θεσσαλίας, και Ιωάννη Ψυχάρη, Καθηγητή Περιφερειακής Οικονομικής Ανάλυσης,
Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών
και Πολιτικών Επιστημών- είναι σαφής ως προς την αναγκαιότητα της επένδυσης των
7 δισ. ευρώ.
Οι εμπειρογνώμονες σημειώνουν ότι «το συντριπτικά μεγαλύτερο
μέρος του χώρου χαρακτηρίζεται από εγκατάλειψη και αποτελεί "αδρανές
κεφάλαιο", ενώ υφίσταται ο κίνδυνος να εξελιχθεί σε γενικευμένο
"σκουπιδότοπο", κάτι που σε τμήματα έχει ήδη συμβεί», ενώ καταλήγουν
ως εξής: «Δεδομένων των συνθηκών στις οποίες βρίσκεται σήμερα η χώρα, το έργο
του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού-Αγίου Κοσμά, λόγω της πολύ μεγάλης κλίμακάς
του, θα προσφέρει ευκαιρίες ανάπτυξης της οικονομίας της Αθήνας, αλλά και
ευρύτερα της ίδιας της χώρας, κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Επιπλέον, το έργο θα
συντελέσει καθοριστικά στην ανάπτυξη και εξέλιξη του ελληνικού κατασκευαστικού
τομέα, καθώς και του τομέα των υπηρεσιών, προσφέροντας εργασία, αλλά και
εμπειρία κτιριακών έργων μεγάλης κλίμακας σε πολύ μεγάλο αριθμό μηχανικών και
επιστημόνων διαφόρων ειδικοτήτων.
Το έργο στο Ελληνικό λόγω του μεγέθους του είναι δυνατόν να
μετασχηματίσει τη φυσιογνωμία της Αθήνας, προσφέροντας νέους κτιριακούς τύπους
και νέους αστικούς χώρους, καθιστώντας την πόλη πιο ενδιαφέρουσα και βιώσιμη
και ταυτόχρονα έναν ακόμη πιο ελκυστικό προορισμό σε μεσογειακή, ευρωπαϊκή και
διεθνή κλίμακα».
Η επιτροπή θεωρεί προφανές ότι «ένα έργο τόσο μεγάλης
κλίμακας και τόσο μακροχρόνιου ορίζοντα ολοκλήρωσής του είναι φορτισμένο με
έναν απροσδιορίστου μεγέθους κίνδυνο (ρίσκο)» και σημειώνει ότι δεν είναι σε
θέση να τοποθετηθεί με βεβαιότητα πάνω στο σοβαρό τούτο θέμα. Προσθέτει όμως
ότι το ρίσκο αναλαμβάνεται κατά μεγάλο μέρος από τον επενδυτή, προσθέτοντας ότι
και οι πλευρές του ευρύτερου δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένης της Τοπικής
Αυτοδιοίκησης, όσο και του κοινωνικού συνόλου, πρόκειται να υποστούν τις
συνέπειες των τυχόν κινδύνων που θα εμφανιστούν.
Σύμφωνα επίσης με τους εμπειρογνώμονες, «το έργο απαιτεί
ιδιαίτερα υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια του φορέα υλοποίησης, καθώς τα δημόσια έργα
που θα χρηματοδοτηθούν από ιδιωτικούς πόρους είναι ιδιαίτερα μεγάλης κλίμακας,
πρέπει να υλοποιηθούν στην πλειονότητά τους στην αρχή του έργου και συνεπώς
προηγούνται των έργων που έχουν οικονομική απόδοση (κατοικία, γραφεία,
ξενοδοχεία και εμπορικές χρήσεις».
Ως παρατήρηση σημειώνεται ότι ο σχεδιασμός των μεταφορών
στην υπόψη μελέτη βασίζεται σε αισιόδοξες υποθέσεις ως προς την ενίσχυση και
εκσυγχρονισμό των ΜΜΜ, αλλά και την αλλαγή νοοτροπίας του πληθυσμού. Αν αυτά
δεν επαληθευθούν, υπάρχει ο κίνδυνος να επέλθει σύντομα κορεσμός, που πιθανά θα
υπονομεύσει την επένδυση και θα επιβαρύνει υπέρμετρα και τις γύρω περιοχές.
Ακόμη, θεωρείται προτεραιότητα η διασφάλιση, μέσω των
σχεδιαστικών λύσεων που θα επιλεγούν και θα συγκεκριμενοποιηθούν σε επόμενο του
ΣΟΑ στάδιο του δημόσιου, «ανοικτού» και εύκολα προσβάσιμου χαρακτήρα του πάρκου
και της παραλίας. Όπως τονίζεται, «ο εσωστρεφής χαρακτήρας του Μητροπολιτικού
Πάρκου, η αίσθηση δηλαδή ότι αποτελεί έναν "εσωτερικό χώρο" των
οικιστικών περιοχών-ζωνών πολεοδόμησης, ένα εν δυνάμει αποτέλεσμα της αρχικής
σύλληψης του έργου, πρέπει να αναιρεθεί, ώστε να καταστεί αντιληπτός ο δημόσιος
χαρακτήρας του Πάρκου και ο ρόλος του ως προορισμού για όλη την πόλη».
Γενικά, θεωρείται σκόπιμο, να επιχειρηθεί μια «ελάφρυνση»
του Παράκτιου Μετώπου από οικοδομικό όγκο και χώρους περιορισμένης χρήσης, σε
όφελος των κοινόχρηστων χώρων και της ακτής ελεύθερης προσπέλασης.
Η Επιτροπή συμφωνεί επί της αρχής με τη σε καίριες και
κατάλληλες θέσεις οικοδόμηση υψηλών κτιρίων, υπό την προϋπόθεση ότι ο επενδυτής
έχει εκτιμήσει τους αισθητικούς περιορισμούς, αλλά και τους οικονομικούς και,
φυσικά, και τους λοιπούς κινδύνους που σχετίζονται με τα υψηλά κτίρια.
Όπως υπογραμμίζεται, ακόμη, επειδή ο χρονικός ορίζοντας
ολοκλήρωσης του έργου είναι μακρός (25 χρόνια), πρέπει να βρεθούν τα μέσα και
οι μηχανισμοί διαχρονικών ανανεώσεων και αναπροσαρμογών. Το θεωρητικά επιθυμητό
θα ήταν το προϊόν του σχεδιασμού να χαρακτηρίζεται από τέτοια ευελιξία και
προσαρμοστικότητα, ώστε ανάλογα με τις συνθήκες, τα νέα δεδομένα και τις νέες
ανάγκες και απαιτήσεις, να μπορεί αναπροσαρμοζόμενο να ανταποκρίνεται με
επιτυχία.
Εν κατακλείδι με ρεαλιστικό τρόπο η Επιτροπή επισημαίνει:
«Σε ό,τι αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, ασφαλώς λύσεις μειωμένης ή
μηδενικής περαιτέρω δόμησης και επιστροφής σε μια κατάσταση του φυσικού χώρου
προγενέστερης και αυτής της εποχής του Αεροδρομίου, θα ήταν περιβαλλοντικά
"ιδανικές". Όμως, σήμερα πλέον, τέτοιες περιβαλλοντικά
"ιδανικές" λύσεις είναι ανέφικτες, αφού η προσέγγισή τους θα είχε ως
προϋπόθεση έναν ιλιγγιώδη για τα ελληνικά δεδομένα προϋπολογισμό».
(Πηγή: «ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ»)