Καμία προσπάθεια για την επιστροφή στην κανονικότητα, τη
δημιουργία παραγωγικών θέσεων εργασίας και την ταχύτερη ανάκαμψη δεν θα φέρει
αποτέλεσμα αν δεν δοθεί έμφαση στην παραγωγική και οικονομική μεγέθυνση των
μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων (μμε). Αυτές αποτελούν, άλλωστε, το βασικό πυλώνα της ευρωπαϊκής οικονομίας,
καλύπτοντας το 99,8% των επιχειρήσεων στην Ευρώπη και το 99,9% στην Ελλάδα.
Πρόκειται για επιχειρήσεις όλων των ειδών και κλάδων, οι
οποίες καλούνται να επιχειρήσουν σε ένα πολύ ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον.
Δυστυχώς, οι μέχρι σήμερα πολιτικές, μέσα στην κρίση, έχουν προσθέσει εμπόδια
και περαιτέρω βαρίδια στις ελληνικές μμε, με κορυφαία την υπερφορολόγηση, το
υψηλό κόστος συμμόρφωσης, τις δυσλειτουργίες των ελέγχων στην αγορά, τη
δυσκολία πρόσβασης στη χρηματοδότησης, τον αθέμιτο ανταγωνισμό κ.λπ. Συνέπεια
των επιλογών αυτών είναι οι μμε να έχουν εξελιχθεί σε «τροφοδότη» της ανεργίας,
με μείωση κατά 600.000 (25%) των θέσεων εργασίας, μέσα στην κρίση (2008-2014).
Η εκπόνηση πολιτικών για τις μμε, για την ενδυνάμωση του
ρόλου τους σε παραγωγικά οικοσυστήματα και τη δυνατότητά τους να δημιουργούν
δουλειές βρίσκεται, ήδη, ψηλά στην αναπτυξιακή ατζέντα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στην Ε.Ε. ήδη φαίνονται τα πρώτα σημάδια σταθερής ανάκαμψής τους μετά το 2008,
σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η ανάκαμψη σε όρους
αριθμού επιχειρήσεων, απασχόλησης και προστιθέμενης αξίας είναι εμφανής στη
μεγάλη πλειονότητα των κρατών-μελών. Ενδεικτικά, η αύξηση της απασχόλησης σε
μμε ξεπέρασε το 3% σε Μάλτα, Κροατία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Κύπρο, Λιθουανία
και Λουξεμβούργο. Σε χώρες όπως Ρουμανία, Βουλγαρία, Κροατία και Ιρλανδία η
αύξηση της προστιθέμενης αξίας των μμε ξεπέρασε το 5%. Η Ελλάδα δεν παρουσιάζει
καν αύξηση στην προστιθέμενη αξία των μμε, ενώ η απασχόληση και ο αριθμός
επιχειρήσεων παραμένουν αρκετά κάτω από τα επίπεδα του 2008.
Οι λόγοι γι’ αυτή την αδυναμία ανάκαμψης είναι βαθύτεροι και
δεν αφορούν μόνο την οικονομική κρίση. Δυστυχώς, ο δημόσιος διάλογος γύρω από
τις μμε συντελείται με αμυντικούς και όχι αναπτυξιακούς όρους, χωρίς προσεκτική
ανάλυση και τεκμηρίωση των πραγματικών αδυναμιών, αλλά και πλεονεκτημάτων των
μμε στην Ελλάδα ή τη σύγκριση τους με τον διεθνή ανταγωνισμό και την ευρωπαϊκή
πραγματικότητα.
Στον ΣΕΒ, όπου το 70% των μελών του είναι σύγχρονες και
δυναμικές μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις, κρίθηκε αναγκαία η κάλυψη του
σχετικού κενού στον αναπτυξιακό διάλογο. Σε στρατηγική συνεργασία με την
EY, προχωρήσαμε στην
καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης στις μμε. Τη συγκρίναμε με άλλες
ευρωπαϊκές χώρες προκειμένου να εντοπιστεί το κατάλληλο πλαίσιο και το σωστό
μίγμα πολιτικών για τις μμε. Και αυτό διότι πολύ συχνά ξεχνάμε πως οι
επιχειρήσεις αυτές καλούνται να λειτουργήσουν σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό
διεθνές περιβάλλον. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των προκλήσεων του
παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος δεν τελειώνει μόνο σε θέματα δημόσιας
χρηματοδότησης και ευρωπαϊκών προγραμμάτων, αν και αυτά παραμένουν σημαντικά.
Αντίθετα, σημαντικό θέμα στον δημόσιο διάλογο είναι ο εντοπισμός και η ενίσχυση
των επιχειρηματικών και παραγωγικών χαρακτηριστικών, που βελτιώνουν τις
ανταγωνιστικές δυνατότητες των μμε.
Η ανάλυση ΣΕΒ-ΕΥ αναδεικνύει την ανάγκη επαναπροσανατολισμού
της εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής της χώρας (
growth
strategy) για τις μμε, καθώς
φαίνεται πως ούτε το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, ούτε η εστίαση
στην εσωτερική αγορά και ζήτηση βοηθούν τη μακροχρόνια επιβίωσή τους.
Οι 676.700 μεσαίες - μικρές - πολύ μικρές επιχειρήσεις στην
Ελλάδα απασχολούν το 87% του εργατικού δυναμικού των επιχειρήσεων, δημιουργούν
το 19,3% της προστιθέμενης αξίας στο ΑΕΠ και παράγουν το 44,2% των εξαγωγών.
Ωστόσο, η ανάλυση δείχνει πολύ μεγάλη απόκλιση των ελληνικών μμε από την Ε.Ε.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις μεσαίου και μικρού μεγέθους
(δηλαδή όσες απασχολούν από 10 έως 249 εργαζόμενους) αποτελούν μόλις το 3,1%
του συνόλου όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 7%. Επιπλέον, το 96,9% των
επιχειρήσεων είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις (1-9 εργαζόμενοι), αριθμός
εξαιρετικά μεγάλος για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Αυτή η απόκλιση μεταφράζεται σε
μειωμένη παραγωγικότητα η οποία στην Ελλάδα είναι μόλις στο 50% του ευρωπαϊκού
μέσου όρου.
Ο συνδυασμός αυτός δεν ευνοεί την ανάκαμψη της οικονομίας.
Το 96,9% των επιχειρήσεων (δηλαδή οι πολύ μικρές επιχειρήσεις) παράγουν μόλις
το 9,3% του ΑΕΠ, ενώ το 3,1% (δηλαδή οι μεσαίες και μικρές) παράγουν το 10% του
ΑΕΠ. Η αναλογία 10 προς 1 έναντι 1 προς 3,5 είναι εύλογα δυσμενής και εύκολα
αντιλαμβάνεται κανείς πως η προσέγγιση του ευρωπαϊκού μέσου όρου θα είχε πολύ
σημαντικά άμεσα αναπτυξιακά οφέλη.
Ως προς τα χαρακτηριστικά που αντέχουν στην κρίση (περίοδο
2008-2014) και ενισχύουν τις δυνατότητες ανάκαμψης και παραγωγικής μεγέθυνσης,
η ανάλυση ΣΕΒ-ΕΥ δείχνει με σαφήνεια την ανάγκη εστίασης στην παραγωγή διεθνώς
εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών παρά στην τεχνητή τόνωση της εσωτερικής
ζήτησης.
Ειδικότερα:
- Το επιχειρηματικό μέγεθος ενισχύει την ανθεκτικότητα. Με
αιχμή τις εξαγωγές, οι εξωστρεφείς μμε (και ειδικά οι μεσαίες) βελτίωσαν τα
περιθώρια κέρδους κατά 35% μ.ό., με όχημα τη βελτίωση των εξαγωγών τους κατά
40%. Την ίδια στιγμή οι εισαγωγικές πολύ μικρές επιχειρήσεις είχαν μείωση 50%
στα κέρδη τους.
- Η αύξηση παραγωγικότητας σχετίζεται με κλάδους της μεταποίησης.
Οι μεταποιητικές μμε έχουν τετραπλάσια παραγωγικότητα, με τις μεσαίες να έχουν
40% περισσότερη από τις μικρές και 178% από τις πολύ μικρές.
- Οι δραστηριότητες υψηλής τεχνολογικής έντασης δημιουργούν
ταχύτερα δουλειές. Σε αυτές τις μμε η απασχόληση αυξήθηκε κατά 20% μέσα στην
κρίση.
- Οι μμε καινοτομούν και συνεργάζονται σε παραγωγικά δίκτυα με
μεγαλύτερες επιχειρήσεις, σε ποσοστά κοντά ή και πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο
όρο. Στον ευρωπαϊκό δείκτη καινοτομίας
EIS έχουν βαθμολογία 29,6 έναντι 30,6, ενώ στον δείκτη
επιχειρηματικών συμπράξεων βαθμολογία 12,4% έναντι 10,3%.
Αυτά είναι παραγωγικά χαρακτηριστικά στα οποία οφείλει να
εστιάσει ο αναπτυξιακός διάλογος και ένας πρακτικός οδικός χάρτης για την
αύξηση του μεριδίου των δυναμικών και εξωστρεφών μεσαίων και μικρών
επιχειρήσεων στην ελληνική οικονομία. Εκεί θα εστιάσει τις προσπάθειες και τις
μελλοντικές παρεμβάσεις του ο ΣΕΒ στο αμέσως επόμενο διάστημα, με αιχμή το
Συνέδριο για τις Μεσαίες και Μικρές Επιχειρήσεις που θα πραγματοποιήσει στις 21
Φεβρουαρίου 2018. Στο συνέδριο θα παρουσιαστεί συγκεκριμένη δέσμη προτάσεων για
την παραγωγική μεγέθυνση των μμε. Η χώρα μας έχει ανάγκη σήμερα περισσότερο από
ποτέ ένα ελληνικής ιδιοκτησίας
Small
Business
Act!
*Ο Γιώργος Ξηρογιάννης είναι διευθυντής του Τομέα Βιομηχανίας,
Αναπτυξιακών Πολιτικών και Δικτύων του ΣΕΒ. Ο Γιάννος Μητσός είναι Senior
Advisor του Τομέα Βιομηχανίας, Αναπτυξιακών Πολιτικών και Δικτύων του ΣΕΒ.
(Πηγή:
«ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ»)