Tου Δημήτρη Ρηγόπουλου
Στην Αθήνα συμβαίνει το εξής παράδοξο: μιλάμε πολύ, γκρινιάζουμε πολύ και (συνήθως) δεν κάνουμε τίποτα για να αντιμετωπίσουμε τις αιτίες των κακών που, υποτίθεται, μας καταδυναστεύουν. Γενιές Αθηναίων μεγαλώσαμε διαβάζοντας ταπεινωτικές για την πρωτεύουσα λίστες: πρώτοι στη μόλυνση του περιβάλλοντος, πρώτοι στο κυκλοφοριακό πρόβλημα, τελευταίοι στους χώρους πρασίνου. Εκπαιδευθήκαμε να καταπίνουμε δυσάρεστες στατιστικές μ’ ένα αίσθημα ανημπόριας: τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει σ’ αυτό το πολεοδομικό έκτρωμα που η κακιά μοίρα μας έριξε να ζούμε εκτός κι αν αρχίσουμε επιλεκτικούς βομβαρδισμούς. Την αίσθηση αδυναμίας απέναντι στην αθηναϊκή κατάσταση κλόνισε αλλά δεν ανέτρεψε η διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων. Στα τρία χρόνια που μας χωρίζουν από το 2004 αντί να εμπεδωθεί ένα νέο, δημιουργικό, αποφασιστικό ήθος απέναντι στα προβλήματα, επιστρέφουμε ανεπαίσθητα στο προηγούμενο κλίμα αδράνειας και λαϊκισμού. Υπάρχουν ενδείξεις που μας επιτρέπουν να ανησυχούμε. Τον Ιανουάριο εγκαινιάστηκε στο Γουδή, στα όρια του μελλοντικού μητροπολιτικού πάρκου, το θέατρο Μπάντμιντον. Ήταν η πρώτη ολυμπιακή εγκατάσταση που αξιοποιήθηκε: ο χώρος, συνολικής έκτασης 25 στρεμμάτων, μαζί με την υπαίθρια έκταση που τον περιβάλλει, ενοικιάστηκε για μια περίοδο 20 χρόνων σε επιχειρηματικό σχήμα. Το βράδυ των εγκαινίων συγκεντρώθηκαν έξω από το θέατρο λίγες δεκάδες ανθρώπων, μέλη τοπικών συλλόγων και του «Συνασπισμού», που διαμαρτύρονταν για τη λειτουργία θεάτρου στην καρδιά του μελλοντικού πάρκου. Αντιδράσεις συνόδευσαν άλλες δύο σημαντικές ανακοινώσεις: της χωροθέτησης του νέου γηπέδου του Παναθηναϊκού στον Βοτανικό και των νέων κτιρίων της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και της Εθνικής Βιβλιοθήκης (δωρεά Ιδρύματος Νιάρχου) σε έκταση στον παλιό Ιππόδρομο. Κοινή συνισταμένη της διαμαρτυρίας: θυσιάζονται στρέμματα μελλοντικού πρασίνου για να γίνουν «τσιμέντο». Είναι μία παραπλανητική προσέγγιση που αγνοεί την ιστορία των πόλεων. Η επανάκτηση αστικής γης γίνεται διεθνώς μέσα από εμβληματικές χειρονομίες: εγκαταστάσεις αθλητισμού, πολιτισμού και αναψυχής είναι πρώτες στον κατάλογο. Η Βαρκελώνη που τόσο θαυμάζουμε κέρδισε ξανά τη θάλασσά της χωροθετώντας στην παράκτια ζώνη πλήθος νέων λειτουργιών. Ανάλογα παραδείγματα βρίσκουμε στη Λισσαβώνα, στη Βαλένθια, στο Μπιλμπάο. Μόνο στην Ελλάδα ένα κτίριο όπερας ή ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο θεωρούνται εν δυνάμει «εχθροί». Αν μας ενδιαφέρει πραγματικά το πράσινο ας προστατεύσουμε τα πάρκα που διαθέτουμε. Το Πάρκο Περιβαλλοντικής Ευαισθησίας στο Ίλιον απαξιώθηκε γιατί δεν υπήρξαν δελεαστικές λειτουργίες που θα έπειθαν έναν κάτοικο της Καλλιθέας, για παράδειγμα, να κάνει το ταξίδι μέχρι το Ίλιον. Κι επειδή ασφαλώς το διαχειρίζεται ένας απρόσωπος κρατικός οργανισμός. Το Πεδίον του Άρεως θα ήταν σήμερα σε πολύ διαφορετική κατάσταση αν το διαχειριζόταν ένας ιδιωτικός φορέας που θα φρόντιζε να έχει έσοδα, επομένως να είναι ελκυστικό στον κόσμο που το επισκέπτεται. (Καθημερινή, 10/3/07)

Διαβάστε ακόμα