Του Γιώργου Καπόπουλου
Άριστες σχέσεις με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενεργειακή συνεργασία με τη Βουλγαρία μέσω του πετρελαιαγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη αλλά και της διακλάδωσης του αγωγού φυσικού αερίου Bluestream που μέσω Βουλγαρίας και Ρουμανίας θα φθάνει στην Ουγγαρία: Τα παραπάνω καταγράφουν μια σημαντική παρουσία της Μόσχας στα Βαλκάνια με σαφείς πολιτικές επιπτώσεις στον στρατηγικό χάρτη της περιοχής όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. Η εντυπωσιακή αυτή επιστροφή που υπακούει στη λογική της ενεργειακής επάρκειας είναι σαφές ότι αποτελεί μόνο την αρχή. Στα Δυτικά Βαλκάνια είναι διαπιστωμένη η ανεπάρκεια της Δύσης -Ε.Ε. και ΗΠΑ- να δώσουν λύση στο πρόβλημα του Κοσσυφοπεδίου χωρίς να προκαλέσουν μείζονος κλίμακας αποσταθεροποίηση στη Σερβία και στην Π.Γ.Δ.Μ. Αν θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι για το Βελιγράδι αύριο και για τα Σκόπια μεθαύριο θα είναι απαγορευτικό το εσωτερικό πολιτικό κόστος μιας de jure αναγνώρισης τόσο της ανεξαρτησίας της Πρίστινα όσο και της de facto υφιστάμενης ήδη χειραφέτησης των Αλβανών της Π. Γ.Δ.Μ, είναι τότε βέβαιο ότι οι χώρες αυτές θα συναντήσουν σοβαρότατα εμπόδια στις σχέσεις τους με την Ε.Ε. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα Σκόπια, ένα νέο κύμα διεκδικήσεων του αλβανικού εθνικισμού θα κλονίσει την επίφαση προνομιακής συνεργασίας με την Ουάσιγκτον. Εδώ βρίσκεται και η μεγαλύτερη ευκαιρία της Μόσχας για απευθείας πολιτική παρέμβαση στην περιοχή: Πρώτον μπορεί ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας να μπλοκάρει δυσμενείς αποφάσεις ή ακόμη και κυρώσεις εις βάρος του Βελιγραδίου και των Σκοπίων. Δεύτερον μπορεί να επιτρέψει στις ηγεσίες των χωρών αυτών να υιοθετήσουν μια απορριπτική στάση στις πιέσεις της Δύσης χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο της πλήρους διεθνούς απομόνωσης. Πρόκειται αθροιστικά για την πρώτη εδώ και πολλές δεκαετίες σοβαρή πιθανότητα επιστροφής της Ρωσίας στην περιοχή: Τα κέρδη της νίκης του 1945 εξανεμίσθηκαν γρήγορα: Η Γιουγκοσλαβία «χάθηκε» για τη Μόσχα το 1948, η Αλβανία το 1960 και η Ρουμανία το 1964 με την άνοδο του Τσαουσέσκου στην εξουσία. Μοναδικός σύμμαχος της ΕΣΣΔ στα Βαλκάνια παρέμεινε η Βουλγαρία του Ζίβκοφ, περισσότερο ως πλήρως εξαρτώμενος εμπορικός εταίρος παρά ως προκεχωρημένο φυλάκιο του Ψυχρού Πολέμου, καθώς ουδέποτε φιλοξενήθηκαν στο έδαφός της σοβιετικά στρατεύματα. Μετά την έκρηξη της γιουγκοσλαβικής σύγκρουσης τον Ιούνιο του 1991 η Μόσχα εκμεταλλεύθηκε μάλλον επικοινωνιακά παρά ουσιαστικά την κρίση για να δηλώσει την παρουσία της, καθώς δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις: Σε όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης ο Μιλόσεβιτς είχε ως πρωταρχικό στόχο να γίνει προνομιακός συνομιλητής των ΗΠΑ. Η παρέμβαση του υφυπουργού εξωτερικών Βιτάλι Τσούρκιν στις αρχές του 1994 απέτρεψε τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ κατά των Σερβοβοσνίων αλλά δεν είχε συνέχεια. Η συμμετοχή της Ρωσίας στη σταθεροποίηση της Βοσνίας υπήρξε συμβολική. Η Μόσχα υπήρξε αντιφατική και ανακόλουθη στη διάρκεια των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ την άνοιξη του 1999: Στην αρχή ενεθάρρυνε την απορριπτική στάση του Μιλόσεβιτς και στη συνέχεια -μετά την αποπομπή του πρωθυπουργού Πριμακόφ- υπήρξε ο αποφασιστικός παράγων πίεσης για τη συνθηκολόγηση του Βελιγραδίου. Παρά την εντυπωσιακή είσοδο του ρωσικού στρατού στην Πρίστινα, πριν φθάσει το ΝΑΤΟ -η Ρωσία δεν κατόρθωσε να διασφαλίσει δικό της τομέα διοίκησης και στη συνέχεια απεσύρθη άδοξα. Σήμερα το σκηνικό μοιάζει να απέχει έτη φωτός από το παρελθόν: Οι καλές σχέσεις με την Ελλάδα και την Τουρκία μοιάζουν να έχουν μακροπρόθεσμο στρατηγικό ορίζοντα, ενώ στη βάση του ενεργειακού, εμπορικού και οικονομικού ρεαλισμού εξισορροπείται το γεωπολιτικό στίγμα της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Τέλος, το αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί αντιπάλους και εμπλεκόμενους η προσπάθεια εξεύρεσης οριστικής λύσης για το Κοσσυφοπέδιο, φαίνεται να ανοίγει τον δρόμο για την επιστροφή της Μόσχας ως συνεγγυήτριας σε μια ζητούμενη ακόμη νέα περιφερειακή σταθερότητα. (Ημερησία, 16/3/07)

Διαβάστε ακόμα