Tου Νίκου Κωνσταντάρα
Η περιπέτεια των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράκ έχει προκαλέσει τέτοια δυσπιστία τόσο εντός της Αμερικής όσο και στη διεθνή κοινότητα, που η Ουάσιγκτον φαίνεται να λειτουργεί πλέον σε έναν πλανήτη πολύ διαφορετικό από αυτόν στον οποίο κυριαρχούσε πριν από τέσσερα χρόνια. Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν πάλι να πείσουν τη διεθνή κοινότητα για το βάσιμο των κατηγοριών τους εναντίον άλλης μίας χώρας-μέλους του «άξονα του κακού», του Ιράν αυτή τη φορά. Αλλά είναι εντυπωσιακό πόσο η Ουάσιγκτον δυσκολεύεται πλέον να πείσει για την ανάγκη να ληφθούν αυστηρά μέτρα εναντίον του Ιράν. Και η ίδια δεν φαίνεται να έχει πια την αυτοπεποίθηση να δράσει μονομερώς. Ενώ κανείς δεν αμφισβητεί ότι το Ιράν επιδιώκει να αποκτήσει τεχνολογία για την κατασκευή πυρηνικών όπλων, είναι τέτοια οι δυσπιστία εναντίον των ΗΠΑ, ώστε πολλοί θεωρούν ότι η παγκόσμια ειρήνη κινδυνεύει πιο πολύ από την Ουάσιγκτον παρά από την Τεχεράνη. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του ιδρύματος Πιου τον περασμένο Ιούνιο, η πλειοψηφία των Βρετανών, Γάλλων, Ισπανών, Ρώσων, Ινδών και Κινέζων πιστεύουν ότι η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ είναι μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια ειρήνη από ό,τι είναι το Ιράν. Ενδεικτική είναι και μια διεθνής δημοσκόπηση που παρουσίασε η εφημερίδα Guardian τον περασμένο Νοέμβριο, που έδειχνε ότι ενώ το 87% των Βρετανών ερωτηθέντων βλέπει τον Οσάμα μπιν Λάντεν ως απειλή για την παγκόσμια ειρήνη, το 75% βλέπει τον Τζορτζ Μπους σε αυτό τον ρόλο και το 69% φοβάται πιο πολύ τον Βορειοκορεάτη δικτάτορα Κιμ Γιονγ Ιλ. Είναι μοναδικό κατόρθωμα ο Αμερικανός πρόεδρος να φοβίζει τους πιστούς συμμάχους των ΗΠΑ περισσότερο από τον απρόβλεπτο ηγέτη μιας χώρας-παρία που έχει αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Πριν από την εισβολή στο Ιράκ, το 2003, ο πρόεδρος Μπους μπορούσε να βρει μερικούς συμμάχους οι οποίοι ήθελαν να συμπαρασταθούν στις ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον ήταν τόσο αποφασισμένη να εισβάλει στο Ιράκ και παρόλο που δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, έδειχνε ότι τίποτα δεν θα τη σταματούσε. Έτσι ακολούθησαν κι άλλοι την Αμερική στην έρημο του Ιράκ. Τώρα, οι ΗΠΑ εξασφάλισαν ένα ψήφισμα που επιβάλλει κυρώσεις στο Ιράν αλλά, λόγω των αντιρρήσεων μιας όλο και πιο δυναμικής Ρωσίας, το ψήφισμα δεν ήταν τόσο αυστηρό όσο θα ήθελε η Ουάσιγκτον. Αντί να αγνοήσουν τον ΟΗΕ, όμως, οι ΗΠΑ κόπτονται να επιδιώξουν δεύτερο ψήφισμα. Αλλά και στο επίπεδο της προπαγάνδας τα πράγματα έχουν αλλάξει. Όταν το 2002 η τότε σύμβουλος εθνικής ασφάλειας –σήμερα υπουργός Εξωτερικών– Κοντολίζα Ράις μίλησε για τον κίνδυνο να αποκτήσει πυρηνική βόμβα το Ιράκ και να δούμε ξαφνικά το «σύννεφο σε σχήμα μανιταριού» που συνοδεύει μια πυρηνική έκρηξη, η αιτίαση θεωρήθηκε υπερβολική από πολλούς, αλλά όχι και εξωπραγματική. Το κλίμα που είχε δημιουργηθεί δεν άφηνε πολλά περιθώρια για να αμφισβητήσει κανείς ότι το Ιράκ ήταν πραγματική απειλή. Σήμερα, αντί να φοβερίζουν με πυρηνικό όλεθρο, ανώνυμοι Αμερικανοί αξιωματούχοι λένε (πολύ προσγειωμένα) ότι το Ιράν βοηθάει δυνάμεις που σκοτώνουν Αμερικανούς στο Ιράκ. Ως απόδειξη, παρουσίασαν μια μικρή, ευρηματική βόμβα που διαπερνάει τα αμερικανικά άρματα και που έχει στοιχίσει τη ζωή σε περίπου 170 στρατιώτες τους τελευταίους μήνες. Έχοντας καεί από τα φαντάσματα της προπαγάνδας, τώρα προσπαθούν να πείσουν με απτά παραδείγματα. Αλλά πάλι, ο υπουργός Αμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς λέει: «Δεν επιδιώκουμε πόλεμο με το Ιράν. Δεν σχεδιάζουμε πόλεμο με το Ιράν». Αυτή η επιφυλακτικότητα μπορεί να είναι τακτικισμός, αλλά μπορεί να είναι και ένδειξη ότι ενώ οι ΗΠΑ μπορούν να κάνουν λάθη, μπορούν και να μαθαίνουν από αυτά. (Καθημερινή, 18/2/07)

Διαβάστε ακόμα